Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Αφιέρωμα: Από τη σχολική ζωή της Βέλλιανης

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΒΕΛΛΙΑΝΗΣ

Κύριε, Επιθεωρητή

 Μετά το 1950 από τον αμμοστρωμένο δημόσιο δρόμο Παραμυθιάς – Γλυκής και αντίστροφα περνούσαν ημερησίως τέσσερα λεωφορεία[1] του ΚΤΕΛ Θεσπρωτίας, τα οποία σταματούσαν στη στάση της Βέλλιανης περίπου τις ώρες :  

Το πρώτο στις 08.00 π.μ. για Παραμυθιά.

Το δεύτερο στις 11.00  π.μ. για Γλυκή.

Το τρίτο στις 13.00 μ.μ. για Παραμυθιά.

Και το τέταρτο στις 18.00 μ.μ. για Γλυκή.

Τα λεωφορεία αυτά, όταν είχαν να κατεβάσουν ή να πάρουν επιβάτες, σταματούσαν στη στάση[2] της Βέλλιανης, δηλαδή στο μέρος που ο κεντρικός  της δρόμος συναντούσε το δημόσιο (E55). Πολλές φορές όμως, αν και περίμεναν επιβάτες, δε σταματούσαν, επειδή ήταν υπερπλήρη. Στην Παραμυθιά υπήρχαν τρία ή τέσσερα ταξί, τα οποία εξυπηρετούσαν την πόλη της Παραμυθιάς κι όλη τη γύρω μεγάλη περιοχή κι όχι  μόνο για τις κοντινές αποστάσεις, αλλά και για τις μακρινές, κυρίως για τα Γιάννενα. Για το λόγο αυτό, ήταν ημέρες που ορισμένες ώρες δεν ήταν σταθμευμένο κανένα ταξί στην πιάτσα της Παραμυθιάς. Επίσης υπήρχαν ανά  ένα ταξί στη Μενίνα (σήμερα Νεράιδα), στη Δράγανη ( σήμερα Αμπελιά) και στο Γαρδίκι. Ιδιωτικά δε αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, εκτός από την πράσινη ΒΜW  του γιατρού Καλαμπάκα. Τα δίκυκλα που κυκλοφορούσαν, ήταν τα μηχανάκια, κυρίως μάρκας Floreta  ή Honda. Τα ποδήλατα δεν είχαν πέραση, γιατί δεν ευνοούσε η μορφή του δρόμου. Και το πρώτο ποδήλατο στο χωριό το έφερε ο Γκέλη Νικόλας (Γεωργίου), ενώ το δεύτερο ο Κώστας Φιλίππου ( αργότερα π. Κώστας), το οποίο στη συνέχεια αντικατέστησε με μηχανάκι.

Την εποχή αυτή το πρώην στρατιωτικό αεροδρόμιο της Παραμυθιάς είχε διανεμηθεί στους Βελλιανίτες και το θέρος ολόκληρες οικογένειες μαζί με τα μωρά τους και τα άλλα παιδιά εργάζονταν από το πρωί ως το βράδυ στον κάμπο. Επειδή τη χρονιά αυτή η σοδειά  κυρίως σε σιτάρι και βρώμη ήταν πολύ μεγάλη, οι εργάτες του χωριού δεν επαρκούσαν. Κι όποιος χρειαζόταν εργατικά χέρια, έφερνε από την Παραμυθιά ή τα γύρω χωριά. Κι οι Παραμυθιώτισσες εργάτριες κοπέλες στο πήγαινε έλα φορούσαν τα καλά τους ρούχα. Ενώ, μόλις έφταναν στο χωράφι, προτού αρχίσουν την εργασία, τα έβγαζαν κι έβαζαν της δουλειάς, φορώντας στο κεφάλι μεγάλο  ψάθινο καπέλο, για να μην τις μαυρίσει ο ήλιος. 

« Φοράν τα καλά τους στο δρόμο… », είπε ο πατέρας, χωρίς να τελειώσει τη φράση του.

