Ομιλία της Κωνσταντίνας Ζήδρου για το ολοκαύτωμα της Δέσπως Μπότση

Από τις Σπαρτιάτισσες στις Σουλιώτισσες.

Γυναίκες ατσαλένιες και μπαρουτοκαπνισμένες

                                         Ομιλία στην εκδήλωση μνήμης για το ολοκαύτωμα της Δέσπως Μπότση, η οποία πραγματοποιήθηκε στα Ριζά της Πρέβεζας, στις 29 Ιουνίου 2025

Αξιότιμες κυρίες, αξιότιμοι κύριοι, σεβαστοί λάτρεις και προσκυνητές της ιστορίας, συγκεντρωθήκαμε, σήμερα, σε αυτόν τον εμβληματικό τόπο, με αισθήματα μεγάλης συγκίνησης και τεράστιου δέους, για να τιμήσουμε το θάρρος, την αξιοπρέπεια, την αγάπη για την ελευθερία, την οικογένεια και την πατρίδα και τη θυσία μίας ακόμη καταγόμενης εκ Σουλίου γυναικός της Δέσπως Μπότση αλλά και για να υπογραμμίσουμε τη διαχρονικότητα του μηνύματος που μας εξέπεμψε με τον ηρωικό θάνατό της. Επιπλέον και η ίδια η θέση μας ταξιδεύει αιώνες πίσω, στην περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου, όταν ανοικοδομήθηκε, σε αυτό το στρατηγικής σημασίας χωρίο, το βυζαντινό Θωμόκαστρο, η μετέπειτα Ρηνιάσσα, προκειμένου για τον έλεγχο των ακτών και των θαλασσίων περασμάτων του Ιονίου. Πρόκειται για ένα κάστρο, το οποίο διεκδικήθηκε από τον βυζαντινό στρατό, τον Κάρολο Τόκκο, αλβανικά φύλα, τον Αλή πασά, γνώρισε αρκετές κατακτήσεις και λειτούργησε ως εμπορικό κέντρο, κυρίως εξαγωγής των προϊόντων της ενδοχώρας, σύμφωνα με ποικίλες αναφορές στις γραπτές πηγές. Σε αυτή, λοιπόν, την περιοχή εγκαταστάθηκε η Δέσπω Μπότση με την οικογένειά της, ώστε, ακουσίως, να συνεχίσει την ένδοξη ιστορική της διαδρομή.

            Πιο συγκεκριμένα, η Δέσπω Μπότση, το γένος Σέχου, ήταν σύζυγος του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γεωργίου Μπότση και δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη φάρα των Μποτσαραίων. Κατά τη διάρκεια της τρίτης πολιορκίας του Σουλίου, από τον Αλή πασά, η ευρύτερη οικογένειά της, με την άδεια του κυβερνήτη της Ηπείρου, κατέφυγε στο χωριό Ρηνιάσσα, σημ. Ριζά. Τον Δεκέμβριο του 1803, ο Αλή πασάς ανάγκασε τους Σουλιώτες να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, υπογράφοντας, μαζί τους, συνθήκη. Σύντομα, όμως, καταπάτησε τα συμφωνηθέντα και καταδίωξε τους Σουλιώτες που απομακρύνονταν από τα χωριά τους, ενώ, ταυτόχρονα, στράφηκε και σε όσους είχαν ήδη εγκατασταθεί έξω από τον πυρήνα του Σουλίου και κατ’ επέκταση και στην οικογένεια της Δέσπως. Εκείνη, οχυρωμένη στον πύργο του Δημουλά, ένα αρχοντόσπιτο του χωριού και όχι στο κάστρο της Ρηνιάσσας, συγκέντρωσε τις γυναίκες και τα παιδιά και αφού αμύνθηκαν γενναία, εν απουσία αντρών, πήρε την απόφαση να ανατιναχθούν για να μην συλληφθούν, ατιμαστούν και βασανιστούν από τους Τουρκαλβανούς. Ακριβώς αυτή την αυτοθυσία, τη γενναιότητα, τη μαχητικότητα και την πίστη, μέχρι θανάτου, στα ιδανικά και τις αξίες τιμούμε σήμερα και προτάσσουμε ως οδηγό και στις επόμενες γενεές.

            Εκτός, όμως, από την τιμώμενη, σήμερα, Δέσπω Μπότση, πληθώρα επωνύμων και ανωνύμων γυναικών συνέβαλαν, αποφασιστικά, στη διαμόρφωση της ιστορικής διαδρομής τόσο του ευρύτερου ελλαδικού όσο και του ηπειρώτικου χώρου, από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πηγών και των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ενδεικτικά, αναφέρω ως παράδειγμα την αρχαία Σπάρτη, μία κλειστή και αυστηρή κοινωνία, όπου κυριαρχούσε, ανάμεσα σε άλλα χαρακτηριστικά, το αίσθημα της θυσίας για την πατρίδα, η αξιοπρέπεια και η γενναιότητα. Εκεί, έζησαν και έδρασαν γυναίκες περισσότερο χειραφετημένες, μορφωμένες, γυμνασμένες και κοινωνικά καταξιωμένες, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, στην αρχαία Σπάρτη, τα θηλυκά βρέφη τύγχαναν παρόμοιας φροντίδας με τα αρσενικά. Στη συνέχεια, τα κορίτσια πήγαιναν σε δημόσιο σχολείο, λαμβάνοντας κάποια μόρφωση, μικρότερη βέβαια από των αγορών, ενώ παράλληλα αθλούνταν, εξασκούμενες στο ακόντιο, στην πάλη, στον δίσκο, στον δρόμο. Επιπλέον, παντρεύονταν σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία από τις απαρχές της εφηβείας, όταν ένιωθαν περισσότερο έτοιμες σωματικά και ψυχολογικά. Βέβαια, ως σκοπός της εκπαίδευσης και της διαπαιδαγώγησής τους οριζόταν η γέννηση υγιών και δυνατών απογόνων αλλά και η ελαχιστοποίηση των κινδύνων να χαθεί είτε η μητέρα είτε το νεογνό. Αλλά και αργότερα, η Σπαρτιάτισσα έπαιρνε μέρος σε θρησκευτικές τελετές και μάλιστα και ως διοργανώτρια, διέθετε πολιτική επιρροή και ισχυρό λόγο, αν και δεν μετείχε επίσημα στα θεσμικά όργανα της πολιτείας, είχε τον έλεγχο και τη φροντίδα όχι μόνο του οίκου της αλλά και των κτημάτων και ολόκληρης της οικογενειακής περιουσίας, λόγω της συχνής και πολύμηνης απουσίας των αντρών στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Επίσης, μπορούσε να κληρονομήσει και να μεταβιβάσει περιουσία σε περίπτωση θανάτου του αρσενικού της οικογένειας. Είναι χαρακτηριστική της θέσης της η άποψη του Αριστοτέλη ότι «οι Σπαρτιάτες διοικούνταν από τις συζύγους τους».

            Βέβαια, η θέση της αρχαίας Σπαρτιάτισσας θεωρείται καλύτερη από την αντίστοιχη των υπολοίπων γυναικών του αρχαίου κόσμου αλλά με τα σύγχρονα δεδομένα τα δικαιώματά της ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. Ωστόσο, συναγωνιζόταν τους άντρες σε δύναμη, γενναιότητα, αυτοθυσία, αξιοπρέπεια, μαχητικότητα, όπως και μεγάλη αγάπη για την πατρίδα τους.  

            Ένα ακόμη παράδειγμα, πολλούς αιώνες αργότερα, εντοπίζεται σε μία άλλη ορεινή και κλειστή κοινωνία αυτή του Σουλίου, όπου οι γυναίκες διέθεταν αντίστοιχα χαρακτηριστικά, ενώ έχαιραν και σχετικών προνομίων. Γενικά, στο Σούλι, η γυναίκα δεν περιοριζόταν στον γυναικωνίτη αλλά έφερε όπλα, τα χρησιμοποιούσε και στεκόταν ως σύντροφος και ισχυρή σύμμαχος και συνεργάτης των αντρών. Βέβαια, όπως και στην αρχαία Σπάρτη, είχε επωμιστεί τη διαιώνιση του είδους, του ονόματος της οικογένειας αλλά και την αύξηση της πολεμικής δύναμης, μέσω της γέννησης αρσενικών παιδιών και για αυτό απολάμβανε και μία πιο προνομιακή θέση. Εκτός από τον έλεγχο του οίκου της, συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις, αρχικά ως βοηθητική, εφεδρική, βοηθώντας τους πολεμιστές, ρίχνοντας βράχους, ανεφοδιάζοντας τα τουφέκια και εφόσον οι περιστάσεις το απαιτούσαν, μαχόταν με σπαθί της ως ίση προς ίσους. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση της Μόσχως Τζαβέλλα και των 400 γυναικών στη μάχη της Κιάφας, το 1792, οι οποίες, μετά από μία αιφνίδια διακοπή των πυροβολισμών, θεωρώντας ότι οι άντρες είχαν σκοτωθεί, επιτέθηκαν στους Τουρκαλβανούς του Αλή πασά, τους αιφνιδίασαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Επιπρόσθετα, η Σουλιώτισσα είχε άποψη, την εξέφραζε και μάλιστα γινόταν και σεβαστή από τους άντρες. Και φυσικά, επέδειξε όλα τα ηρωικά χαρακτηριστικά της στις ομαδικές θυσίες στο Ζάλογγο, στη Ρηνιάσσα και στο Σέλτσο, οι οποίες αποτέλεσαν και αποτελούν παγκόσμια φωτεινά παραδείγματα, εκπέμποντας, παράλληλα, ποικίλα υψηλού περιεχομένου αξιακά μηνύματα.

 Ας θυμηθούμε ενδεικτικά, εκτός από την τιμώμενη σήμερα Δέσπω Μπότση, τη Μόσχω Τζαβέλλα, τη Χάιδω Σέχου, τη Λένα Μπότσαρη, τη Δέσπω Τζαβέλλα, όπως και όλες τις επώνυμες και ανώνυμες γυναίκες τόσο του Σουλίου όσο και της Ηπείρου γενικότερα, οι οποίες για 4000 χρόνια, κράτησαν και κρατάνε ζωντανό τον ηπειρώτικο χώρο Διαβίωσαν σε ένα δύσκολο, συχνά τραχύ και ορεινό, ανάγλυφο. Επιβίωσαν, μέσα από αμέτρητες δυσκολίες και προβλήματα, τα οποία προκλήθηκαν είτε από την καθημερινότητα, είτε από τις ιστορικές συγκυρίες. Τέλος, στάθηκαν, ισότιμα, στο πλευρό των ανδρών της οικογένειας, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διατήρηση της οικογενειακής εστίας και του κοινωνικού ιστού αλλά και καταλυτικά, στη διαμόρφωση του ιστορικού και κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι της Ηπείρου.

                                                                                  Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                                       Αρχαιολόγος

Σχετικές δημοσιεύσεις