Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Αφιέρωμα: Από τη σχολική ζωή στη Βέλλιανη

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΒΕΛΛΙΑΝΗ

1 .     H αυλακιά…

   Η ζωή των μαθητών στη δεκαετία του 1950 ήταν δύσκολη, όπως δύσκολη ήταν και η ζωή των δασκάλων. Ο επιθεωρητής επιθεωρούσε και έλεγχε τους δασκάλους με αυστηρά κριτήρια μέσω των μαθητών. Και οι δάσκαλοι καθημερινά έλεγχαν επίσης αυστηρά τους μαθητές. Ο επιθεωρητής ζητούσε πολλά από τους δασκάλους και οι δάσκαλοι ζητούσαν πολλά από τους μαθητές. 

   Οι  μαθητές έπρεπε να κάνουν τον τσοπάνο, τον εργάτη, να διαβάζουν και να γράφουν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις οδηγίες του δασκάλου, να βοηθούν στα κοινωφελή έργα του χωριού (Προσωπική εργασία) και να βρίσκουν χρόνο για παιχνίδι, πράγμα που το ζητούσε η ηλικία τους. Αν σε ορισμένα από αυτά δεν ανταποκρίνονταν, τότε οι ασκούντες πάνω τους εξουσία,  έκαναν, όχι σπάνια, χρήση τις παροιμίες :

« Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο » και

« Όπου δε χωράει ο λόγος, χωράει η βέργα » .

  Οι γονείς ποτέ δε συζητούσαν με τα παιδιά τους για τις δυσκολίες των σχολικών εργασιών, διότι οι ίδιοι ήταν σχεδόν αγράμματοι. Κι ο δάσκαλος, επειδή γνώριζε τη ζωή της  αγροτικής και ποιμενικής οικογένειας – ο ίδιος προερχόταν από τέτοια οικογένεια – προσπαθούσε πάντα να βοηθήσει το παιδί στα μαθήματα χωρίς βέβαια να στερεί και την οικογένεια από τη βοήθειά του.

Μαθητές της Βέλλιανης και του Κάτω Καρυωτιού σε ημερήσια εκδρομή στους Αγίους Αποστόλους Προδρομίου. Στο μέσον διακρίνεται ο Κερκυραίος δάσκαλος Καρύδης Αριστείδης.
(1) Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Βελλιανίτη Φωτίου Γεωργ. Ντάγκα. 

–  Κυρά, Φωτεινή, είπε μια μέρα ο δάσκαλος στη μάνα.  Ξέρω, χρειάζεστε τα παιδιά σας για τις δουλειές του σπιτιού, αλλά να τα αφήνετε και  να διαβάζουν και να γράφουν. Γιατί αύριο, όταν γίνουν δάσκαλοι, θα τα χαίρεστε και θα τα καμαρώνετε.  

 –  Κυρ  δάσκαλε, κι εμείς θέλουμε τα παιδιά μας να διαβάζουν και να γράφουν, για να φύγουν από αυτά τα χώματα κι ας παιδευόμαστε εγώ κι ο Ναστάσης σαν τα σκυλιά. Αλλά δεν μας ακούν, όλο παίζουν.

–  Κυρά Φωτεινή, αν δε σας ακούν, να μου το λέτε. Εγώ θέλω τα παιδιά να είναι υπάκουα στους γονείς και  συνεπή στις απαιτήσεις του σχολείου.

 –  Να τα μαλώνεις κυρ δάσκαλε. Και πού και πού να τους ρίχνεις και καμιά… .  

      Να τους ρίχνεις και καμιά … είπε η μάνα και την ίδια στιγμή μετάνιωσε, γιατί, όταν μάθαινε από τ’  άλλα παιδιά ότι ο δάσκαλος  μάλωσε κάποιο απ’ τα παιδιά της, στενοχωριόταν, χωρίς όμως να το δείχνει. ΄Ετσι είναι η καημένη μάνα.

Ο Γεώργιος Νικολάου Κούρτης, ο Γιωργάκης κατά το δάσκαλο της Βέλλιανης.
(2)  Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Μ.Α.Μ. (επιμέλεια Κων.Γεωργίου Τάχιας)

     Κάποια πρωινό ο Γιώργος πήγε αδιάβαστος στο σχολείο.

    Γιατί δε διάβασες Γιωργάκη;  Τον ρώτησε ο δάσκαλος.

  Δεν πρόλαβα κύριε,  επειδή ο πατέρας με έστειλε να αρμέξουμε τα γίδια και να πάω το γάλα στο μπάτσιο του Νάσιου Μάρκου. .

–   Γιωργάκη! Όταν πηγαίνεις στα γίδια και το γάλα στο μπάτσιο του Νάσιου Μάρκου, να παίρνεις μαζί σου και τα βιβλία και να διαβάζεις. Δεν υπάρχει δικαιολογία δεν πρόλαβα να διαβάσω. Πώς θα πας στο Γυμνάσιο, χωρίς να διαβάζεις; Εκεί δε θα σε ρωτήσουν, γιατί δε διάβασες; Εκεί θα σου βάλουν το βαθμό και θα μείνεις στα γίδια, μια ζωή τσοπάνος.

Ο δάσκαλος, σχεδόν καθημερινά, έβαζε στους μαθητές να λύνουν τέσσερα προβλήματα, να κλίνουν πέντε ονόματα ή ρήματα, να γράφουν δέκα γραμμές αντιγραφή, να μαθαίνουν την ορθογραφία, τους κανόνες της Γραμματικής και της Αριθμητικής, καθώς και το νόημα των δευτερευόντων μαθημάτων (Ιστορία, Θρησκευτικά, Γεωγραφία κλπ). Κι όλα αυτά έπρεπε να τα τελειώσουν τις βραδινές ώρες, μετά το απογευματινό τους μάθημα. Πώς όμως να τα τελειώσουν, αφού, μόλις επέστρεφαν στο σπίτι τους, η μάνα τούς έστελνε στα γίδια ή στα πρόβατα, να πάρουν νερό από την πλησιέστερη πηγή ή το λάκκο της Γαλατσίδας[1] και να κάνουν διάφορες άλλες εργασίες;  Και το χειμώνα όταν το βράδυ όλη η οικογένεια μουσκεμένη και κουρασμένη συγκεντρωνόταν στο σπίτι γύρω από τη φωτιά (τζάκι), το μικρό του δωμάτιο πολλές φορές ντουμάνιαζε (γέμιζε) από τον καπνό των βρεγμένων ξύλων. Εκεί, μέσα στη συζήτηση των γονιών και το κλάμα των μικρότερων αδερφών, άνοιγαν οι μαθητές τα βιβλία τους και τα τετράδια για να διαβάσουν και να γράψουν κάτω από το λιγοστό φως της λάμπας του πετρελαίου. Ύστερα έτρωγαν όλοι μαζί και μετά συνέχιζαν το διάβασμα και το γράψιμο, προσπαθώντας πάντα να συγκεντρωθούν σε αυτό που ήθελαν να τελειώσουν. Μέσα σε αυτή την οικογενειακή κατάσταση οι μαθητές κρατούσαν καθαρά τα τετράδια και τα βιβλία τους που ο δάσκαλος καθημερινά έλεγχε. Κι αν σε κάποιον μαθητή τα μικρότερα αδέρφια του τού λέρωναν ή τού έσκιζαν κάποιο τετράδιο ή βιβλίο, τότε την άλλη μέρα δημόσια τον επέπληττε :

Είσαι υπεύθυνος για τα βιβλία και τα τετράδιά σου. Πρέπει από τώρα που είσαι μικρός να τα αγαπάς και να τα προστατεύεις από τους άλλους. Πρέπει να συνηθίσεις στην καθαριότητα και στην τάξη. Η συνήθεια είναι δευτέρα φύση, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Δε θέλω λερωμένα βιβλία και τετράδια. Όλα θα λάμπουν, όπως λάμπει και το σχολείο μας. Τα πράγματά σας φανερώνουν τον ίδιο τον εαυτόν σας.

Μαθητές της Βέλλιανης σε πατριωτικό σκετς  κατά την εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1821 με δάσκαλο τον αείμνηστο Γκορέζη Ευθύμιο.
(3)  Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Μ.Α.Μ.

Ο δάσκαλος τα χρόνια εκείνα δεν μάθαινε μόνο στα παιδιά να γράφουν, να διαβάζουν, να λογαριάζουν, να κατανοούν τους συνομιλητές τους και τους άλλους, να αφηγούνται σωστά αυτό που βλέπουν, που ακούν, που νιώθουν,  που διαβάζουν,  αλλά  και να σέβονται τους μεγαλύτερους, να χαιρετούν όποιον  συναντούν, να βοηθούν τους αδύνατους και τους έχοντες ανάγκη, να τηρούν τα ήθη και τα έθιμα, να αγαπούν την πατρίδα, τη θρησκεία, τους γονείς, το συνάνθρωπο, τα ζώα, τα δέντρα και την καθαριότητα. Γι’ αυτό μέσα στην αίθουσα του μαθήματος ανάμεσα στις άλλες επιγραφές υπήρχε και η επιγραφή με μεγάλα ευανάγνωστα γράμματα :

Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.

