Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Αφιέρωμα: Σύντομη ιστορική αναδρομή του Κάστρου των Ιωαννίνων (Β μέρος)

 Της  Κωνσταντίνας Ζήδρου –  Αρχαιολόγος

Σύντομη ιστορική αναδρομή του Κάστρου των Ιωαννίνων

Β΄ Μέρος

Διαβάστε ΕΔΩ το Α μέρος

Την περίοδο του Μιχαήλ Α΄ Δούκα (1170 – 1215), το κάστρο των Ιωαννίνων εξέλαβε τη μεγαλοπρεπή μορφή που θα το ακολουθήσει καθ’ όλη την υπόλοιπη βυζαντινή περίοδο, με τις απαραίτητες βέβαια αλλαγές, επιδιορθώσεις και ενισχύσεις. Οι σημαντικότερες παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν από τον Μιχαήλ Β΄ Δούκα, τον Θωμά Άγγελο και κυρίως τον Θωμά Πρελούμπο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνεχιζόμενες αλβανικές επιδρομές.

Εικ. 1 Άποψη του υστεροβυζαντινού πύργου της ΒΑ ακρόπολης του Κάστρου των Ιωαννίνων

Πιο συγκεκριμένα, το 1348, με την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ηπείρου από τον Σέρβο Στέφανο Δουσάν και την προσάρτησή της στην αυτοκρατορία του, στον θρόνο του Δεσποτάτου ανεβαίνει ο ετεροθαλής  αδελφός του Συμεών Ούρος ή Ούρεσης Παλαιολόγος. Στο εξής, οι Δεσπότες της Ηπείρου θα είναι ξένοι ηγεμόνες που συνδέονται μόνο μέσω επιγαμιών με βυζαντινές οικογένειες, ενώ και η περιοχή θα χαθεί, οριστικά, για την Αυτοκρατορία. Τα Γιάννενα τώρα, σύμφωνα με κάποιες πηγές, κατακτήθηκαν από τους Σέρβους το 1346. Δεν αποκλείεται ωστόσο και η εκούσια παράδοση του κάστρου και κατ’ επέκταση της πόλεως ύστερα από  συμφωνία,  προκειμένου  να  διατηρήσει ή και να αυξήσει τα προνόμια της, όπως συνέβη και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Παράλληλα με τους Σέρβους, κατεβαίνουν προς τον νότο και εγκαθίστανται και οι Αλβανοί, υπό την ανοχή και διευκόλυνση των πρώτων. Ο Συμεών, όταν εγκατέλειψε για λίγο την Ήπειρο, μετά τον θάνατο του αδελφού του Δουσάν το 1355, για να γυρίσει στην Σερβία και να διεκδικήσει, ανεπιτυχώς, τον θρόνο, έδωσε την ευκαιρία στον νόμιμο διάδοχο Νικηφόρο Β΄ Ορσίνι να επιστρέψει και να αναλάβει τη διακυβέρνηση της αποδεκατισμένης και ερειπωμένης Ηπείρου και Θεσσαλίας από το 1356 έως το 1359, μαχόμενος, συνεχώς, κατά των Αλβανών. Μάλιστα, σε μία τέτοια μάχη σκοτώθηκε τελικά, αφήνοντας το Δεσποτάτο και πάλι ακυβέρνητο.

Αμέσως, επανεμφανίζεται ο Συμεών Ούρεσης και τάχιστα καταφέρνει να κυριαρχήσει,  απόλυτα, στην επικράτεια του Νικηφόρου Β΄. Ειδικά στα Γιάννενα και  στην Άρτα έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, καθώς θεωρήθηκε πολύτιμη μονάδα στον συνεχιζόμενο πόλεμο κατά των Αλβανών ή και επειδή κάθε εναλλαγή κυβερνήτη σήμαινε σειρά προνομίων και δώρων για την πόλη. Γρήγορα όμως, εγκατέλειψε και πάλι την Ήπειρο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία, εξαιτίας της άμεσης αλβανικής απειλής, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά έτσι την ήττα του. Στο εξής, μόνο τα Ιωάννινα με τη γύρω περιοχή και η Θεσπρωτία παρέμειναν υπό την εξουσία του, ενώ τα υπόλοιπα εδάφη του Δεσποτάτου και η Άρτα χωρίστηκαν σε δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους δεσποτάτα, υπό αλβανική διοίκηση αλλά με την επικυριαρχία του Συμεών. Το παραπάνω γεγονός οδήγησε πολλούς ευγενείς Ηπειρώτες, ιδίως από την περιοχή της Βαγενετίας, στα ασφαλή ακόμη και ανεξάρτητα Γιάννενα. Έτσι, η ήδη πανίσχυρη αριστοκρατία αυξήθηκε επιπλέον. Παράλληλα, το κάστρο αποτέλεσε τον πυρήνα του εναπομείναντος σε ελληνικά χέρια Δεσποτάτου.Μάλιστα από την έναρξη της σερβοκρατίας και ακολούθως η ιστορία των Ιωαννίνων περιγράφεται πιο λεπτομερειακά, καθώς ξεκινά η αφήγηση του Χρονικού των Ιωαννίνων το οποίο θα διαδεχθεί το έμμετρο Χρονικό των Τόκκων.

