[paypal_donation_button]

Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Η ομιλία Παπακωνσταντίνου για την εκτέλεση των 49 Προκρίτων

Ομιλία για τους 49 Πρόκριτες του τέως Καθηγητή Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Παπακωνσταντίνου Παναγιώτη με τίτλο : “Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ 49 ΠΡΟΚΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (29.09.1943) ΩΣ ΑΣΚΗΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗΣ”.

«Εμοί δε αρκούν αν εδόκει είναι ανδρών αγαθών

 έργω γενομένων, έργω και δηλούσθαι τας τιμάς».

 «Σ’ εμένα, όμως, θα φαινόταν αρκετό, σε άνδρες

 που με το έργο τους αποδείχθηκαν γενναίοι, με

 έργα να εκδηλώνονται οι τιμές».

 Επιτάφιος Περικλέους

 Θουκυδίδης, Βιβλίο Β’, παράγρ. 35

Ηθικό χρέος, άσβηστη μνήμη και ακλόνητη κρίση οδήγησαν τα βήματά μας στο προσκύνημά αυτό, όπου αθώοι πολίτες της πόλης αυτής έπεσαν νεκροί από το τυφλό μίσος. Το μίσος εκείνων που νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να φαντασιωθούν και να επιχειρήσουν, υπό την κάλυψη κατοχικών δυνάμεων, εγκλήματα και μεγαλοϊδεατισμούς.

  1. Εισαγωγικά: βιώματα και γνώση

Είναι αλήθεια ότι η μούσα Κλειώ, προστάτιδα της Ιστορίας και κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μου επέτρεψε να ανταποκριθώ στην πρόσκληση του Δημοτικού Συμβουλίου προκειμένου, όπως κάθε χρόνο, να παραθέσω τα ιστορικά γεγονότα σήμερα, στην 81η επέτειο μνήμης και κρίσης της εκτέλεσης των 49 προκρίτων της μαρτυρικής Παραμυθιάς (29.09.1943).

Η επίκληση της Ιστορίας είναι αναγκαία, γιατί διαθέτει τις απαραίτητες βάσεις, δηλαδή τις τεκμηριωμένες γνώσεις και την αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα. Με βάση τα γεγονότα επιχειρείται κάθε χρόνο η υπόμνηση του ιστορικού σκηνικού και των τραγικών περιστατικών, κάνοντας χρήση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και του κομισθέντος αρχειακού υλικού. Η ανάκληση του ιστορικού πλαισίου κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο για τελετουργικούς λόγους «εις ανάμνησιν», αλλά και για αμιγώς εθνικο-πατριωτικούς λόγους, αφού, ακόμη μέχρι σήμερα και απ’ τις δύο πλευρές της ελληνο-αλβανικής μεθορίου καλλιεργούνται και τελούνται, αφενός, εκδηλώσεις μνήμης της στυγνής εκτέλεσης των πατριωτών και, αφετέρου, διατυπώνονται διεκδικήσεις, κρίσεις και απόψεις, που επιδιώκουν τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη και παραποίηση των γεγονότων υπηρετώντας πολιτικο-ιδεολογικές αγκυλώσεις και σκοπιμότητες.

Έχω παρευρεθεί συχνά σε παρόμοιες με τη σημερινή επετειακές εκδηλώσεις. Και το βασανιστικό, αλλά και αναπάντητο ερώτημα που με αναστατώνει είναι γιατί αυτό αλλά και πολλά παρόμοια τραγικά γεγονότα έχουν κυριολεκτικά αγνοηθεί από τη σχολική ιστοριογραφία, με αποτέλεσμα την παντελή άγνοια και της σύγχρονης/πρόσφατης ιστορίας ή, ακόμη, την περιφορά των συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων σε προσεγγίσεις παραπλανητικές, στοχοθετημένες και σκοπιμοθηρικές.