Τα παιδιά, όταν έβλεπαν να περνάει στο δρόμο κανένα φορτηγό αυτοκίνητο, έτρεχαν για να το δουν. Και επειδή στο διάβα του υπήρχαν λακκούβες και πήγαινε σιγά, πιάνονταν πολλές φορές από το πίσω μέρος κι έτρεχαν μερικά μέτρα μαζί του, ενώ οι μανάδες ανήσυχες φώναζαν, γιατί φοβούνταν μήπως σταματήσει απότομα και τα πατήσει.

Μια μέρα του Μάη, ώρα έντεκα, το λεωφορείο, που είχε ξεκινήσει από την Ηγουμενίτσα και πήγαινε για τη Γλυκή, σταμάτησε στη στάση του χωριού. Οι χωριανοί που δούλευαν εκεί κοντά κοίταξαν μήπως κατέβηκε κανένας ξενιτεμένος χωριανός[3], γιατί τότε σπάνια ταξίδευαν οι ντόπιοι με λεωφορείο. Όταν όμως είδαν ότι κατέβηκε ένας κύριος με καπέλο, κοιλίτσα και τσάντα, συνέχισαν τη δουλειά τους, λέγοντας :

« Σίγουρα θα είναι κανένας εφοριακός. Το κράτος έχει ανάγκη από λεφτά κι ήρθε να μαζέψει ».

Ο ξένος σιγά σιγά αναχώρησε για το χωριό. Κι όταν έφτασε στο πρώτο σταυροδρόμι, εδώ δεξιά ο δρόμος πηγαίνει για τους Παπαφωταίους και το Προδρόμι, σταμάτησε. Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά και σαν είδε στο διπλανό χωράφι έναν μεσήλικα[4]  που σκάλιζε, τον πλησίασε και τον ρώτησε :

–   Από πού πάνε για το κέντρο του χωριού;

–   Ποιος είσαι του λόγου σου;

–   Είμαι ο Επιθεωρητής[5] των δημοτικών σχολείων.

–   Ποιος είσαι;

–   Θέλω να επισκεφτώ το δάσκαλο.

 –    Α… είσαι ο Επιθεωρητής και θέλεις να επιθεωρήσεις το δάσκαλο. Ο δάσκαλός μας είναι πολύ καλός. Μαθαίνει τα παιδιά πολλά γράμματα και δεν τα δέρνει. Στάκα, θα σε πάω εγώ μέχρι εκεί. Δεν είναι μακριά από εδώ, αλλά, αν πας μόνος σου, ίσως μπερδευτείς.

 Αφήνοντας το τσαπί του όρθιο, πλησίασε τον Επιθεωρητή και, αφού τού έδωσε το χέρι, συνέχισε :

–   Καλωσόρισες στο χωριό μας. Για να μην ξέρεις το δρόμο για το σχολείο, πρώτη φορά θα έρχεσαι εδώ.

–    Είναι αλήθεια ότι εδώ έρχομαι για πρώτη φορά. Το χωριό σας όμως το ξέρω από τα βιβλία.

–    Απ’ τα βιβλία; Και τι γράφουν τα βιβλία για το χωριό μου;

–    Να, γράφουν ότι στην Βέλλιανη υπήρχε μια αρχαία πόλη[6] με μεγάλο κάστρο και  ένα πλούσιο  μοναστήρι, το μοναστήρι του Αϊ – Γιάννη του Προδρόμου ή της Βέλλιανης. Στον καιρό της Τουρκοκρατίας το χωριό σας  είχε πεντακόσιες οικογένειες και μετά το 1500 πολλοί κάτοικοί της, εξαιτίας των τουρκικών διώξεων,  έφυγαν και πήγαν στους Παξούς και στην Κέρκυρα.  Κι εκεί για να μην ξεχάσουν το χωριό τους, τη Βέλλιανη, πήραν για επίθετο το όνομα  Βελλιανίτης.  Έτσι ονομάζονται ακόμα σήμερα. Στους Παξούς αγόρασαν ένα μικρό νησάκι στο οποίο έκτισαν εκκλησία, την οποία ονόμασαν «  Παναγία των Βελλιανιτών ». Το δε χωριό τους ακόμα σήμερα, το λεν  « Βελλιανιτάτικα »

–   Άι καλά.  Το ότι έφυγαν οι παλιοί Βελλιανίτες στον καιρό της Τουρκοκρατίας και πήγαν στους Παξούς και στην Κέρκυρα το έχω ακούσει κι εγώ απ ’τον πατέρα μου. Δεν είχα ακούσει όμως ότι όσοι ονομάζονται Βελλιανίτες είναι χωριανοί μου.  Ώστε ο Βελλιανίτης, που είναι στην Ηγουμενίτσα Διευθυντής της Γεωργίας, κατάγεται από τη Βέλλιανη;

Ο επιθεωρητής Αρχιμανδρίτης Ιωάννης.
                 (1)  Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του (βλ. π.π.), σελ. 97

                          

–  Ναι, ο Βελλιανίτης κατάγεται από το χωριό σας. Και οι Βελλιανίτες των Παξών και της Κέρκυρας είναι μεγάλη φάρα κι ανέβηκαν πολύ ψηλά.  Έγιναν Υπουργοί[7], στρατηγοί, ναύαρχοι, καθηγητές, δικηγόροι κ.π.ά.

–   Κι εσύ από πού είσαι και τους ξέρεις τόσο καλά τους Βελλιανίτες;

–  Εγώ είμαι  από το Ρωμανό του Σουλίου. Επειδή όμως η γυναίκα μου κατάγεται από τους Παξούς, έζησα  εκεί και τους γνωρίζω.

Μόλις έφτασαν στο σχολείο, τα παιδιά είχαν διάλειμμα και έπαιζαν ποδόσφαιρο μαζί με το δάσκαλο σ’ όλη την αυλή. Κι ο δάσκαλος  όταν είδε τον ξένο, τον αναγνώρισε. Και, πηγαίνοντας κοντά του, αν και ήταν ιδρωμένος,  τον χαιρέτησε, κάπως, φοβισμένα :

–  Δάσκαλε, ο Επιθεωρητής σου. Είναι από το Ρωμανό του Σουλίου, αλλά γνωρίζει όλους τους χωριανούς μας στους Παξούς.

–   Ευχαριστώ πατριώτη για τη συζήτηση και για τον κόπο που έκανες να με συνοδέψεις μέχρι εδώ. Τώρα όμως πρέπει να μείνω με το δάσκαλο, γιατί σε δυο ώρες θα πάρω και πάλι το λεωφορείο για την Ηγουμενίτσα.

–   Εδώ στο σχολείο έχω και τον ανιψιό μου, το Ναπολέοντα Πατσούρα[8]. Μην τον μαλώσεις; είναι καλό παιδί.

–   Καλά, καλά. Θα δω και το Ναπολέοντα και τ’  άλλα παιδιά.

Ο Επιθεωρητής μαζί με το δάσκαλο μπήκαν στην αίθουσα κι η σύζυγός του, η Αλίκη, τους έφτιαξε δυο καφεδάκια. ΄Υστερα ο κύριος βγήκε στην πόρτα κι όλοι οι μαθητές συγκεντρώθηκαν σιωπηλά μπροστά στη σκάλα, όπου τους ψιθύρισε το όνομα του απρόοπτου επισκέπτη, ενώ αυτοί το γνώριζαν, γιατί είχαν ακούσει το θείο του Ναπολέοντα  που του είχε πει :   Δάσκαλε, ο Επιθεωρητής σου…  Γι’ αυτό και οι μαθητές της  Γ΄.   και Δ΄.   Τάξης σιγά, σιγά έλεγαν τους κανόνες της Γραμματικής, επειδή, σύμφωνα με το πρόγραμμα, αμέσως θα έκαναν Γραμματική.

Οι μαθητές ήσυχα, ήσυχα πέρασαν στις θέσεις τους κι άνοιξαν τα βιβλία, ενώ κρυφά, κρυφά έριχναν ματιές στον Επιθεωρητή,  ο οποίος ήταν καθισμένος στο τραπέζι του δάσκαλου κι έγραφε σ’ ένα μεγάλο τετράδιο.   Όταν πέρασε κι ο τελευταίος μαθητής, ο κύριος ψιθύρισε κάτι στον Επιθεωρητή κι ύστερα στράφηκε προς τους μαθητές : 

Σήμερα, παιδιά μου, βρίσκεται ανάμεσά μας ο Επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων της Θεσπρωτίας.  Ήρθε από την Ηγουμενίτσα για να δει πως κάνουμε το μάθημα. Οι Τάξεις Γ΄.  – Δ΄., σύμφωνα με το πρόγραμμα, έχουν Γραμματική, ενώ οι υπόλοιπες να ασχοληθούν με τις σιωπηρές τους εργασίες.

–  Ορίστε, κάποιος να μου πει τι έχουμε Γραμματική;

–   Σήμερα έχουμε Γραμματική για τα αρσενικά ονόματα της  πρώτης κλίσης, που τελειώνουν σε  ης, απάντησε ο Γιάννης, ο πιο καλός μαθητής.

       Ο δάσκαλος άρχισε να ρωτάει τους μαθητές κι οι μαθητές απαντούσαν γρήγορα και σωστά. Είπαν απ’ έξω τις καταλήξεις και τους κανόνες, έκλιναν προφορικά και γραπτά στον πίνακα μερικά ονόματα, συμπλήρωσαν προτάσεις και πήραν και για το σπίτι μερικές ασκήσεις από το βιβλίο της Γραμματικής. 

Ο Βαγγέλης Ντάγκας του Μιχαήλ – Σπυρίδων ήταν το πρώτο του επώνυμο –  υπήρξε μαθητής κατά την επίσκεψη του Επιθεωρητή στο Δημοτικό Σχολείο της Βέλλιανης.  Έξυπνος και επιμελής αποφοίτησε, εργαζόμενος σκληρά, από την Εμπορική Σχολή Αθηνών.  Στη συνέχεια, μετά το πέρας των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, αφού διορίστηκε στην ΄Ενωση Θεσπρωτίας, ανήλθε στο  αξίωμα του   Διευθυντή.  
(2) Η φωτογρ. είναι από το Αρχείο της οικογένειάς του (Ηγουμενίτσα)

Ο Επιθεωρητής όλο αυτό το διάστημα  παρακολουθούσε τους μαθητές και το δάσκαλο και γρήγορα έγραφε στο τετράδιό του. Όταν δε είδε ότι το μάθημα τελείωσε, σηκώθηκε από την καρέκλα, έριξε με τα μεγάλα του μάτια ένα βλέμμα σε όλη την αίθουσα, κοίταξε μερικά τετράδια των μαθητών κι ύστερα χαμογελαστά είπε:

Αγαπητοί μου μαθητές ! παρακολούθησα με προσοχή το μάθημα της Γραμματικής που κάνατε με το δάσκαλό σας και ειλικρινά έμεινα πολύ ευχαριστημένος, γιατί κατάλαβα ότι όλοι είστε εργατικοί κι  επιμελείς.  Από το χωριό σας βγήκαν και βγαίνουν μεγάλοι άντρες.  Εύχομαι κι εσείς να ακολουθήσετε το παράδειγμά τους.

Μαθητές του Γυμνασίου Παραμυθιάς εν ώρα μαθήματος, Τρίτη Τάξη,  σε αίθουσα του παλαιού Γυμνασίου.
Στο μέσον διακρίνεται ο φιλόλογος καθηγητής Στεφανουδάκης Σπυρίδων και στο πρώτο θρανίο δεύτερος από τα δεξιά με το μαύρο σακκάκι  ο Βαγγέλη Ντάγκας.
Καλλίφωνος ο Βαγγέλης πάντα τραγουδούσε στις εθνικές γιορτές του Γυμνασίου της Παραμυθιάς τη  Γριά Τζαβέλαινα, σκορπώντας στα πλήθη ρίγη εθνικής υπερηφάνειας.
(3) Η φωτογρ. είναι από το Αρχείο του συμμαθητή μας  Μπαλάσκα Αναστασίου (Ουσδίνα)

Και τώρα, συνέχισε ο Επιθεωρητής,  επειδή η Γραμματική είναι η ίδια η γλώσσα που μιλάμε, χωρίς όμως τους τοπικούς ιδιωματισμούς, θα σας κάνω μόνο μια ερώτηση και κάποιος από σάς θέλω να μού την απαντήσει. Είναι από το μάθημα που κάνατε με το δάσκαλό σας.

