Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Η Ι.Μ. του Αγ. Νικολάου των Φιλανθρωπηνών στο Νησί των Ιωαννίνων

Της  Κωνσταντίνας Ζήδρου – αρχαιολόγος

Η  Ι.Μ. του Αγ. Νικολάου των Φιλανθρωπηνών στο Νησί των Ιωαννίνων

Η Ήπειρος αποτέλεσε μία απομακρυσμένη επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα δυτικά σύνορά της, όπου τα νέα ρεύματα της τέχνης έφταναν με κάποια καθυστέρηση και αφομοιώνονταν με τρόπο πολύ ιδιαίτερο, επηρεασμένο από τις εγχώριες παραδόσεις. Ως περιοχή δεν αποτέλεσε μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο, έως την υστεροβυζαντινή περίοδο οπότε με την ίδρυση του Ανεξάρτητου Κράτους έχουμε και μια άνθιση και ακμή των τεχνών.

    Κατά την επόμενη μεταβυζαντινή περίοδο, η Ήπειρος, περιλαμβάνοντας και τμήματα της σύγχρονης Αλβανίας, συγκρότησε μία επαρχία εξαρτώμενη εκκλησιαστικά από την Αυτοκέφαλη Επισκοπή της Αχρίδας αλλά ταυτόχρονα με ισχυρούς δεσμούς και σχέσεις με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αντίθετα με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, η Ήπειρος, με κέντρο την πόλη των Ιωαννίνων, ευνοήθηκε από τους κατακτητές με την παραχώρηση προνομίων και ελευθεριών.

    Πιο συγκεκριμένα, τα Γιάννενα απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια που βοήθησαν στην αναγέννηση και επανάκαμψη του εμπορίου, διευκόλυναν και πολλαπλασίασαν τις επαφές με τη δύση και ιδιαίτερα με τη Βενετία και συντέλεσαν στην ανάπτυξη μιας ισχυρής κοινωνικά και οικονομικά ελληνικής τάξης, με πυρήνα μέλη αριστοκρατικών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης, συμβάλλοντας έτσι στην επιβίωση και προώθηση και της μεταβυζαντινής τέχνης.

    Αξιοσημείωτη είναι μια ιδιαίτερη τεχνοτροπία, που εμφανίζεται κατά τον 16ο αι., με πολλά δυτικά στοιχεία και ελάχιστους περιορισμούς από τα μεγάλα μοναστικά κέντρα, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για σχολή. Η ιδιοφυΐα του Φράγκου Κατελάνου και άλλων συγχρόνων του καλλιτεχνών έφτασαν την τέχνη αυτή στο απόγειο της, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο εκλεπτυσμένες της μεταβυζαντινής περιόδου. Τέλος, σημαντικές είναι και οι καλλιτεχνικές σχέσεις και ανταλλαγές με τις αντίστοιχες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας και της Θεσσαλίας.

    Ένα από τα σημαντικότερα και μοναδικότερα ζωγραφικά σύνολα της μεταβυζαντινής τέχνης βρίσκεται στο Νησί των Ιωαννίνων. Στην περιορισμένη του έκταση είναι διασκορπισμένες οκτώ μονές, με πλούσιο και σε ορισμένες περιπτώσεις μοναδικό στο είδος του διάκοσμο. Αν και οι απαρχές του μοναστικού βίου χάνονται μέσα στη βυζαντινή ιστορία, η πρώτη ιστορικά τεκμηριωμένη μαρτυρία για την έναρξη εγκατάστασης στο Νησί είναι το έτος 1292, οπότε και ιδρύεται ή ανακαινίζεται η μονή Φιλανθρωπηνών, η οποία μαζί με τη γειτονική μονή Στρατηγοπούλου αποτελούν από τα κορυφαία δημιουργήματα της τέχνης του 16ου αι., φανερώνοντας τις τάσεις της και ανοίγοντας νέους δρόμους. Συνολικά, τα μνημεία του Νησιού προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την οικονομική και πνευματική ζωή του τόπου, μετά την οθωμανική κατάκτηση, αλλά και στοιχεία για τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στην Ήπειρο, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες που τα περισσότερα μνημεία έχουν χαθεί.