Η επαγγελματική ενασχόληση με τη διδασκαλία της Ιστορίας –ειδικά της λεγόμενης τοπικής ιστορίας για διδακτικούς/βιωματικούς λόγους– και η εξ αγχιστείας γνώση των γεγονότων κατά την περίοδο 1940-1945 μου επέτρεψαν να μελετήσω συστηματικά τη σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία, που αναφέρεται στα γεγονότα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Το αρχικό ενδιαφέρον πυροδότησαν συναισθηματικά δύο αναγνώσματα:

  • Η εκτέλεση, καθ’ υπόδειξη των αλβανοτσάμηδων και με συνοπτικές διαδικασίες, των Χρ. Πιτούλη και Χρ. Τσώνη, κατά την ολιγοήμερη (06.11.1940-15.11.1940) πρώτη κατάληψη της Ηγουμενίτσας[1], και
  • Η αναφορά στις κατοχικές αρχές πληροφοριών ότι ο Θωμάς Πιτούλης και Δήμος Πιτούλης (μεταξύ άλλων) υποστηρίζουν ενεργά το αντάρτικο κίνημα στη Θεσπρωτία και την Ήπειρο[2]. Η εμπλοκή τους αναφέρεται και σε έκθεση του γερμανικού στρατού κατοχής.
  1. Η κλωστή των γεγονότων

Το ιστορικό πλαίσιο για τα γεγονότα της περιόδου έχει πρόσφατα στοιχειοθετηθεί με λεπτομερή περιγραφή από δύο συναδέλφους καθηγητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τον Π. Τσαμάτο και τον Αθ. Γκότοβο. Και οι δύο είναι βιωματικά συνδεμένοι με τραγικά περιστατικά της περιόδου 1941-1944, έχουν συσσωρεύσει καταθέσεις μνήμης, έχουν παντοιοτρόπως αναλώσει εαυτούς στην πολύπλευρη μελέτη/ τεκμηρίωση και έχουν την απαιτούμενη αναλυτική-συνθετική δεινότητα στην προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας. Η σύμπλεξη του σχετικού έργου των συναδέλφων αυτών με την παράθεση των γεγονότων και την πολύπλευρη αναζήτηση των απαραίτητων στοιχείων όχι μόνο στις εγχώριες πηγές αποτέλεσε τη βάση της σημερινής εξιστόρησης. Χρειάζεται, όμως, να τονιστεί ότι μέχρι σήμερα η βασιμότητα των ιστορικών γεγονότων, και όχι των ιδεολογικο-πολιτικά φορτισμένων αφηγήσεων ή ερμηνειών, δεν έχει ούτε κατ’ ελάχιστον αμφισβητηθεί.

Η αυθεντική τεκμηρίωση του ιστορικού πλαισίου συνιστά την αφετηρία, δηλαδή τον καμβά, αλλά και το χρέος συμβολής στη μνήμη και τον αναστοχασμό του φρικτού εγκλήματος διαφυλάττοντάς το από τη λήθη, την απαξία και κυρίως από την όποια διαστρέβλωση. Γιατί η μνήμη μπορεί να διατηρεί και να διασώζει τα γεγονότα, να εμπνέει και να καθοδηγεί, δεν παύει, όμως, να αποτελεί την απαραίτητη βακτηρία ευθύνης και ήθους.

Ακολουθώντας τον τρόπο εξιστόρησης των σχολικών βιβλίων, η περίοδος 1941-1944 ορίζεται ως κατοχική, καθώς στην ελληνική επικράτεια είχαν αναπτυχθεί στρατιωτικές δυνάμεις του λεγόμενου Άξονα, δηλαδή στρατιωτικές γερμανικές, βουλγαρικές και ιταλικές δυνάμεις. Οι τελευταίες ανέλαβαν διάφορες ελληνικές περιοχές αλλά και τη σημερινή περιφέρεια Ηπείρου[3].