Οι μαθητές έσκυψαν τα κεφάλια τους και κοίταζαν τα θρανία. Μόνο ο Γιάννης κι ο Βαγγέλης κοίταζαν στο στόμα τον Επιθεωρητή και περίμεναν να ακούσουν την ερώτηση και να σηκώσουν αμέσως το χέρι. Μέσα στην Τάξη υπήρχε τότε ανάμεσα στους καλούς μαθητές συναγωνισμός,  άμιλλα.  Έτσι, ο δεύτερος στην επίδοση μαθητής χαιρόταν, όταν ο πρώτος απουσίαζε.

Ο Καρυωτίτης μαθητής Γιάννης (Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου) του Δημοτικού Σχολείου Βέλλιανης.  Αργότερα διέπρεψε ως μαθηματικός της Β/βάθμιας Εκπαίδευσης και σήμερα συνταξιούχος, ιδιωτεύει εις Αθήνας.
(4)  Η φωτογρ. είναι από το Αρχείο του Ιωάννη Σταύρου (Επιμέλεια φωτογρ. Κωνσταντίνος Γεωργίου Τάχιας, Πανεπιστήμιο Στουτγκαρδης Γερμανίας )

Λοιπόν, όλοι ακούσατε από το δάσκαλό σας ότι είμαι ο Επιθεωρητής.  Γι’ αυτό θέλω ένας μαθητής να με προσφωνήσει. Και οι προσφωνήσεις γίνονται σε πτώση Κλητική και παίρνουν μπροστά το επίθετο κύριος. Για να προσφωνήσω το Γυμνασιάρχη, θα πω, κύριε, Γυμνασιάρχα, για τον καθηγητή, κύριε, καθηγητά, για το Διευθυντή, κύριε Διευθυντά  κ.ο.κ.

   Οι μαθητές ξαφνιάστηκαν. Ξαφνιάστηκαν γιατί περίμεναν να κλίνουν ένα όνομα από τα σε ης της πρώτης κλίσης ή να συμπληρώσουν κάποια πρόταση. Να προσφωνήσουν όμως τον Επιθεωρητή, αυτό ήταν εύκολο. Θα έβαζαν μπροστά τη λέξη κύριος και θα τον προσφωνούσαν. Γι’ αυτό, σήκωσαν το χέρι τους κι αυτοί που ήταν βέβαιοι για την απάντηση, αλλά και οι άλλοι που αμφέβαλλαν. Μάλιστα δε μερικοί, συνηθισμένοι από το καθημερινό τους μάθημα, το σήκωσαν πολύ ψηλά και φώναζαν :  «  Να πω εγώ κύριε, να πω εγώ κύριε …».  Λέγε εσύ, είπε ο Επιθεωρητής, κι έδειξε με το χέρι του το Μάριο.

–  « Κύριε, Επιθεωρητή », απάντησε ο Μάριος, ενώ από το μέρος των καλών μαθητών ξέφυγε ένα α…, το οποίο δεν ακούστηκε πολύ δυνατά, γιατί ο Επιθεωρητής αμέσως τους έριξε ένα άγριο βλέμμα.  Ο Μάριος κοκκίνισε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού έκανε λάθος κι οι συμμαθητές του διαμαρτυρήθηκαν.  Η σωστή απάντηση, συνέχισε ο Επιθεωρητής,  είναι κύριε Επιθεωρητά. Το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό πάντα κατά γένος, αριθμό και πτώση ». Και στρεφόμενος προς το δάσκαλο, τον ρώτησε :  

–  Κύριε, Καρύδη[9], διδαχθήκατε τα επίθετα;

–  Όχι, απάντησε ο δάσκαλος, προς ανακούφιση του Μάριου.

      Η ντροπή που ένιωσε ο Μάριος μπροστά στον Επιθεωρητή για την απάντηση που έδωσε, χαράχτηκε τόσο βαθιά στο είναι του, ώστε, αν κι από τότε έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας, δε σβήστηκε.  Κι η απάντηση αυτή, σύμφωνα με τους τότε κανόνες της Γραμματικής, ήταν λάθος.  Αν, όμως, την έδινε σήμερα,  θα ήταν σωστή.

                                                            Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1] . Τέσσερα λεωφορεία του ΚΤΕΛ Θεσπρωτίας : ορισμένα από τα λεωφορεία αυτά, ξεκινούσαν και τερμάτιζαν στην Ηγουμενίτσα.