Εικ. 2 Άποψη του τείχους της ΝΑ ακρόπολης ή Ίτς Καλέ της περιόδου του Αλή πασά

Στη συνέχεια, οι Αλβανοί εμφανίζονται όλο και πιο επιθετικοί, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από τα Γιάννενα. Οι κάτοικοι της πόλης, αρνούμενοι να συμβιβαστούν και να υποκύψουν και φοβούμενοι την προσάρτηση σε κάποιο από τα αλβανικά δεσποτάτα, ζήτησαν τη συνδρομή του Συμεών Ούρεση. Εκείνος απέστειλε τον γαμβρό του Θωμά Πρελούμπο, σύζυγο της κόρης του Μαρίας Αγγελίνας και γιο του Γρηγορίου Πρελούμπου,μαζί με την ίδια και στρατό, τους οποίους και υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Ο  Θωμάς  Πρελούμπος,  σύμφωνα  με  το  Χρονικό  των  Ιωαννίνων, κυβέρνησε τυραννικά από το 1367 έως το 1384.Ίσως όμως όχι τόσο τυραννικά όσο περιγράφει τη διακυβέρνησή του η συγκεκριμένη πηγή . Αμέσως,  ανέλαβε δράση κατά των Αλβανών, οι οποίοι, υπό την ηγεσία των δεσποτών τους, πολιορκούσαν συνεχώς τα Ιωάννινα από το 1367 έως το 1370.Παράλληλα, πήρε σειρά σκληρών μέτρων, κυρίως οικονομικών, εναντίον των αρχόντων. Επέβαλλε πολλούς Σέρβους στη διοίκηση.  Αναμίχθηκε  ενεργά  και  δραστικά στα εκκλησιαστικά πράγματα, εξορίζοντας τον μητροπολίτη. Οικειοποιήθηκε την περιουσία της Μητρόπολης. Και γενικά δε σεβάστηκε τα κατοχυρωμένα προνόμια των κατοίκων. Ωστόσο, η σκληρή πολιτική του, αν και τον έκανε μισητό στους κατοίκους, ήταν εν μέρει δικαιολογημένη, καθώς έπρεπε να χρηματοδοτεί τους αλλεπάλληλους πολέμους με τους Αλβανούς.

Ως αποτέλεσμα, τόσο μέσω των επιχειρήσεων και των αποτελεσμάτων τους όσο και μέσω επιγαμιών, κατόρθωσε να σώσει πολλές φορές την πόλη, να ελέγχει περιστασιακά και μερικώς, τους Αλβανούς που κατοικούσαν στις γύρω θέσεις αλλά και να ειρηνεύσει την περιοχή από το 1370 έως το 1374. Βέβαια, οι αλβανικές επιθέσεις επαναλήφθηκαν αγριότερες από το 1375, με διαφορετικούς αρχηγούς και λίγο έλειψε το 1379 να κυριεύσουν οι Μαλακασαίοι την πόλη των Ιωαννίνων, όταν και πέτυχαν να εισέλθουν στον Πάνω Γουλά του κάστρου, χωρίς όμως επιτυχία. Τότε, ο Δεσπότης Θωμάς, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, αναζήτησε βοήθεια στους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν ήδη εδραιωθεί από το 1371 στον ελλαδικό χώρο και τώρα αύξησαν τις απαιτήσεις τους. Μάλιστα, το 1380, κατέλαβαν ορισμένα φρούρια γύρω από τα Γιάννενα, αποκλείοντας τους Αλβανούς, ενώ τους επέφεραν και νέα καταλυτικά πλήγματα το 1382. Γενικά, η συνδρομή των Οθωμανών υπήρξε πολύτιμη στην απόκρουση των Αλβανών, στην επανάκτηση και άλλων Ηπειρωτικών εδαφών και στον έλεγχο των διόδων προς Βαγενετία, με αρνητικό ωστόσο αποτέλεσμα την παγίωσή τους στην περιοχή και την ανάμιξή τους στο εξής στις υποθέσεις της. Γρήγορα όμως,  ο ηγεμόνας των Ιωαννίνων αντιλήφθηκε τα επεκτατικά σχέδια και τις φιλοδοξίες τους και  στράφηκε,  όπως  και  ο  αντίστοιχος  ηγεμόνας  της Θεσσαλίας, στον Αυτοκράτορα Θεσσαλονίκης Μανουήλ Β΄. Ο τελευταίος απέδωσε στον Θωμά Πρελούμπο τον τίτλο του Δεσπότη και τα διακριτικά του, αναγνωρίζοντας την αρχή του. Η απέχθεια, όμως, του λαού του για το πρόσωπο του Δεσπότη οδήγησε, σύμφωνα με το Χρονικό των Ιωαννίνων, στην δολοφονία του από τους σωματοφύλακές του, τον Δεκέμβριο του 1384.