Και τα μέσα που διέθετε ο δάσκαλος για να πετύχει όλα τα παραπάνω ήταν η εργασία του, η αγάπη για το μαθητή του,  η ίδια η ψυχή του. Όλα τα άλλα, όπως προγράμματα και βιβλία –  εποπτικά μέσα δεν υπήρχαν –  επιδρούσαν στο ελάχιστο. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι το δημοτικό σχολείο την εποχή αυτή ήταν το μόνο υποχρεωτικό σχολείο και κάθε μαθητής που αποφοιτούσε απ’ αυτό, έπρεπε να είναι εφοδιασμένος με τέτοιες γνώσεις και ικανότητες, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει σωστά καθημερινά προβλήματα και δυσκολίες της ζωής.

Κάποια μέρα ο δάσκαλος είπε στους μαθητές :

Επειδή σ’ ορισμένα σχολεία της περιοχής μας κυκλοφόρησαν ψείρες, πρέπει να πλένεστε καλά σε ολόκληρο το κεφάλι. Δε θέλω τα παράσιτα αυτά να εμφανιστούν εδώ μέσα, που όλα είναι πεντακάθαρα. Γι’ αυτό αποφάσισα από το ερχόμενο Σάββατο να βάλω στο πρόγραμμα μια ώρα Γενική καθαριότητα. Και στην ώρα αυτή θα σας ελέγχω τα χέρια, τα νύχια, τα πόδια, το λαιμό, τα αυτιά και τα μαλλιά. Στα αγόρια θέλω τα μαλλιά να είναι λουσμένα και κουρεμένα κανονικά. Οι φαβορίτες δεν έχουν θέση στους μαθητές. Προσοχή! Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να καθαρίζεστε μόνο το Σάββατο. Η καθαριότητα είναι πολιτισμός. Είναι υγεία. Είναι η ίδια η ζωή σας.

Μεταλλική  βρύση κρεμασμένη σε εξωτερικό τοίχο ηπειρώτικου σπιτιού.
(4)  Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Χρυστουλάκη Γεώργιου (διαδ.)

Και πώς καθαρίζονταν οι μαθητές την εποχή αυτή; Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε ύδρευση στο χωριό. Η κάθε οικογένεια μετέφερε στο σπίτι με δοχεία το νερό από την πλησιέστερη πηγή ή το λάκκο της  Γαλατσίδας κατά τους μήνες του χειμώνα και το χρησιμοποιούσε για πόση και για τις άλλες οικιακές της ανάγκες. Στην αυλή υπήρχε κρεμασμένο στον τοίχο του σπιτιού ή σ’ ένα δέντρο μικρό λαμαρινένιο δοχείο με βρύση στο μπροστινό του μέρος και μια μικρή θήκη στο πλευρό για το σαπούνι. Το δοχείο αυτό το ονόμαζαν βρύση, το γέμιζαν με νερό και κάτω απ’ αυτό πλένονταν κάθε πρωί. Πολλές φορές το χειμώνα, όταν άρχιζαν οι παγωνιές, το νερό της πάγωνε και μέχρι την άνοιξη  ετίθετο σε αχρηστία. Τους χειμερινούς αυτούς μήνες οι μαθητές, αλλά και οι μεγάλοι, πλένονταν με το χαλκό (χάλκινο δοχείο, σε σχήμα μαστραπά) στην αυλή του σπιτιού. Μόλις ξύπναγαν, με το ένα τους χέρι έριχναν νερό στο άλλο και «έπλεναν» μόνο το μπροστινό μέρος του προσώπου τους, τόσο πολύ, ώστε πολλές φορές οι τσίμπλες δεν έφευγαν από τα μάτια τους. Η καημένη η μάνα, όταν τα έβλεπε πώς πλένονταν, φώναζε να ρίξουν περισσότερο νερό στα αυτιά και στο λαιμό. Κι αυτά έκαναν πώς δεν άκουγαν, γιατί τα περόνιαζε το τσουχτερό κρύο. Πετσέτες για να σκουπιστούν δεν υπήρχαν. Για σκούπισμα, αλλά και για να καθαρίσουν τη μύτη τους, χρησιμοποιούσαν, κυρίως, τα μανίκια από το σακάκι που φορούσαν. Την εποχή του χειμώνα με τα κρύα και τα ξεροβόρια, το δέρμα των αγοριών – τότε τα αγόρια φορούσαν κοντά παντελόνια –  στο μέρος γύρω από τους αστραγάλους, στα γόνατα και στο εξωτερικό μέρος των δαχτύλων των χεριών τους, μελάνιαζε, ξεραινόταν και πολλές φορές σχημάτιζε και σχισμές, από τις οποίες έτρεχε μικρή ποσότητα αίματος. Τα μέρη αυτά για να τα  καθαρίσουν, όταν είχαν γενική καθαριότητα, πήγαιναν στο λάκκο, έβρισκαν ειδικές μαύρες πετρούλες, σα λίμα, και τα έξυναν σιγά σιγά. 

Κάθε Σαββατόβραδο ή παραμονή των μεγάλων γιορτών, την άλλη μέρα τα παιδιά πήγαιναν υποχρεωτικά στην εκκλησία κι έπρεπε να είναι πεντακάθαρα, η μάνα έβραζε σε μεγάλη κατσαρόλα ή καζάνι την αλισίβα. Η αλισίβα  ήταν βραστό νερό με στάχτη, η οποία, σύμφωνα με τη  Βαγγελή  του Στέφο Φίλη – Κουρμαντζή (Frankfurt), προερχόταν κυρίως από πουρναρίσια ξύλα, για να μαλακώνει το νερό και να κόβει τη λέρα (Βρωμιά). Με την αλισίβα και το πράσινο σαπούνι, το καθαρό σαπούνι,  έλουζε τα παιδιά ένα ένα με τη σειρά, πράγμα που αυτά μισούσαν, επειδή τους έμπαινε στα μάτια ο αφρός του σαπουνιού και τα έτσουζε. Μπάνιο έκανε η μάνα μόνο τα μωρά  μέσα στο σκαφίδι.  Ενώ τα αγόρια μπανιαρίζονταν μόνα τους κάθε καλοκαίρι στις βύρες του λάκκου της Γαλατσίδας.

Για το κούρεμα των μαθητών υπεύθυνος για τα αγόρια ήταν ο πατέρας και για τα κορίτσια η μάνα.  Όταν ο δάσκαλος  έκανε παρατήρηση σε κάποιον μαθητή για τα μακριά του μαλλιά ή όταν ερχόταν κάποια γιορτή κι οι γονείς έβλεπαν ότι τα μαλλιά των αγοριών είχαν κρεμάσει στα αυτιά, όπως έλεγαν, τότε ο πατέρας έπαιρνε το μεγάλο ψαλίδι με το οποίο το Μάη κούρευε τα γίδια ή τα πρόβατα κι  έκανε το κεφάλι τους λίμπα  (γουλί), αφήνοντας σε αυτό μεγάλες ψαλιδιές, οι οποίες μετά από δυο εβδομάδες, εξαφανίζονταν. Τις κοπέλες τις κούρευε η μάνα με προσοχή και με όλη την τέχνη που διέθετε, για να είναι όμορφες. Τους μάθαινε να  χτενίζουν τα μαλλιά, να τα κάνουν χωρίστρα στο μέσο του κεφαλιού, να τα δένουν κότσο ή  πλεξούδες,  να κάθονται σεμνά, να ομιλούν λίγο και να μη συναναστρέφονται με αγόρια.

   Το πρώτο Σάββατο με τη Γενική Καθαριότητα ήρθε. Ο δάσκαλος μετά την πρωινή προσευχή μπήκε στην τάξη. Καλημέρισε, έτριψε τις παλάμες των χεριών του μερικές φορές, έριξε μια ματιά σε όλους τους μαθητές και συνέχισε:

Και τώρα, Γενική Καθαριότητα. Όλοι σας να τοποθετήσετε τις παλάμες των  χεριών  σας  πάνω στα θρανία.