[2] . στάση της Βέλλιανης :  τη στάση της Βέλλιανης ονόμαζαν οι Βελλιανίτες και ταμπέλα, γιατί στο σημείο αυτό υπήρχε η πινακίδα (ταμπέλα) που έγραφε Βέλλιανη.

[3]ξενιτεμένος χωριανός :  Το 1953 οι άντρες του χωριού που δεν έβρισκαν εργασία στη γύρω περιοχή, ταξίδευαν στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως  Αθήνα, και εκεί με τη βοήθεια του τότε Βουλευτή και Υφυπουργού αείμνηστου Αθανασίου Νικ., εργάζονταν σε διάφορες δουλειές. 

Ο Γάκη Μπίκας του Παναγιώτη, πατέρας του Πάνου, του Δήμου, του Βασίλη και  της Ασημούλας, για ένα διάστημα έχει εργασθεί και στα ορυχεία θείου της  νήσου Μήλου. 

[4] . μεσήλικας  :  ο μεσήλικας που σκάλιζε το χωράφι, ήταν ο Χρηστο – Σωτήρης (Ντάγκας), που είχε γονείς το  Σωτηρη – Γιώρη  και τη γνωστή στο Χωριό Σωτηρη –  Γιώργαινα. Αδερφές είχε τη Φώτω, σύζυγοί της ήταν ο Δημήτρη Γκάτζιας και ο Χρ. Παπαφώτης, τη Ρούσιω, σύζυγος του Καρυωτίτη Γκέλη Πατσούρα και τη Διαμάντω σύζ. του Αποστόλη (Τόλη) Ντούγια.  Υπήρξε νυμφευμένος με τη Δέσπω Γεωργίου (αδερφή του Γκέλη Σπύρου ) και απέκτησαν τη Σταυρούλα την οποία παντρεύτηκε ο Προδρομίτης  Κωσταντίνος Φιλίππου, αργότερα π. Κώστας.

[5] . επιθεωρητής : Πρόκειται για τον Ιωάννη Αρχιμανδρίτη, επιθεωρητή της Α/βάθμιας Εκπαίδευσης με έδρα το 1955 την Ηγουμενίτσα.  Ο Ι.Α. είχε  καταγωγή από το Ρωμανό του Σουλίου,  υπήρξε συγγραφέας του βιβλίου  ΤΣΑΜΗΔΕΣ  – Οδύνη και δάκρυα της Θεσπρωτίας, έκδοσης Γεωργιάδη και είχε δημοσιεύσει πολλά άρθρα για τους Βελλιανίτες των Παξών και της Κέρκυρας. 

[6] . αρχαία πόλη :  Την εποχή αυτή δεν είχε ταυτιστεί ακόμα  το κάστρο της Βέλλιανης με την αρχαία Ελέα. Η ταύτισή του έγινε το 1972 από τον αρχαιολόγο καθηγητή αείμνηστο Σωτήρη Δάκαρη.

[7] . Υπουργοί :  Εννοούσε το Θεόδωρο Βελλιανίτη (1863-1934), ο οποίος το 1924 έγινε Υπουργός Παιδείας. Η μητέρα του καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Τρίπολης και ήταν συγγενής με το διάσημο καθηγητή και Ακαδημαϊκό Νικόλαο Βέη, καθώς και με τον ποιητή Καρυωτάκη.

[8] . Ο Ναπολέων Πατσούρας ήταν ανιψιός του Χρηστο – Σωτήρη από την αδερφή του τη Ρούσιω.

[9] .  Ο δάσκαλος Καρύδης  στις 02.06.2007 τηλεφωνικά  προς το γράφοντα :  «  Στη Βέλλιανη υπηρέτησα το σχολικό έτος 1954 – 1955.  ΄Υστερα αποσπάστηκα στα Σύβοτα  και από κει με αμοιβαία μετάθεση που έκανα με τον πατέρα μου, επίσης δάσκαλο που υπηρετούσε την Κέρκυρα και έβγαινε στη σύνταξη, μετατέθηκα στην Κέρκυρα. Από τη Βέλλιανη θυμάμαι ότι οι γονείς των μαθητών ήταν ήσυχοι και καλοί άνθρωποι ».