Στη δυτική πλευρά της μικρής Νήσου της λίμνης Παμβώτιδος, κοντά στον οικισμό και δίπλα στο γραφικό μονοπάτι που οδηγεί στη γειτονική μονή Ντίλιου ή Στρατηγοπούλου, ορθώνεται, επάνω σε ένα χαμηλό ύψωμα, η μονή του Αγ. Νικολάου των Φιλανθρωπηνών ή του Σπανού. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη, αρχαιότερη και σημαντικότερη μονή από τις οκτώ του Νησιού, αφιερωμένη στον Αγ. Νικόλαο Αρχιεπίσκοπο Μυρέων της Λυκίας και ένα από τα εξέχοντα μνημεία της ΒΔ Ελλάδος. Όπως μαρτυρά και η επωνυμία της είναι κτητορική της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας των Φιλανθρωπηνών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο μετά την άλωση της Κων/πολης από τους Σταυροφόρους και διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα θρησκευτικά και πολιτικά πράγματα των Ιωαννίνων για περίπου τρεις αιώνες (13ος – 16ος ), οπότε και τοποθετείται και η κυρίως ιστορία και η ακμή της μονής.

     Εκτός από τις ποικίλες μαρτυρίες, αρχαιολογικές και φιλολογικές, στο καθολικό της μονής σώζονται και έντεκα επιγραφές, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία της. Πρόκειται για 3 κτητορικές, 5 επιτύμβιες μελών του οίκου των Φιλανθρωπηνών που συνδέονται με τη μονή και 3 μεσιτείες του Αγ. Νικολάου και της Παναγίας στον Χριστό υπέρ των Φιλανθρωπηνών. Έτσι με βάση την πρώτη, ευρισκόμενη δυτικά, στο υπέρθυρο της εισόδου του κυρίως ναού, πληροφορούμαστε ότι κατά το έτος 1291/92 ο Μιχαήλ Φιλανθρωπηνός ιερέας και οικονόμος της Μητρόπολης των Ιωαννίνων και αργότερα υποψήφιος του μητροπολιτικού θρόνου ανακαίνισε τον ναό, ο οποίος θα είχε οικοδομηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Βέβαια, το ρήμα  ἀνεκαινίσθη της επιγραφής ίσως εννοεί και την ανοικοδόμηση ενός νέου, μεγαλύτερου ναού στη θέση κάποιου προγενέστερου ναυδρίου, σύμφωνα με διάφορες απόψεις. Στη συνέχεια, η ίδια επιγραφή αναφέρει ότι το έτος 1542, ο ναός ανακαινίζεται και πάλι με την προσθήκη θόλου και ιστορείται με δαπάνες του ιερομονάχου Ιωάσαφ Φιλανθρωπηνού.

   Οι δυο επόμενες κτητορικές επιγραφές, η πρώτη ευρισκόμενη στη νότια θύρα του νάρθηκα – λιτής και η δεύτερη στον βόρειο εξωνάρθηκα επάνω από τη θύρα επικοινωνίας με τη λιτή διασώζουν τα στοιχεία ότι το έτος 1560, με δαπάνες και πάλι του Ιωάσαφ Φιλανθρωπηνού, προστίθενται οι τρεις ‘’εξαρτικοί’’, δηλαδή οι τρεις θολοσκεπείς εξωνάρθηκες και παράλληλα ιστορούνται. Οι επιγραφές δίνουν πλήρη χρονολογικά στοιχεία και πιθανότατα θα ανέφεραν και τα ονόματα των ζωγράφων, όπως ήταν σύνηθες, σε τμήματα που σήμερα έχουν χαθεί.

     Εκτός από τις παραπάνω ανακαινίσεις και εργασίες είναι βέβαιο σήμερα στην έρευνα ότι στον ναό είχαν γίνει κάποιες μικροεπισκευές της τοιχοδομίας και κατά το έτος 1530, επί ιερομονάχου Νεοφύτου, οπότε και ιστορήθηκε το καθολικό στο σύνολό του έως το επίπεδο έναρξης της ξύλινης στέγης. Η συγκεκριμένη άποψη προκύπτει από τη μελέτη της τοιχοδομίας, των διαφορών στις τοιχογραφίες των τοίχων και της καμάρας του καθολικού και από την προσεκτικότερη ανάλυση της πρώτης κτητορικής επιγραφής. Εκεί, γίνεται προσπάθεια σύνδεσης του έργου του Ιωάσαφ Φιλανθρωπηνού με τον ονομαστό πρόγονο του Μιχαήλ, παραλείποντας τις τυχόν ενδιάμεσες εργασίες και δωρεές από άλλους. Πιθανότατα, η επιγραφή αντιγράφει εν μέρει, ως προς την αναφορά στο έργο του Μιχαήλ, μια προγενέστερη, την οποία και αντικατέστησε και όπου θα μνημονεύονταν και οι εργασίες του 1530. Γενικά, στο καθολικό, με βάση τις επιγραφές, είναι έκδηλη η προσπάθεια προβολής του έργου του Ιωάσαφ Φιλανθρωπηνού.

    Αναφορικά με την αρχιτεκτονική της μονής, παρατηρούμε ότι τα οικοδομήματα περικλείονται σε έναν τετράπλευρο ακανόνιστο χώρο. Στα ΒΔ βρίσκεται το καθολικό, το οποίο οικοδομήθηκε το 1291/92 ή λίγο πρωτύτερα ως μια μονόχωρη ξυλόστεγη βασιλική, κτισμένη με μικρούς αργούς λίθους και σποραδικά ακανόνιστα τμήματα κεράμων. Επί Νεοφύτου, το 1530, κάποια τμήματα τοίχων επισκευάζονται, διατηρώντας την ίδια τοιχοδομία. Με τη μεγάλη ανακαίνιση του 1542, οι τοίχοι υψώνονται, προκειμένου για την καλύτερη στήριξη της λίθινης ημικυλινδρικής καμάρας που προστέθηκε, αντικαθιστώντας την ξύλινη στέγη. Η επέμβαση στους τοίχους φαίνεται ξεκάθαρα στην εξωτερική ανατολική πλευρά, συγκρίνοντας το επίπεδο του παλαιότερου με το μεταγενέστερο αέτωμα, ενώ και οι τοιχογραφίες υπέστησαν ζημιές στα σημεία αποκοπής των τοίχων. Αυτές επικαλύφθηκαν και επιδιορθώθηκαν πρόχειρα από το συνεργείο που διακόσμησε το θόλο.

   Στη δυτική πλευρά του καθολικού είναι προσαρτημένος και ένας ευρύχωρος νάρθηκας λιτή, ο οποίος δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα  εάν προϋπήρχε ως ξυλόστεγος και το 1542 στεγάστηκε με ημικυλινδρική καμάρα, όπως και ο κυρίως ναός ή εάν οικοδομήθηκε τότε. Στην ανατολική πλευρά του κυρίως ναού, η αψίδα διαμορφώνεται εσωτερικά, ενώ εξωτερικά εγγράφεται στο πάχος του ανατολικού τοίχου και δεν είναι ορατή, φαινόμενο σύνηθες στους ναούς της Ηπείρου τον 16ο αι.