Μετά έβαλε τη βέργα κάτω από την αμασκάλη κι άρχισε τον έλεγχο από το πρώτο θρανίο.  Βασιλάκη, τα νύχια σου είναι όλα « πένθιμα ». Τη Δευτέρα τα θέλω κομμένα και καθαρά. Πρόσεχε, σήμερα για πρώτη φορά σε συγχωρώ, την άλλη όμως όχι.  Στη συνέχεια χτύπησε δυο φορές δυνατά τη βέργα στο παντελόνι του και προχώρησε στο δεύτερο, στο τρίτο και στα επόμενα θρανία, παρατηρώντας ορισμένους μαθητές, χωρίς να τιμωρήσει κανέναν. Σε άλλους υπέδειξε να κουρευτούν, σε άλλους να πλύνουν τα αυτιά και το λαιμό και σε άλλους τα πόδια.  Όλους τους παράπεμψε για τη  Δευτέρα.

Κάποιο Σάββατο, τώρα τα Σάββατα τα φοβούνταν οι μαθητές,  ο δάσκαλος μπήκε στην αίθουσα, κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα μεγάλο ψαλίδι και στο άλλο μια μακριά βέργα. Μόλις τα αγόρια είδαν το ψαλίδι, κατάλαβαν κι ένα ψιθύρισε :  Ωχ, τα μαλλιά μου.  Στη συνέχεια ο δάσκαλος άρχισε προσεκτικά  να ελέγχει έναν έναν τους μαθητές. Κι όταν έβρισκε κάποιον ακάθαρτο, του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις ή τον απειλούσε με τη βέργα. Καθένας χαιρόταν, όταν περνούσε η σειρά του, ανεξάρτητα  από το καλό ή κακό αποτέλεσμα. Σαν όμως έφτασε σε κάποιον ακροατή μαθητή, που παρακολουθούσε τα μαθήματα της έκτης Τάξης για να εισαχθεί στο Γυμνάσιο, τον κοίταξε από τη μια μεριά του κεφαλιού, τον κοίταξε από την άλλη, τον ξανακοίταξε προσεκτικά κι ύστερα του τράβηξε με δύναμη τις φαβορίτες. Ο ακροατής, μην αντέχοντας τον πόνο, ασυνείδητα έβγαλε δυνατή κραυγή, συνοδευόμενη από ένα παρατεταμένο   α…, κι ασυλλόγιστα έπιασε με τα χέρια του το χέρι, που του προκαλούσε τον πόνο.  Ο δάσκαλος αγρίεψε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε. Τα μαλλιά του άφησαν την κανονική τους θέση, πέφτοντας άλλα πάνω στο μέτωπο κι άλλα στα πλάγια. Χωρίς να πει λέξη, άρπαξε το μεγάλο ψαλίδι και τη στιγμή που πήγε να του αυλακώσει την κόμη, αρχίζοντας από το μπροστινό μέρος της κεφαλής και τελειώνοντας στο πίσω, μία μαθήτρια, ωθούμενη από το ένστικτο της αδελφικής αγάπης, παράδειγμα προς μίμηση, κλαίουσα  πετάχτηκε  ως λέαινα από το διπλανό θρανίο και γαντζώθηκε πάνω στο κεφάλι του αδελφού της, εμποδίζοντας έτσι το δάσκαλο να περατώσει το έργο του. Κι ο δάσκαλος; Ο δάσκαλος  για δευτερόλεπτα έμεινε σκεπτικός. Η υποχώρησή του θα ήταν γι’ αυτόν παιδαγωγική ήττα μπροστά στα μάτια των άλλων μαθητών. Γι’ αυτό, άρπαξε τη  μαθήτρια από τα μαλλιά και την κάθισε στη θέση της. Στη συνέχεια πήρε ξανά το ψαλίδι κι έκανε στο κεφάλι του ακροατή μαθητή μια τέτοια ψαλιδιά, που έμοιαζε με αυλακιά σε χέρσο χωράφι.

Ο ακροατής μαθητής του Δημοτικού Σχολείου της Βέλλιανης πέρασε τον Ιούνιο του 1957 τις εισιτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου της Παραμυθιάς. Απεφοίτησε  απ’ αυτό κανονικά το 1963. Εισήχθηκε και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια  έγινε ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, απολαμβάνοντας μέχρι τη συνταξιοδότησή του  τους γλυκείς καρπούς που  τού χάρισε η  Παιδεία.

                               Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1].  Ο λάκκος της Γαλατσίδας :  Ο λάκκος της Γαλατσίδας, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες,  έμοιαζε με πραγματικό χείμαρρό, του οποίου το  κατακάθαρο νερό  με αφρούς, ορμή και βοή κατέβαινε για να συναντήσει το λάκκο του Καρυωτιού και στη συνέχεια τον ποταμό των δακρύων, τον Κωκυτό.