Εικ. 3 Οι κήποι του σαραγιού του Αλή πασά στο εσωτερικό της ΝΑ ακρόπολης

            Βέβαια, όλες οι παραπάνω αλλαγές και παρεμβάσεις δε μετέβαλαν ούτε τροποποίησαν το αρχικό σχέδιο της περιόδου του Μιχαήλ Α΄ Δούκα. Έτσι, η μορφή που πήρε το κάστρο στις αρχές του 13ου αι. θα το ακολουθήσει, αμετάβλητη, έως την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς τον Οκτώβριο του 1430. Ωστόσο, το κάστρο και κατ’ επέκταση η βυζαντινή πόλη των Ιωαννίνων θα βιώσει μία ταραγμένη ιστορική διαδρομή κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος – 15ος αι.) αλλά και θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην πορεία και την εξέλιξη του Δεσποτάτου.

            Η επόμενη περίοδος της οθωμανοκρατίας αρχίζει ομαλά για τα Γιάννενα, χωρίς βιαιότητες και συγκρούσεις, με την εθελοντική παράδοση της πόλης και την εξασφάλιση ενός ειδικού ευνοϊκού καθεστώτος, μέσα στην αχανή και ραγδαία αναπτυσσόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, ύστερα από την παραχώρηση του ορισμού του Σινάν πασά. Έτσι φαινομενικά, εφόσον δεν υπήρξαν συγκρούσεις, ούτε το κάστρο υπέστη καταστροφές ή καταλυτικές αλλοιώσεις της μορφής του. Αντίθετα, συνέχισε, ακάθεκτο, την ιστορική του διαδρομή με τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και την περίοδο του Δεσποτάτου, με τους χριστιανούς δηλαδή να εξακολουθούν να διαμένουν στο εσωτερικό του και τους κατακτητές να εγκαθίστανται γύρω από αυτό. Βέβαια, η εκούσια παράδοσή του δε συνεπάγεται ότι παρέμεινε άθικτο στην κατοχή των χριστιανών. Οπωσδήποτε, κυριεύτηκε, αφοπλίστηκε και αχρηστεύτηκε αμυντικά. Ίσως μάλιστα να έγιναν και κάποιες κατεδαφίσεις σε τμήματα των τειχών, πύλες, πύργους, συμβολικά, χωρίς όμως να αλλάξουν την προϋπάρχουσα μορφή του. Η σημαντική αλλαγή έγκειται στη μετατροπή του από μία αυτόνομη πόλη σε μία απλή συνοικία του διευρυμένου αστικού ιστού, με τον περίβολο να διαδραματίζει πλέον διακοσμητικό ρόλο.

            Η εικόνα του κάστρου και η σχέση του με την πόλη δε θα μεταβληθεί ούτε κατά τον 16ο αι. Πιθανότατα, ο περίβολος συντηρούνταν και επισκευάζονταν τμηματικά από τους χριστιανούς κατοίκους του, όπως και τα υπόλοιπα οικοδομήματα στο εσωτερικό του. Με το πέρασμα όμως στον 17ο αι., έχουμε έναν σημαντικό ιστορικό σταθμό, το αποτυχημένο  επαναστατικό κίνημα του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου στις 11 Σεπτεμβρίου 1611. Τα αντίποινα των κατακτητών υπήρξαν ιδιαίτερα σκληρά για την πόλη. Αναφορικά με το κάστρο, πυρπολήθηκαν και κατεδαφίστηκαν όλα τα βυζαντινά δημόσια οικοδομήματα και οι ναοί για να αντικατασταθούν από αντίστοιχα οθωμανικά και τζαμιά. Έτσι, χάθηκαν, οριστικά, τα ίχνη τους. Με διαταγή της Υψηλής Πύλης, εκδιώχτηκαν και οι χριστιανοί από το εσωτερικό του για να εγκατασταθούν πλέον Οθωμανοί και κάποιοι Εβραίοι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, οι οποίοι θα παραμείνουν μέχρι την απελευθέρωση. Από τις καταστροφές και τα αντίποινα εξαιρέθηκαν και πάλι τα βυζαντινά τείχη, που διατηρήθηκαν ανέπαφα για να τα χαρακτηρίσει λίγα χρόνια αργότερα ο Εβλιά Τσελεμπή ως ισχυρά κα καλοφτιαγμένα αλλά τμηματικά μαυρισμένα και ραγισμένα. Επομένως, ο περίβολος ούτε κατά τον 17ο αι. δεν υπέστη σημαντικές καταστροφές αλλά ούτε είχε επισκευαστεί. Αντίθετα, είχε αφεθεί στην τύχη του και στη φθορά του χρόνου.