    Το 1560, με βάση επιγραφή, προστίθενται στις 3 πλευρές του καθολικού 3 ‘’εξαρτικοί’’, δηλαδή τρεις εξωνάρθηκες, ασύμμετροι, περιβάλλοντας σε σχήμα Π τον κυρίως ναό και τον νάρθηκα, λειτουργώντας ως αντερείσματά τους και δίνοντας στο οικοδόμημα τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος. Οι εξωνάρθηκες καλύπτονται με τεταρτοσφαίρια, όπως ο κυρίως ναός και η λιτή, εκτός από τον δυτικό που φέρει ημικυλινδρική καμάρα. Το συγκεκριμένο σύστημα στέγασης, αν και ιδιαίτερο, απαντά και σε άλλα μνημεία της Ηπείρου, ενώ η προσθήκη εξωναρθήκων αποτελεί εξέλιξη ενός παλαιότερου αρχιτεκτονικού τύπου της ‘’μακεδονικής σχολής’’, όπου το κυρίως οικοδόμημα περιβαλλόταν από ανοιχτές στοές. Αυτές αρχικά χρησίμευαν ως υπόστεγα, ενώ σιγά σιγά τειχίστηκαν και πήραν τη μορφή ναρθήκων. Εξωτερικά, οι τοίχοι είναι συμπαγείς και ακόσμητοι, με λίγα μικρά ανοίγματα, δίνοντας βαριές αναλογίες στο οικοδόμημα,  μετριαζόμενες κάπως από τις βαθμιδωτές στέγες και τη μοναδική σήμερα είσοδο στα νότια, καλυπτόμενη από μικρό θολοσκέπαστο πρόπυλο.

    Εκτός από το καθολικό, στον χώρο της μονής σώζονται και η ερειπωμένη καμαροσκέπαστη τράπεζα, το διώροφο κτήριο των κελλιών, ερείπια ενός άλλου κτηρίου στην ανατολική πλευρά, το κοιμητήριο και ο περίβολος. Όλα τα οικοδομήματα είναι μεταγενέστερα του καθολικού και όπως και αυτό έχουν υποστεί διάφορες επισκευές και ανακαινίσεις.

    Στη μονή Φιλανθρωπηνών, η παράδοση αποδίδει την ύπαρξη σχολής – εκπαιδευτηρίου, αναγόμενοστον 14ο αι. Η συγκεκριμένη σχολή θεωρείται ως το πρώτο ελληνικό σχολείο της περιοχής. Από αυτό αποφοίτησαν σημαντικές προσωπικότητες. Διατηρήθηκε έως τον 18ο αι., με δαπάνες και φροντίδα της οικογένειας των Φιλανθρωπηνών, εξέχοντα μέλη της οποίας υπήρξαν και διδάσκαλοι και άλλων σημαντικών αντρών όπως του Σπανού. Η ύπαρξή της δεν αποδεικνύεται επιστημονικά, ενισχύεται όμως από τις πληροφορίες για την πλούσια βιβλιοθήκη της μονής.  Ανάμεσα στα διάφορα χειρόγραφα περιλαμβανόταν και ο περίφημος ‘’Κουβαράς’’, ένας κώδικας με χρονικά της Ηπείρου και ενθυμήσεις, γραμμένος τον 14ο – 15ο αι., πουχάθηκε στην μεγάλη πυρκαγιά των Ιωαννίνων του 1820, αλλά και από την τοιχογραφία των 7 φιλοσόφων στον νότιο εξωνάρθηκα, ένδειξη ύπαρξηςχώρου εκτίμησης της κλασικής παιδείας. Οι πληροφορίες για την ύπαρξη ‘’κρυφού σχολειού’’ θα πρέπει να αναχθούν στη σφαίρα του μύθου.

Τέλος, στη μονή και πιο συγκεκριμένα η ειδικά διαμορφωμένη κόγχη στον νάρθηκα με τους 5 Φιλανθρωπηνούς θα πρέπει να αποτέλεσε σημείο ταφής εξεχόντων μελών της οικογένειας, όπως αποδεικνύεται από το σύνολο του εικονογραφικού προγράμματος που αποκαλύπτει ταφική χρήση του χώρου.