Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Το σεράι και ο τάφος του Αλή πασά στη ΝΑ ακρόπολη του Κάστρου των Ιωαννίνων

Της Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)

Το σεράι και ο τάφος του Αλή πασά στη ΝΑ ακρόπολη του Κάστρου των  Ιωαννίνων

Η δεύτερη ακρόπολη του κάστρου των Ιωαννίνων, η ΝΑ, αποτελεί τον χώρο όπου δημιουργήθηκε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της πόλεως, ενώ σήμερα είναι γνωστή ως Ίτς Καλέ ή εσωτερική ακρόπολη. Έχει έκταση 40.000μ2. Βρίσκεται επάνω σε έναν ασβεστολιθικό βράχο, λιγότερο απότομο σε σχέση με τον αντίστοιχο της ΒΑ ακρόπολης, στη ΝΑ γωνία του κάστρου, σε υψόμετρο 17μ επάνω από τη λίμνη. Περιβάλλεται και απομονώνεται από ισχυρό ξεχωριστό τείχος, το οποίο τμηματικά ταυτίζεται με τον εξωτερικό περίβολο. Διακρίνεται σε δύο υψομετρικά επίπεδα και περιλαμβάνει τον χώρο του σαραγιού του Αλή πασά με όλα τα βοηθητικά οικοδομήματα, τον τάφο του, διάφορες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, κυβερνητικά κτήρια, καθώς και ένα τζαμί. Έτσι, η συγκεκριμένη ακρόπολη λειτουργούσε ως ένα αυτοτελές φρούριο.

Εικ. 1 Άποψη του κτηρίου όπου στεγάζεται σήμερα το βυζαντινό μουσείο και η εφορεία αρχαιοτήτων. Στη θέση του βρισκόταν το κεντρικό κτήριο του σαραγιού του Αλή πασά

Τη σημερινή μορφή και έκτασή της την οφείλει εξ’ ολοκλήρου στον Αλή πασά, ο οποίος, λίγα χρόνια αφότου ανέλαβε τη διοίκηση του πασαλικίου των Ιωαννίνων, επέλεξε τη συγκεκριμένη τοποθεσία για να χτίσει το πολυτελές σεράι του με πλήθος βοηθητικών χώρων, καθώς και κάποια κυβερνητικά κτήρια. Η θέση έως τη συγκεκριμένη περίοδο, στα τέλη του 18ου αι., διατηρούσε την εικόνα του προγενέστερου μεσαιωνικού οικισμού. Ήταν δηλαδή μια τειχισμένη εσωτερική ακρόπολη με ιδιωτικές κατοικίες, όπου οι βυζαντινές αντικαταστάθηκαν σταδιακά από οθωμανικές μετά την έξωση των χριστιανών από το κάστρο το 1611. Μετά το 1795, οπότε και αρχίζουν οι εργασίες ανοικοδόμησης των κτηρίων του βεζύρη, οι ιδιωτικές κατοικίες κατεδαφίζονται, αφού οι ιδιοκτήτες είχαν ήδη αποζημιωθεί και μεταφερθεί σε άλλα σημεία της πόλης.  Μάλιστα ήταν τέτοιας έκτασης τα νεοαναγειρόμενα οικοδομήματα ώστε ο χώρος ισοπεδώθηκε αλλά και προεκτάθηκε προς ΝΔ σε βάρος του οικισμού, με αποτέλεσμα η έκταση της ακρόπολης να αυξηθεί κατά έξι φορές. Ενώ και η ίδια η θέση η οποία ήταν πολύ πιο απόκρημνη και δυσπρόσιτη εξομαλύνθηκε και έγινε ευπρόσιτη.

Κατά την πολιορκία του Αλή πασά από τα σουλτανικά στρατεύματα (1820 – 1822) εξαιτίας της αποστασίας του, το Ίτς Καλέ υπέστη μεν κάποιες ζημιές αλλά τα κτήρια παρέμειναν σχεδόν άθικτα και ορισμένα από αυτά συνέχισαν την πορεία τους,  αφού  επισκευάστηκαν τμηματικά, ενώ άλλα εγκαταλείφθηκαν. Μετά την πτώση του Αλή πασά, το πολυτελές σεράι του χρησιμοποιήθηκε ως διοικητήριο της πόλης έως την περίοδο του Ρασήμ πασά, ο οποίος το μετέφερε σε νέο κτήριο στο σημείο που βρίσκεται το σημερινό δημαρχείο για μεγαλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού. Το σεράι έκτοτε εγκαταλείφθηκε στην τύχη του για να καταστραφεί τον Απρίλιο του 1870 από πυρκαγιά, ενώ τον Ιούνιο του ιδίου έτους κατεδαφίστηκε και ο γυναικωνίτης. Στη θέση του σαραγιού ανοικοδομήθηκε στρατιωτικό νοσοκομείο. Η ακρόπολη ερημώθηκε περαιτέρω. Τα  εναπομείναντα κτήρια πέρασαν στην κατοχή του στρατού και μόνο το τζαμί παρέμεινε σε λειτουργία. Μετά την απελευθέρωση της πόλης, η εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης εντείνεται. Παράλληλα, ο χώρος λεηλατείται κυριολεκτικά και τα μνημεία καταστρέφονται συστηματικά από τις συνεχιζόμενες λαθρανασκαφές για την ανακάλυψη των μυθικών θησαυρών του Αλή. Σημαντικές καταστροφές υπέστησαν τα μνημεία αλλά και η ακρόπολη συνολικά και κατά την περίοδο της Κατοχής. 