            Ο 18ος αι. αποτελεί για την πόλη μία περίοδο μεγάλης ακμής και γενικότερης ανόδου, ενώ το τέλος του σφραγίζεται από τον επίσημο διορισμό του Αλή Τεπελενλή ως πασά των Ιωαννίνων. Στον φιλόδοξο αυτό κυβερνήτη, ανάμεσα στα άλλα έργα του, του αποδίδεται και μία έντονη οικοδομική δραστηριότητα σε ολόκληρη την επικράτεια με την ανέγερση κυρίως σαραγιών, πύργων, τζαμιών, υδραγωγείων, πανδοχείων και ποικίλων δημοσίων οικοδομημάτων, κυρίως όμως ενός ακμαίου και ισχυρού οχυρωματικού δικτύου, όπου εργάστηκαν πολυάριθμοί αρχιτέκτονες, μηχανικοί και τεχνίτες Ευρωπαίοι και Έλληνες. Βέβαια, η περίοδος του Αλή πασά χαρακτηρίζεται ως σταθμός και για την ιστορία του βυζαντινού κάστρου. Έχοντας λοιπόν ως φιλοδοξία τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, αποφασίζει να αξιοποιήσει τη φυσικά οχυρή χερσόνησο, να κατασκευάσει στο εσωτερικό της το σαράι του και να το οχυρώσει με ισχυρό περίβολο. Έτσι, συνολικά, ο Αλή πασάς ανήγειρε έναν νέο περίβολο περιμετρικά της χερσονήσου, αφού κατεδάφισε τον προϋπάρχοντα βυζαντινό και ενσωμάτωσε τα καλύτερα διατηρημένα τμήματά του στον νέο. Ανοικοδόμησε το σαράι του, με πλήθος βοηθητικών χώρων, στη ΝΑ ακρόπολη και την τείχισε ισχυρά, με ανεξάρτητο τείχος, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος των προγενέστερων περιόδων.

Πιθανότατα, έως το 1812 θα είχε αποπερατωθεί ένα μεγάλο μέρος της δυτικής χερσαίας πλευράς. Τότε, χαράχθηκε και η σχετική χρονολογία στα τείχη. Δύο ακόμη επιγραφές, σε λίθινες πλάκες, στη νότια πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό του Ίτς Καλέ και μία ενθύμηση παραδίδουν τη χρονολογία 1815, οπότε και θα ολοκληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των τειχών του εξωτερικού περιβόλου, όπως και ο αντίστοιχος του Ίτς Καλέ, καθώς και τα κτήρια στο εσωτερικό του. Επομένως, το οθωμανικό κάστρο ανάγεται, χρονικά, στο α΄ τέταρτο του 19ου αι. με βάση τις πηγές και την κατασκευή. Τον νέο αυτό περίβολο ο Αλή πασάς τον κατέστησε οχυρότερο με την ανακατασκευή, προσαρμογή και διαπλάτυνση της ήδη υπάρχουσας βυζαντινή τάφρου, από τον Μώλο έως τη Σκάλα, γεμάτη με τα νερά της λίμνης, με πλάτος 7 – 10μ., όπως και με άλλες κατασκευές και έργα π.χ. προμαχώνας στα Λιθαρίτσια. Κατά συνέπεια, η περίοδος το Αλή πασά σηματοδοτεί το τέλος της μακράς πορείας του βυζαντινού κάστρου και την έναρξη της οθωμανικής του φάσης, με την οποία σώζεται μέχρι σήμερα, με τα ελάχιστα βυζαντινά τμήματα. Έκτοτε και μέχρι την απελευθέρωση, το κάστρο γνώρισε και άλλες φθορές, κυρίως κατά τη δίχρονη πολιορκία της πόλης από τα σουλτανικά στρατεύματα (1820 – 22) αλλά και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Βέβαια, έτυχε ιδιαίτερης φροντίδας και επισκευών από τους μετέπειτα πασάδες, όπως μαρτυρούν και τρεις επιγραφές. Τέλος, από τη δεκαετία του 60 και έπειτα, με την ίδρυση της Εφορείας Αρχαιοτήτων, επισκευάζεται, μελετάται και συντηρείται συστηματικά, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες.