Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Ο φόνος του Σταύρο Ναστάση

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

                                             

Ο  Σταύρος Αναστασίου   Σταύρου  (1895-1943)

Ο Σταύρος Αναστασίου Σταύρου, γνωστός ως Σταύρο Ναστάσης, γεννήθηκε στο Πάνω Καρυώτι το 1895 και εκτελέστηκε από τους Γερμανοτσάμηδες στις 29.09.1943. Γονείς του ήταν ο Αναστάσιος  Γεωργίου  Σταύρου  και η Μαρία το γένος Δημητρίου Πάλλα. Νυμφεύτηκε τη Σταμάτω (Μάτω), αδερφή του Γιώτη Κοντού  και  μαζί της απόκτησε τέσσερις κόρες και ένα γιο.

Ο Σταύρο Ναστάσης (1895-1943)
Φωτό : Θωμάς Τάχιας

Ο Σταύρος είχε δυο αδέρφια, το Σπύρο και το Νικόλα, πατέρα των αδελφών Γιάννη, Τσίλη  και Πέτρου  Νικολάου, και δυο αδερφές  την Πανάγιω, που είχε παντρευτεί το Χρηστογιάννη από το Προδρόμι και τη Γκέλω,  σύζυγο του Γιάννη Πατσούρα. ( Βλέπ. 

Χρήστος Δ. Σιώζος. Διδάκτωρ Ιατρικής : « Το Προδρόμι Θεσπρωτίας », Ιωάννινα 2000,  σελ.174 και  428)

Η καταστροφή του Φαναριού

    Τον Αύγουστο του 1943 οι Γερμανοί μαζί με τους Αλβανοτσάμηδες εισέβαλαν στην εύφορη περιοχή του Φαναριού και για δέκα περίπου συνεχείς μέρες λεηλατούσαν τον αγροτικό και ζωικό πλούτο των χωριών του. Γυναίκες και κοπέλες βιάστηκαν μπροστά στους συζύγους τους και στους γονείς τους. Άντρες φονεύτηκαν, βασανίστηκαν και κλείστηκαν στις φυλακές. Τα σπίτια των χωριών λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Όλα τα υποζύγια, τα βοοειδή και τα γιδοπρόβατα τα  συγκέντρωσαν στο αεροδρόμιο της Παραμυθιάς.  Από κει πολλά απ’ αυτά τα φόρτωσαν σε αυτοκίνητα και τα μετέφεραν σε άλλες περιοχές,  ενώ άλλα τα οδήγησαν στους μύλους του Καρυωτιού, όπου τα  τουφέκιζαν και στη συνέχεια έτρωγαν το κρέας τους.

     Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της καταστροφής και του θανάτου οι κάτοικοι των χωριών Καρυωτιού, Βέλλιανης, Προδρομίου και Ζερβο-χωρίου εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν, άλλοι στις γράβες του βουνού Κορύλα, πλησίον της Μονής Βέλλιανης, και άλλοι στα χωριά Πόποβο,  Κορύστιανη (σήμερα Φροσύνη) και σε άλλα Σουλιωτοχώρια.

(Βλέπ. :  α. Σπ. Μουσελίμη « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 82. 

β.  Ιωάννου Αρχιμανδρίτη :  « Τσάμηδες…», εκδ. Γεωργιάδης σελ. 83 – 85.

γ.  Νικ. Ζιάγκου : « Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940 – 45» τόμος Α΄.,   σελ. 172 – 174 και τόμος Γ ΄., σελ. 111 – 115 ).

δ. Βασιλείου Π. Παυλίδου :  « Οι Αλβανοτσάμηδες τη περιοχής Παραμυθιάς και η Κοτοχή », 2009, σελ. 85

δ. Αθανάσιος Γκότοβος :  « Τσαμουριά », εναλλακτικές Εκδόσεις, 2014, σελ.35

Ο  θάνατος του Σταύρο Ναστάση, η αποτυχημένη απαγωγή της κόρης του Ευτυχίας και ο τραυματισμός της συζύγου του.

Την 29η Σεπτεμβρίου 1943, μέρα της εκτέλεσης των Σαράντα Εννέα  (49) Προκρίτων της Παραμυθιάς,  Αλβανοτσάμηδες με  ομάδα εξήντα (60) περίπου Ναζί, που είχε ανεβεί για προληπτικούς λόγους το προηγούμενο βράδυ στο  Πάνω Καρυώτι και παρέμεινε σ’ αυτό για ένα εικοσιτετράωρο, βάρεσε τις πρωινές ώρες χωρίς καμιά αφορμή το Σταύρο Ναστάση και τραυμάτισε βαριά τον Παναγιώτη Πατσούρα, πατέρα του Νάσιο Γιώτη ( Για τον τραυματισμό του Παναγιώτη Πατσούρα σε άλλη συνέχεια ) . 

Μαρτυρίες  :

–   Ο Κίτσιο Νικολάου Κοντός (Καρυώτι)

Το Σεπτέμβρη του 1943 οι κάτοικοι του Καρυωτιού, της Βέλλιανης, του Προδρομιού και του Ζερβοχωρίου είχαν πάει πίσω στην Κορύστιανη (σήμερα Φροσύνη) από το φόβο μήπως πάθουν από τους  Γερμανοτσάμηδες, ό,τι έπαθαν οι Φαναριώτες.

   Στις 29.09.1943 το πρωί εγώ με τον αδερφό μου το Σωτήρη φύγαμε από την Κορύστιανη για το Καρυώτι. Θέλαμε να πάρουμε από κει λίγα κηπευτικά, καλαμπόκι και τραχανά. Όταν όμως βγήκαμε στο Σταυρό κι είδαμε τα σπίτια μας που  καίγονταν, καταλάβαμε ότι το καλαμπόκι κι ο τραχανάς είχαν γίνει στάχτη. Την ίδια στιγμή ακούσαμε τις ριπές των Γερμανών που σκότωναν τους 49 της Παραμυθιάς και τη Γκέλω, τη γυναίκα του Γιάννη Πατσούρα, να μοιρολογάει τον αδερφό της το Σταύρο ΝαστάσηΤο Σταύρο  τον είχαν βαρέσει οι Γερμανοί. Ήταν πρωί  στη Γαλατσίδα με τον Κουνιάδο του το Γιώτη Κοντό. Θα πάω, είπε στο Γιώτη,  να γυρίσω τα γελάδια, για να μην τα πάρουν οι Τούρκοι. Πήγε και στη θέση  Ταμπούρι, ακριβώς στο μέρος   που  ήταν τότε μια στρούγκα, τον είδαν οι Γερμανοί στρατιώτες. Αυτός πήγε να φύγει και  γκόλωξε πίσω από ένα λιθάρι. Στο λιθάρι αυτό τον βρήκαν οι γερμανικές σφαίρες και  μέχρι τελευταία σώζονταν εδώ και το κιβούρι του.  Η ώρα που τον βάρεσαν ήταν περίπου έξι με έξι και μισή το πρωί. Όλη τη ημέρα έμεινε στο Ταμπούρι σκοτωμένος. Δεν μπορούσαμε να πάμε να τον πάρουμε, γιατί οι Γερμανοί γύριζαν στο χωριό. Το βράδυ, όταν νύχτωσε,  πήγαμε μαζί με την αδερφή του τη Γκέλω, που ήξερε ακριβώς που  ήταν βαρεμένος, και μέσα στο σκοτάδι τον βρήκαμε  και με μια κουβέρτα τον μεταφέραμε στην ΄Αγια Σωτήρω, όπου  τον σκεπάσαμε με το φόβο στην καρδιά. 