Εικ. 2 Το Φετιχιέ Τζαμί και ο οικογενειακός τάφος όπου βρίσκεται και το σώμα του Αλή πασά

Στη συνέχεια, το Ίτς Καλέ πέρασε στη δικαιοδοσία του ελληνικού στρατού, ο οποίος προσάρμοσε τα οικοδομήματα, όπως και το σύνολο του χώρου, στις ανάγκες του, αλλοιώνοντας σημαντικά τη μορφή τους. Μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 70, η 8η Μεραρχία παρέδωσε την ακρόπολη  στην αρχαιολογική υπηρεσία, ενώ ήδη στη θέση των ερειπίων του στρατιωτικού νοσοκομείου, που είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, είχε ανοικοδομηθεί λίγα χρόνια πρωτύτερα βασιλικό περίπτερο. Έκτοτε συστηματικές ανασκαφές, εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση του βυζαντινού μουσείου και της αρμόδιας εφορείας αρχαιοτήτων στο κτήριο του τέως βασιλικού περιπτέρου έχουν ανασυνθέσει σημαντικά την εικόνα της ακρόπολης της περιόδου του Αλή πασά και έχουν αναδείξει τα ελάχιστα εναπομείναντα βυζαντινά τμήματα.

Στο κέντρο του πρώτου υψομετρικού επιπέδου της ΝΑ ακρόπολης δέσποζε, επιβλητικό, το μεγαλοπρεπές σεράι του Αλή πασά, περιβαλλόμενο από πλήθος βοηθητικών χώρων. Το κτήριο βέβαια δε σώζεται σήμερα, καθώς καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1870. Ωστόσο, διατηρούνται στον χώρο διάσπαρτα ποικίλα τμήματά του. Στη θέση του σαραγιού ανοικοδομήθηκε το 1958 το πρώην βασιλικό περίπτερο, έργο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Μπαλτατζή, το οποίο στεγάζει σήμερα το βυζαντινό μουσείο και την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό σύγχρονο οικοδόμημα, κατέχοντας και μία θέση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής των Ιωαννίνων. Επιστρέφοντας στο κτήριο του σαραγιού, μας είναι γνωστό από τις περιγραφές των περιηγητών και από διάφορες χαλκογραφίες της εποχής που παρουσιάζουν ανάγλυφα την μορφή του. Η εικόνα του επιβεβαιώνεται, ενισχύεται και συμπληρώνεται και από τα σωζόμενα στον χώρο λείψανά του. Έτσι, είναι δυνατή η ανασύσταση της εικόνας του με αρκετές λεπτομέρειες. Θεωρείται έργο του αρχιμηχανικού και αρχιτέκτονα του Αλή πασά του γνωστού ως κυρ Πέτρου. Πρέπει να θεμελιώθηκε το 1795 και αποτελούσε τυπικό δείγμα οθωμανικής τέχνης. Καταλάμβανε σημαντικό χώρο, από τη νότια πλευρά του περιβόλου της ακρόπολης έως τον κυκλικό βυζαντινό πύργο.

Εικ. 3 Λεπτομέρεια του οικογενειακού τάφου όπου βρίσκεται και το σώμα του Αλή πασά

Το κεντρικό οικοδόμημα ήταν διώροφο και είχε σχήμα Π. Η νότια πλευρά του στέγαζε τον γυναικωνίτη, η βόρεια τον ανδρώνα και η κεντρική τους θαλάμους υποδοχής, ακροάσεων και άλλους επίσημους χώρους όπου εργάζονταν αρκετοί κυβερνητικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί και αξιωματούχοι. Η βόρεια από τη νότια πτέρυγα χωριζόταν από μια στενόμακρη αυλή. Στο κεντρικό διώροφο κτήριο το ισόγειο ήταν πάντα κλειστό και χρησίμευε ως αποθήκη υλικών της διοίκησης. Από αυτό διπλή εξωτερική λίθινη σκάλα οδηγούσε στην κρεβάτα του ορόφου. Αυτή πλαισιωνόταν από εσωτερικό διάδρομο που επικοινωνούσε με όλα τα δωμάτια. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή και πολυτελής θα ήταν η κεντρική αίθουσα ακροάσεων. Τέλος, από το χαρέμι, ευρισκόμενο πλησίον του τζαμιού, ξεκινούσε ένας σκεπαστός διάδρομος, ο οποίος οδηγούσε σε ένα περίτεχνο ζωγραφισμένο κιόσκι στις όχθες της λίμνης. Εκεί, κατέβαινε ο πασάς με τις γυναίκες του για να δροσιστούν.

Γενικά, το διώροφο κτήριο δεν θα πρέπει να διέφερε και πολύ ως προς τον αρχιτεκτονικό τύπο και τα οικοδομικά υλικά από τα υπόλοιπα αρχοντικά της περιόδου, παρά μόνο ως προς το μεγαλύτερο μέγεθος και την πολυτέλεια στη διακόσμηση. Βέβαια, η εικόνα του δαιδαλώδους συγκροτήματος με τα ποικίλα οικοδομήματα διατεταγμένα γύρω από μια αυλή, τις μεγάλες διαστάσεις και την υπερβολική πολυτέλεια δεν εντυπωσίασε τους δυτικοευρωπαίους περιηγητές που το επισκέφτηκαν. Χαρακτηριστική είναι η γνώμη του Hughes ότι από μακριά η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση προσφέρουν εντυπωσιακό αποτέλεσμα, ενώ από κοντά η ευθραυστότητα των υλικών και του μνημείου δίνει την εντύπωση μιας βάρβαρης και εφήμερης μεγαλοπρέπειας. Ο Holland, με τη σειρά του, το θεωρεί ως το παλαιό σεράι του πασά, καθώς ο ίδιος τον επισκέφτηκε στο αντίστοιχο στα Λιθαρίτσια, το οποίο και χαρακτηρίζει ως κεντρικό.

Εικ. 4 Άποψη του κιγκλιδώματος του οικογενειακού τάφου όπου βρίσκεται και το σώμα του Αλή πασά. Πίσω του διακρίνεται το κτήριο του βυζαντινού μουσείου.

Αντίστοιχα, στη ΒΔ γωνία του  Φετιχιέ  τζαμιού σώζεται οικογενειακός  τάφος,  όπου  βρίσκεται το ακέφαλο σώμα του Αλή, καθώς και της πρώτης συζύγού του Ούμ Γκιουλσούμ Χανούμ, γνωστής και ως Εμινέ, μητέρας του Μουχτάρ και της εγγονής του Αϊσέ. Πρόκειται για έναν ορθογώνιο χώρο μήκους 13,2μ. και πλάτους 9,15μ., με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά, ο οποίος χωρίζεται σε δύο τμήματα. Στο δυτικότερο, διαστάσεων 8,90μ. επί 4,30μ., διακρίνονται δυο ορθογώνιοι τάφοι, της Εμινέ και του Αλή. Στο ανατολικότερο, διαστάσεων 4,30μ. επί 4,85μ., υπάρχει ο τάφος, ίδιων διαστάσεων και μορφής με τους προηγούμενους, της Αϊσέ κόρης του Βελή πασά γιου του Αλή και συζύγου του Σουλεϊμάν μπέη. Αυτή είχε αφήσει αξιόλογα κληροδοτήματα για τη συντήρηση των τζαμιών του κάστρου αλλά και την πληρωμή των διδασκάλων των μεντρεσέδων. Βέβαια, οι επιτύμβιες στήλες με τις επιγραφές στα Αραβικά χάθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και σήμερα τις γνωρίζουμε μόνο από κείμενα. Η πρόσβαση στους τάφους γίνεται μέσω μικρής λίθινης κλίμακας στην ανατολική πλευρά με τέσσερις βαθμίδες. Το ταφικό συγκρότημα περικλείεται από θολωτό κιγκλίδωμα με περίτεχνα αραβουργήματα. Το σωζόμενο σήμερα κιγκλίδωμα είναι σύγχρονο και τοποθετήθηκε μόλις το 1999 με τη συνδρομή του Δήμου Ιωαννιτών και του συλλόγου Αρχαιοφίλων Ιωαννίνων, με βάση το σχέδιο του αρχικού. Το αρχικό αφαιρέθηκε την άνοιξη του 1946, χωρίς ποτέ να ανακαλυφθεί όπως και οι ένοχοι. Τέλος, το κεφάλι του Αλή πασά καθώς και τα σώματα των δύο γιων του μεταφέρθηκαν και έχουν ταφεί στην Κωνσταντινούπολη, στο νεκροταφείο του Σιλιβρί – Καπού, όπου και σώζονται ακόμη με τις επιτύμβιες στήλες τους.

Εικ. 5 Το κτήριο όπου στεγάζεται το βυζαντινό μουσείο και ο οικογενειακός τάφος όπου βρίσκεται και το σώμα του Αλή πασά