Όταν για δεύτερη φορά την άνοιξη του 1941 η Θεσπρωτία καταλαμβάνεται από τα ιταλικά στρατεύματα, οι αλβανοτσάμηδες της περιοχής αντιλαμβάνονται ότι είναι η ευκαιρία τους για την εκδήλωση του αλβανικού αλυτρωτισμού. Αν το προοίμιο είχε γίνει το Νοέμβριο του 1940 στην Ηγουμενίτσα, η εισαγωγή περιλαμβάνει τη συστηματική αποδυνάμωση της κατοχικής διοίκησης μέχρι την πλήρη κατάλυσή της με την εκτέλεση του Νομάρχη Γεώργιου Βασιλάκου (Φεβρουάριος του 1942). Έκτοτε, η εξουσία περιέρχεται, με την ανοχή των κατοχικών στρατιωτικών δυνάμεων σ’ ένα άτυπο όργανο Αλβανικής Διοίκησης «με αντικειμενικό σκοπό την εθνοκάθαρση και την προσάρτηση της περιοχής στη Μεγάλη Αλβανία μετά τον πόλεμο, τον οποίο ήλπιζαν ότι θα κερδίσει ο Άξονας»[4]. Με την ανοχή των ιταλικών αρχών μέχρι τον Ιούλιο του 1943 και, στη συνέχεια με στυγνότερο τρόπο, των πιο ολέθριων γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων μέχρι το καλοκαίρι του 1944, η Παραμυθιά και τα χωριά του Φαναρίου γνωρίζουν έναν αμείλικτο διωγμό με απαγωγές πολιτών, ξυλοδαρμούς, ένοπλες απειλές, «απαλλοτριώσεις» αγαθών και κτημάτων, δολοφονίες και εκτελέσεις. Εφιαλτική για τις δολοφονικές ενέργειες, τις ωμότητες και την ακραία βία γίνεται για τους κατοίκους νότια της Παραμυθιάς η στρατιωτική επιχείρηση Augustus των κατοχικών εταίρων, που συμπράττουν (09.08.1943—14.08.1943) για την εξόντωση, εκτόπιση ή σύλληψη του ανδρικού πληθυσμού. Οι αλβανοτσάμηδες συμμετέχουν είτε με ένοπλες ομάδες, είτε «ως οδοδείκτες» συντρέχοντας τις δυνάμεις του Άξονα στο πεδίο, όπου, σύμφωνα με πληροφορίες σχεδιαζόταν συμμαχική απόβαση. Ο στρατιωτικός στόχος της Βέρμαχτ συνέπεσε με την κορύφωση των αλυτρωτικών επιδιώξεων της «Ξίλια», που κατέληξε σε «ευρεία επιχείρηση εθνοκάθαρσης»[5].

  1. Οι τραγικές εξελίξεις

Η ενεργή στρατιωτικο-πολιτική συμμετοχή των αλβανοτσάμηδων στην επιχείρηση Augustus αξιολογήθηκε δεόντως από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και η εμπλοκή τους αναβαθμίστηκε. Τα γεγονότα ευνοούν τη μετεξέλιξη της σύμπραξης του ενισχυμένου γερμανικού στρατού με την αλβανοτσάμικη πολιτικο-διοικητική επικράτηση. Ο αφοπλισμός των ιταλικών στρατιωτικών μονάδων (08-09.09.1943) ανέδειξε όχι μόνο ότι είναι απαραίτητοι στο πεδίο, αλλά και διεύρυνε τα όρια της οργανικής και λειτουργικής τους συμβολής[6], που εκδηλώνεται με απροσχημάτιστη, γενικευμένη, καθημερινή, εγκληματική βία.

Από την επόμενη μέρα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων Augustus (15.08.1943), οι ντόπιοι εταίροι της Βέρμαχτ επωφελούνται άμεσα και «συλλαμβάνονται 35 κάτοικοι της Παραμυθιάς με ονομαστική κατάσταση, οι οποίοι ανακρίνονται και μεταφέρονται στα Ιωάννινα. Προς το τέλος Αυγούστου[………] οι όμηροι αφήνονται ελεύθεροι και ορισμένοι φεύγουν για το αντάρτικο. Οι περισσότεροι μένουν»[7].

Η επιβεβαίωση του νέου ρόλου, που έχουν πλέον αναλάβει οι αλβανοτσάμηδες το Σεπτέμβριο του 1943, έρχεται με το περιστατικό στη «Σκάλα» της Παραμυθιάς. Η αντιστασιακή ενέργεια των δυνάμεων του Ζέρβα με πέντε ή έξι νεκρούς Γερμανούς στρατιώτες έχει ως επακόλουθο την εκτέλεση των εννέα πολιτών της πόλης (19.09.1943). Πρόκειται για το πρελούντιο των εκτελέσεων των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς (29.09.1943).

Το συγκεκριμένο έγκλημα βασίστηκε σε μια καλά σχεδιασμένη και στοχευμένη επιλογή προσώπων, την οποία είχε καταρτίσει ο Μαζάρ Ντίνο. Η λίστα των επιλεκτικών συλλήψεων περιλάμβανε πρόσωπα που συνιστούσαν από μορφωτική και οικονομικο-κοινωνική άποψη το συνεκτικό ιστό της πόλης. Η εκτέλεσή τους απέβλεπε στην κάμψη του ηθικού των πατριωτών, την αποδυνάμωση του πιο σημαντικού κέντρου της Θεσπρωτίας, την κατατρομοκράτηση του πληθυσμού της περιοχής και, κυρίως, σήμαινε την πλήρη επικράτηση των αλβανοτσάμηδων στο πεδίο.

Οι επιλεκτικές αυτές εκτελέσεις είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη αναγνώριση από την κατοχική Βέρμαχτ της αποκλειστικής/μοναδικής πλέον συνεργασίας στην περιοχή, αλλά και την συνακόλουθη έγκριση, διεύρυνση και κυρίως τη νομιμοποίηση των ενεργειών εθνοκάθαρσης και πολιτικο-διοικητικής διεκδίκησης.

Με τη σύμπραξη των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων προωθείται πλέον η ωμή δολοφονική βία, η περιφρόνηση προς τον κατοχικό αναπληρωτή νομάρχη[8] και η απροσχημάτιστη επιδίωξη της ηγεσίας των αλβανοτσάμηδων στην de facto διοικητική αυτονόμηση της Θεσπρωτίας και την ένταξή της στις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις του Εθνικού Αλβανικού Συμβουλίου.

Από τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1944, ενώ το «αλβανικό ζήτημα» βραχυκυκλώνει «τα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας του Γ’ Ράιχ»[9] και η «Ξίλια» εξακολουθεί να ασκεί την εγκληματική της δράση ισορροπώντας ανάμεσα στη Βέρμαχτ και την αλβανική κυβέρνηση, οι αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ με τη συνδρομή των συμμαχικών δυνάμεων ενισχύουν τις δράσεις τους. Την άνοιξη, μάλιστα, και με την προέλαση των συμμαχικών δυνάμεων στα θέατρα του πολέμου, συνειδητοποιείται σταδιακά από τους αλβανοτσάμηδες ότι η προοπτική/ φαντασίωση του αλυτρωτισμού μοιάζει ανέφικτη. Τον Ιούνιο η σχετική εθνομειονοτική κίνηση αποδεικνύεται παντελώς μετέωρη.

  1. Η έξοδος και η Νέμεση

Όταν το καλοκαίρι του 1944 η λήξη του πολέμου έχει προδιαγραφεί σ’ ανατολή και δύση, η ηγεσία των αλβανοτσάμηδων, διαπιστώνοντας τη σταδιακή ανάκληση/αποχώρηση/ σύμπτυξη των γερμανικών δυνάμεων και τις ασφυκτικές πιέσεις από τον ΕΔΕΣ και τις συμμαχικές δυνάμεις, οργανώνει την έξοδο των ομοθρήσκων της από τις πόλεις και τα χωριά νότια του ποταμού Καλαμά προς την Αλβανία.

Η τραγική αυτή κατάληξη της εξόδου συνιστά ό,τι οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν με τη Νέμεση, τη θεότητα που τιμωρούσε την ύβρη, την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων που τόλμησαν να διασαλεύσουν με εγκληματικές πράξεις την ηθική της συγκεκριμένης κοινωνίας.

Αν η έξοδος ήταν η τιμωρία της Νέμεσης ή Θεία Δίκη, τότε το γεγονός ότι ήταν αναίμακτη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγαθυμία του Ν. Ζέρβα, που περιφρούρησε με την αδιαμφισβήτητη επιβολή του την όποια δικαιολογημένη διάθεση αντεκδίκησης για ό,τι υπέστησαν οι ίδιοι ή αγαπημένα τους πρόσωπα. Για να γίνει αντιληπτό το μεγαλείο που επέδειξαν οι αντιστασιακές δυνάμεις, ας συγκριθεί με παρόμοιες ιστορικές συνθήκες στο διεθνή ορίζοντα.