    Μετά το θάνατο του Σταύρο Ναστάση η γυναίκα του η Σταμάτω έμεινε χήρα με τέσσερα μικρά παιδιά. Αν και τη βοηθούσε ο αδερφός της ο Γιώτη Κοντός, τράβηξε τόσα, που δεν λέγονται. Ξενο-δούλευε στον κάμπο νηστικιά και μέσα στο σακούλι της έβαζε ρούχα, για να νομίζει ο κόσμος ότι έχει ψωμί. Δεν έφταναν όλα αυτά,  το 1948, που οι αντάρτες πέρασαν από το Καρυώτι, την τραυμάτισαν βαριά στο στήθος. Πήγαν να της πάρουν την κόρη της την  Ευτυχία[1] που ήταν στην αυλή του σπιτιού. Η Σταμάτω όρμησε πάνω στην αντάρτισσα. Η κόρη της ξέφυγε.  Η αντάρτισσα φώναξε βοήθεια. Αμέσως έτρεξε κοντά της ένας αντάρτης και, πυροβολώντας εναντίον της Σταμάτως,  την τραυμάτισε βαριά. Από λάθος όμως  η σφαίρα τρύπησε και το δεξιό μηρό της αντάρτισσας, την οποία έβαλαν αμέσως πάνω στο γαϊδούρι του Κώστα Πατσούρα και τη μετέφεραν στη Γαλατσίδα. Την πληγή  της Σταμάτως, πάνω από το αριστερό της στήθος, την έδεσε με βαμβάκι η γυναίκα του Γάκη Μπάμπα.  Ύστερα η Βαρβάρα, η μάνα του Γιάννη Νικολάου, τη ζάλωσε (φόρτωσε) και την πήγε στο σπίτι του Γιώτη Κοντού στην Παραμυθιά, όπου κάθε μέρα την κοίταζε  ο γιατρός Σπύρος  Κούρτης  και σιγά σιγά έγινε καλά ».

–  Η Ευτυχία, κόρη του Σταύρο Ναστάση, σύζυγος του Χρήστου Αναστασόπουλου (Ζερβοχώρι) :

«  Ο πατέρας μου, ο Σταύρος Ναστάσης ήταν τσοπάνος στη Μακεδονία. Το Σεπτέμβρη του 1943 ήρθε στο Καρυώτι και μας ανέβασε στο Σταυρό του Κορύλα, για να γλιτώσουμε από τους Γερμανούς. Εκεί συναντήσαμε κι άλλες οικογένειες από το Καρυώτι. Το βράδυ κοιμηθήκαμε εδώ και την άλλη μέρα πρωί, ο πατέρας λέει στη μάνα :

–  Μάτω (Σταμάτω), θα πάω στο Καρυώτι να μαζέψω τα γελάδια του Γιώτη Κοντού και το απόγεμα θα γυρίσω. 

–  Μην πας μωρέ Σταύρο, του λέει η μάνα.  Κάτω είναι Γερμανοί.

–  Γεια σας, μάς είπε. Αυτό το γεια σας το θυμάμαι  σαν να ’ναι τώργια.  Ξανά δεν τον είδαμε με τα μάτια.

   Ο πατέρας πήγε στο χωριό. Οι Γερμανοί που βάρεσαν τους 49 της Παραμυθιάς, είχαν ανεβεί στο Καρυώτι. Εμείς από το Σταυρό κατεβήκαμε στην Κορύστιανη. Η μάνα ανησυχούσε για τον πατέρα.  Εκεί ήρθε ο Κώστα Πατσούρας, που την είχε πρώτη ξαδέρφη, και της είπε :

–  Μάτω, ο Σταύρος σκοτώθηκε. Τον βάρεσαν οι Γερμανοί στη στρούγκα του Ταμπουριού. Πρώτα τον τραυμάτισαν στο τσιαγούλι (σαγόνι). Για να σωθεί έκανε τούμπες κι  έφθασε στο λάκκο. Εκεί πήγε ένας Γερμανός, του έριξε μια στο κεφάλι και τον τελείωσε

Η μάνα μοιρολογώντας έφυγε αμέσως με το Γιώτη Κοντό  για το Καρυώτι. Την άλλη μέρα γύρισαν στην Κορύστιανη. Μας πήραν κι όλοι μαζί πήγαμε στο Τσαγγάρι στο σπίτι του Κώστα Μπολότση, όπου  μείναμε εκεί κάπου  4 μήνες.

Ο γάμος της ευτυχίας του Σταύρο Ναστάση(15.01.1961) (Από αριστερά ) :
Ο Χρήστος Αναστασόπουλος γαμπρός, η Ευτυχία Σ. Ν. νύφη, ο Τάσιος του Σταύρο Ναστάση, ο Γεώργιος Αναστασόπουλος,
η Σταύρο – Ναστάσαινα, η Σπύρο Ναστάσαινα  και ο Σπύρο Ναστάσης.
Φωτό: Θωμάς Τάχιας . (Διακρίνεται πίσω από τον Γιώργο Αναστασόπουλο)

 Στις 27 Σεπτεμβρίου του  1948 οι αντάρτες όλη τη νύχτα πέρναγαν από το Καρυώτι. Το σπίτι μας ήταν κοντά στο δρόμο και ακούγαμε τα βήματά τους. Μόλις ξημέρωσε, εγώ πήγα να βγάλω από το μαντρί  δυο γίδες. Μέσα στο σπίτι κοιμόταν η μάνα μου με τις τρεις αδερφές μου και τον αδερφό μου.  Τη στιγμή αυτή ένας αντάρτης λέει στην αντάρτισσα, που ήταν δίπλα του :

–   Να, μια καλή συντρόφισσα !

–  ΄Ελα δω κοπέλα μου, πού πας; μού φωνάζει η αντάρτισσα.

–   Τι με θέλεις; τής λέω.

Η μάνα ξύπνησε και βγήκε στην αυλή. Εγώ την είδα κι αμέσως κίνησα να πάω προς το μέρος της. Η αντάρτισσα με άρπαξε από την πλάτη και προσπάθησε να με κρατήσει.  Η μάνα, αχ μάνα, καλύτερα να μην ήσουν μάνα.  Όρμησε πάνω της και την έριξε στη γη. Άρχισαν να παλεύουν. Ο αντάρτης, που ήταν εκεί κοντά, πυροβόλησε εναντίον της μάνας.   Η σφαίρα τής τρύπησε την αριστερή πλάτη και, βγαίνοντας πάνω από το στήθος της, τραυμάτισε στο πόδι και την αντάρτισσα. Την αντάρτισσα, αφού την έβαλαν αμέσως πάνω στη γαϊδούρα του Κώστα Γιωργάκη (Πατσούρα),  την πήραν μαζί τους.

Ο αρχηγός από τη ράχη άρχισε  να φωνάζει :

Μην πειράζετε  τις κοπέλες του χωριού.

Την πληγή της μάνας, αφού την  έδεσε η Βαρβάρα, μάνα του Γιάννη Νικολάου, τη ζάλωσε (φόρτωσε) και την πήγε στην Παραμυθιά στο σπίτι του Κώστα Τσίτσου, που ήταν γαμπρός του αδερφού της, του Γιώτη Κοντού.  Μαζί της πήγαμε κι εμείς και μείναμε εκεί πολύ καιρό.  Τη μάνα την κοίταζε ένας στρατιωτικός γιατρός, που, όπως θυμάμαι,  της έλεγε : Είχες κυρά μου μεγάλο τυχερό που η σφαίρα δεν πείραξε την καρδιά σου. Αλλιώς, θα είχες πεθάνει.

Την ημέρα αυτή οι αντάρτες πήγαν να πάρουν  από το Καρυώτι, την Αθηνά της Ρούσιως του Μπάμπα (σ.σ. αδερφή του Αρσένη Τάχια, συνταξιούχου δάσκαλου, που αργότερα παντρεύτηκε στο Παγκράτι το Δημήτρη Στέφο) και  τη Λένη του Γιώτη Πατσούρα, αδερφή του Νάσιου και του Κίτσιου, που παντρεύτηκε στο Μαντζιάρι.  Μετά όμως  από λίγο  ο  μεγάλος των ανταρτών  τις άφησε ελεύθερες ».

–  Ευάγγελος Ευθυμίου Πατσούρας     

«  Στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1943, μετά τα εγκλήματα που διέπραξαν στο Φανάρι οι Γερμανοί με τους Τουρκοτσάμηδες, το Καρυώτι άδειασε. Άλλοι πήγαν σε συγγενείς τους στο Πόποβο κι άλλοι σε άλλα Σουλιωτοχώρια. Οι γονείς μου μαζί με τα δυο τα αδέρφια μου και με άλλες δέκα πέντε (15) οικογένειες κατέληξαν στην Κορύστιανη (σ.σ. Φροσύνη) και στην τοποθεσία Κουρυτιές. Εκεί στην αρχή κοιμούνταν έξω. Αργότερα, όταν έπιασαν οι βροχές και τα κρύα, έφτιαξαν καλύβες από φτέρη.

Εγώ έμεινα στα πλάγια του Κορύλα, για να βοηθάω τη γιαγιά μου τη Γκέλω που φύλαγε τα γίδια.

Ο Σταύρος Ναστάσης είχε πάει κι αυτός την οικογένειά του στην Κορύστιανη. Στις  28.09.1943 έφυγε από κει και περνώντας από τον ΄Αι Αρσένη  γέμισε ένα μπραγάτσι νερό και το ’φερε στα Προσήλια στη γιαγιά μου, που την είχε αδελφή.

–  ΄Εχεις Γκέλω ψωμί, της είπε.

–  Έχω, του απάντησε.

΄Εφαγε, ήπιε και νερό κι ύστερα έκανε τον κατήφορο.

  • Πού πας μωρ’  Αναστάση;  του λέει η γιαγιά μου.
  • Θα πάω κάτου στο σπίτι να πάρω ένα τηγάνι και κάτι κατσαρόλες για την οικογένειά, να μαζέψω και τα βόδια του Γιώτη Κοντού (το Γιώτη τον είχε κουνιάδο) και αύριο θα γυρίσω πάλι στην Κορύστιανη.  

Έφκε. Το βράδυ κοιμήθηκε στο σπίτι του και το πρωί παρουσιάστηκαν στο χωριό οι Γερμανοί με τους Τουρκοτσάμηδες. Αυτός μόλις τους άκουσε, βγήκε στη Λάσπη κι όταν τους είδε, πήγε να κρυφτεί. Εκείνη τη  στιγμή τον βλέπει ένας Γερμανός στρατιώτης, τού ρίχνει και τον σκοτώνει. Το βράδυ, όταν νύχτωσε, πήγαν με μια κουβέρτα, ο Πέτρος Νικολάου (Σταύρου), ο Τσίλης Θοδωρής (Τάχιας), ο Γιώτης Σιώχος, ο Σωτήρης Τάχιας κ. ά., τον βρήκαν και τον χωμάτισαν στη ΄Αγια Σωτήρω ».   

Η Γκέλω Σταύρου – σύζυγος του Νάσιο Γιώτη (Πατσούρα) :

 «  Την μέρα που οι αντάρτες τραυμάτισαν  τη Σταυρο – Ναστάσαινα, πήγαν να πάρουν μαζί τους  τη Σιήνω (Αθηνά) του Τσίλη Θοδωρή  και τη Λένη του Γιώτη Πατσούρα. Αυτές άρχισαν να σκούζουν. Η Ρούσιω του Μπάμπα πήγε στον αρχηγό, που τον γνώριζε και του είπε  : 

–    Με αυτές τις κοπέλες θέλεις να κάνεις πόλεμο; Σ’ αυτές θέλεις να δώκεις τουφέκι…;

 Κι ο αρχηγός, μετά από λίγο, αφού το σκέφτηκε,  τις άφησε και τις δυο  ελεύθερες ». 

–  Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου  (Συνταξιούχος μαθηματικός) :      «Κορφολογήματα του Καργιωτιού[2] » :

                             «  Το τομάρι του λύκου

Ο  Σταύρος Ναστάσης, αφού  βρήκε ένα τομάρι από  σκοτωμένο λύκο και  το  κρέμασε σε μια ντιχάλα  το γύριζε στα σπίτια και στα γρέκια του Πάνω Καριωτιού. Το γύριζε, για να διαπιστώσει ποια από τα σκυλιά και τσοπανόσκυλα  ήταν ικανά να κυνηγήσουν το λύκο.

Και, όταν γύρισε όλα τα σπίτι και τα γρέκια, είπε στους χωριανούς του :

–  Χωριανοί !  Απ’ όλα τα σκυλιά και τσοπανόσκυλα που ταΐζετε στα σπίτια σας και στα γρέκια, μόνο δύο είναι ικανά να κυνηγήσουν το λύκο.  Τα άλλα τι  τα κρατάτε; »

Γραπτή μαρτυρία   

 Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου  (Αριθμός 7) : 

 « Εν Καρυωτίω σήμερον την 30ην Σεπτεμβρίου  του χιλιοστού εννιακοστού τεσσαρακοστού τρίτου έτους, ημέραν Πέμπτην και ώραν 08.00 π.μ. ενεφανίσθη εις το Ληξιαρχικό Κατάστημα, ενώπιον του Ληξιάρχου Σωτηρίου Τάχια η Σταμάτω, χήρα Σταύρου ετών 43 και εδήλωσεν  ότι εις θέσην Λάκκο περιφέρειας Καρυωτίου την 29η Σεπτεμβρίου, ημέραν Τετάρτην και ώραν π.μ….. του 1943 απεβίωσε φονευθείς ο σύζυγός της  Σταύρος Σταύρου, κάτοικος Καρυωτίου, γεννηθείς εις Καρυώτι, ηλικίας  48 ετών, επαγγέλματος εργάτης, υιός του Αναστασίου Γεωργίου Σταύρου, κατοίκου Καρυωτίου και της Μαρίας, σύζυγος του Αναστασίου Γεωργίου, το γένος Δημη-τρίου Πάλλα. Ο θάνατος δεν επιστοποιήθη από γιατρό. Επήλθε εκ φόνου παρά των Γερμανών.

Εφ’ ω συνετάγη η παρούσα, αναγνωσθείσα ενώπιον της δηλούσης Σταμάτως Σταύρου, αγραμμάτου, υπογράφεται παρά των μαρτύρων Γεωργίου Σταύρου και Νικολάου Φάτσιου και του Ληξιάρχου Σωτη-ρίου Τάχια ».

(σ.σ.   Σε ορισμένα τοπικά ιστορικά βιβλία που αναφέρονται στο θάνατο του Σταύρο Ναστάση, αναγράφεται ως ημερομηνία θανάτου του η 7η Νοεμβρίου 1943, αντί της σωστής 29.09.1943 ).

Ο Αναστάσιος Γεωργίου Σταύρου, γνωστός ως Ναστάση Γιώρης   

Ο Ναστάση Γιώρης (πατέρας του Σταύρο Ναστάση) στα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου (1913) ήταν ο πιο μεγάλος τσέλιγκας του Καρυωτιού.  Υπήρξε έξυπνος, και αγαπητός στους χωριανούς του.  Για αυτόν το λόγο τον εξέλεγαν για πολλά χρόνια πρόεδρο της κοινότητας. 

Μαρτυρία

–   Ο Πρωτοπρεσβύτερος Παπασωτήρης (Σταύρου) :

 «  Ο Ναστάσης Γιώρης, έτσι τον έλεγαν στο Καρυώτι και στη γύρω περιοχή,  για σαράντα χρόνια (40)  διετέλεσε πρόεδρος στο Καρυώτι. Επειδή όμως ήταν αγράμματος, για να υπογράφει, έβαζε το δείκτη, το δάκτυλο του χεριού του, μέσα στο μελανοδοχείο και ύστερα το ακουμπούσε πάνω στο γραμμένο χαρτί. Το αποτύπωμα αυτό, που θεωρούνταν η υπογραφή του, επειδή  ήταν γνωστό στις τότε ελληνικές Υπηρεσίες και Αρχές,  το θεωρούσαν έγκυρο.

Από τον Ναστάση Γιώρη σώθηκαν πολλές διδακτικές ιστορίες, τις οποίες σήμερα στο όνομά του θυμούνται οι παλιοί  Καρυωτίτες και τις αφηγούνται στους νεότερους ».

                                                        


[1]. Η Ευτυχία, σύμφωνα με το Αρχείο του Δήμου Σουλίου, γεννήθηκε το 1933.

[2]. σ.σ. Παλιά το σημερινό Καρυώτι ονομαζόταν Καργιώτιον. Σύμφωνα όμως με το Φ.Ε.Κ. /16.10.1940,  το Καργιώτιον τον Οκτώβριο του 1940 μετονομάστηκε σε κοινότητα Καριωτίου.  

Σας άρεσε το άρθρο; Κάντε ένα  like….