  1. Η διαχείριση της μνήμης

Το ιστορικό που παρουσιάστηκε φωτίζει ιστορικά γεγονότα, η εγκυρότητα των οποίων δύσκολα μπορεί να κλονιστεί, καθώς αυτά βασίζονται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, σε προφορικές μαρτυρίες/αφηγήσεις, σε γραπτά τεκμήρια της διοίκησης, σε ιστορικά αρχεία και, κυρίως, διασταυρωμένα με γραπτές εκθέσεις των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων.

Τα δημοσιευθέντα ιστορικά τεκμήρια/ ντοκουμέντα συνιστούν το αναγκαίο πλαίσιο προσέγγισης και κατανόησης της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας. Τα τεκμήρια πιστοποιούν και γράφουν την ιστορία, ενώ η έλλειψη, η αγνόηση, η στρέβλωση και η όποια παραποίησή τους οδηγεί σε ατραπούς παραμυθίας-παραμυθολογίας.

Δεν θα επαναλάβω τη θλιβερή παράλειψη των σχολικών βιβλίων/ εγχειριδίων ιστορίας να αναφερθούν στα ιστορικά γεγονότα που εκτέθηκαν προηγουμένως. Όμως, τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε και η λεγόμενη Δημόσια Ιστορία, που στα πλαίσια του κοινωνικού/ δημόσιου διαλόγου και τη συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα με αναστοχαστικές, αναθεωρητικές και πολιτικο-ιδεολογικά φορτισμένες αναλύσεις. Το κύμα της πολιτικής ορθότητας[10] (woke culture), που κατακλύζει την κοινωνική καθημερινότητα και αποδομεί βασικές παραδοχές, κατεστημένες αξίες και διαχρονικές βεβαιότητες, δεν διστάζει να ανασκευάζει και να αμφισβητεί την ιστορικά τεκμηριωμένη πραγματικότητα (cancel culture).

Οι «ψυχοπνευματικές στάσεις», που αναδύονται στο δημόσιο χώρο της διακίνησης των ιδεών αναφορικά με την ιστορική πραγματικότητα του «τσάμικου ζητήματος», συνίστανται:

-σε μια αμηχανία αντίδρασης που προκαλούν τα δημοσιευθέντα τεκμήρια. Η επιφυλακτικότητα, προκειμένου να συνταχθεί η αντίσταση στην αποδοχή της πραγματικότητας, σηματοδοτεί τον «συναγερμό» των ομοτέχνων, «οπαδών και παροικούντων» να ενεργοποιηθούν σχετικά με το ζήτημα.

-σε μια άρνηση των κομισθέντων τεκμηρίων, που συντελείται είτε με την εκδήλωση άγνοιας, αδιαφορίας, ίσως κάποιας περιφρόνησης, ως κάτι που αντιπαρέρχονται, είτε παραβλέποντας/αποκρύβοντας σκοπίμως τη δημοσίευση των ντοκουμέντων,

-σε μια στάση υποτίμησης των τεκμηρίων, που εκλαμβάνονται ως ένα «αφήγημα» – λέξη που βρίθει στο δημόσιο διάλογο- σηματοδοτώντας ότι πρόκειται για «κατασκευή», για κάτι φτιαχτό, τεχνητό, επεξεργασμένο, «πειραγμένο», που φέρει τα χαρακτηριστικά του συντάκτη και τη συναφή ιδεολογικο-πολιτική φόρτιση και στόχευση.

Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι,

Οι 49 αθώοι πολίτες της Παραμυθιάς, θύματα της ακατανόητης παραζάλης των παθών, μάρτυρες με φωτοστέφανα, περπάτησαν σ’ αυτά τα χώματα με αξιοπρέπεια και τιμή ευλογημένοι από το πετραχήλι του παπά-Βαγγέλη. Η θυσία τους τιμάται σήμερα κατά την 81η επέτειο της οδυνηρής και μισαλλόδοξης εκτέλεσης με το πάνδημο αυτό πένθος.

Ας είναι αιωνία η μνήμη τους!

Παναγιώτης ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

τ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων