Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Φανάρι – Καρυώτι – Γιάννη Γιάννης (Τσίλης)

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Το Φανάρι 

Το Φανάρι γεωγραφική περιοχή, εκτεινόμενο περί τον ποταμό Αχέροντα, ανήκει στους Νομούς Πρέβεζας και Θεσπρωτίας.  Eπειδή στην περιοχή αυτή καλλιεργούνταν  καλαμπόκι και ρύζι, εύρισκαν εργασία πολλοί από την Παραμυθιά και τα γύρω χωριά της, όπως Καρυώτι, Βέλλιανη, Προδρόμι και άλλα.  Εκεί σκάλιζαν το καλαμπόκι, έκοβαν το φύλλο του, μάζευαν τα στάχυα, τα ξέφλαγαν και τα στούμπιζαν. Tο ρύζι, αφού το περισυνέλεγαν, το αλώνιζαν με άλογα, μουλάρια ή βόδια.

Εδώ υπήρχε η Αχερουσία λίμνη, στην οποία χύνονταν  οι τρεις ποταμοί του ΄Αδη Αχέροντας, Πυριφλεγέθοντας και Κωκυτός. Υπήρχε το Νεκρομαντείο, το οποίο επισκέφτηκε και ο Οδυσσέας, προτού επιστρέ-ψει στην Ιθάκη, και για αρκετή ώρα συνομίλησε, κυρίως με τη μάνα του. Υπήρχαν πολλές αρχαίες πόλεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν και  η  ΄Εφυρα ή Εφύρα, οι κάτοικοι της οποίας καλλιεργούσαν δηλητηριώδη φίδια και το περισυλλεγμένο θανατερό δηλητήριό τους το  πουλούσαν σε βασιλιάδες,  για να έχουν τα βέλη του τόξου τους καλύτερο αποτέλεσμα.  (Βλέπ. Οδύσσεια ραψ. α. 259 -273 )

Εξαιτίας δε της Αχερουσίας λίμνης, οι Φαναριώτες για πολλά χρόνια, υπέφεραν από τη θανατηφόρα ασθένεια Ελονοσία (έλος + νόσος)  και μάλιστα πολλοί από αυτούς έχασαν και τη ζωή τους. 

Τον Αύγουστο του 1943 η Μεραρχία των Ναζί Edelweiss μαζί με τους μουσουλμάνους Τσάμηδες  επέδραμαν εναντίον του Φαναριού και περίπου για δέκα (10) ημέρες στα είκοσι τέσσερα (24) χωριά του δεν άφησαν λίθον επί λίθου. (Βλέπ. Σπύρου Μουσελίμη: « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 82)

Η περιοχή, σύμφωνα με τον περιηγητή Πουκεβίλ, ονομάστηκε Φανάρι, επειδή οι Βενετοί είχαν αποκτήσει το δικαίωμα να διατηρούν φανάρι  (φάρο) σε έναν από τους ψηλούς πύργους τους, που είχαν κτίσει στην περιοχή της Αμμουδιάς.  ( Βλέπ. Φραγκίσκου Πουκεβίλ : « Ταξίδι στην Ελλάδα », εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα, 1994, σελ. 135 ).   

Όταν γεννιόταν το μωρό και ο πατέρας του είχε ήδη πεθάνει  

Στην  Ήπειρο, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, όταν ο πατέρας μιας οικογένειας πεθάνει κι η μάνα έγκυος γεννήσει μετά το θάνατό του,  δίνουν  στο νεογέννητο, αν είναι αγόρι, το όνομα του πατέρα του κι αν είναι κορίτσι, το ανάλογο παράγωγο. 

Η χήρα μάνα 

Κατά την κατοχή (1941-1944), αλλά και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 – 1949), πολλές υπήρξαν οι ηρωίδες  εν χηρεία στα χωριά μας. Οι ηρωίδες αυτές, υπόδειγμα συζυγικής πίστης, αγωνίστηκαν κάτω από δύσκολες συνθήκες, όχι μόνο στην περίοδο του πολέμου, αλλά και της ειρήνης. Αγωνίστηκαν για να μεγαλώσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά τους, σύμφωνα με τα επικρατούντα  τοπικά έθιμα και παραδόσεις. 

Ορισμένες όμως εξ αυτών, πιεζόμενες από τους γονείς τους και από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης, αναγκάστηκαν να έρθουν σε δεύτερο γάμο, αφήνοντας  το παιδί τους που είχαν αποκτήσει από τον πρώτο σύζυγο  στη μητέρα τους ή σε άλλο συγγενικό τους πρόσωπο.  

Το ίδιο περίπου συνέβηκε και μετά το 1960,  όταν πολλά ανδρόγυνα αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για εργασία στη Γερμανία.

                              Το΄Ανω Καρυώτι, στη δεκαετία του 1990
  (1)  Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Κωνσταντίνου Γ. Τάχια 

Το χωριό  Καρυώτι 

Το χωριό Καρυώτι ( Τοπική Κοινότητα Καρυωτίου) του Δήμου Σουλίου, χωρίζεται στο ΄Ανω και Κάτω Καρυώτι, αν και στο Άνω Καρυώτι κατοικεί μόνο ένας Καρυωτίτης. Η ονομασία του πιστεύεται ότι προήλθε από το δέντρο καρυδιά (κοινώς καρυά), που παλιά ευδοκιμούσε σε μεγάλη έκταση νότια αυτού.  

Το Άνω Καρυώτι βρισκόταν πλησίον της Παραμυθιάς, στους πρόποδες του όρους Κορύλα και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 διερχόταν εντός αυτού ο δρόμος που ένωνε την Παραμυθιά με τα Σκάπετα (Σουλιωτοχώρια) μέσω Γαλατσίδας και Σταυρού.  Εξ’  αιτίας δε της θέσεώς του αυτής, κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής 1941-1944, αφού πυρπολήθηκε, αρκετοί Καρυωτίτες συνελήφθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν  και έχασαν τη ζωή τους. 

Το 1856  το Άνω Καρυώτι είχε δέκα  ( 10 ) κατοίκους  και το  1899 για πρώτη φορά λειτούργησε σ’ αυτό σχολείο, το οποίο χρηματοδότησε η Ιερά Μονή της Βέλλιανης. (Βλέπ. α. Παναγιώτου Αραβαντινού, Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμος Β΄. 1856, φωτοτυπία Ηλ. Ρίζου, σελ. 350 και β. Δημ. Παναγιωτίδου : « Η Βέλλιανη, τα πελασγικά αυτής τείχη και η Μονή », ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, συνεδρία της 13ης Δεκεμβρίου 1899, σελ. 149 )

                         Ο Γιαννη – Γιάννης με τη σύζυγό του Αγλαΐα Πάκου
      (2) Η  φωτογραφία ανήκει στον Κωνσταντίνο  Τσίλη, γιο του ΓιαννηΓιάννη 
              Επιμέλεια φωτογραφίας :  Κωνσταντίνος Γ. Τάχιας (Καρυωτίτης)

Ο Γιαννη – Γιάννης  (Τσίλης)

Ο Γιαννη – Γιάννης  (1919 – 2010 )  γεννήθηκε στην Απάνω Βέλλιανη. Γονείς του ήταν ο  Γιάννης Ντάγκας και μητέρα του η Ελένη του Λάμπρου Φάτσιου από το Καρυώτι. Ο πατέρας του σκοτώθηκε στη Μικρασιατική εκστρατεία, πριν ακόμα γεννηθεί. Γι’ αυτό, σύμφωνα με την  ηπειρώτικη συνήθεια, όταν τον βάφτισαν,  τού έδωσαν το όνομα του πατέρα του,  δηλαδή Γιάννης. Εξ’ αιτίας τούτου όχι μόνο  στο συγγενικό του κύκλο,  αλλά και στον ευρύτερο κοινό ήταν γνωστός ως Γιαννη – Γιάννης. Αργότερα, όταν μεγάλωσε και πήγε στρατιώτης, σύμφωνα με τη δική του ομολογία, πήρε το επώνυμο Τσίλης. Με το επώνυμο αυτό είναι σήμερα εγγεγραμμένος στο Μητρώο Αρρένων της Τοπικής Κοινότητος Καρυωτιού.  (Βλέπ. Μάριου Αναστασίου Μπίκα : « Οι Παπαφωταίοι της Βέλλιανης », Θεσσαλονίκη 2009 σελ.,198 κ.199)

Η μάνα του αργότερα παντρεύτηκε στο Ραχούλι το Φωτο – Πάκο, παίρνοντας μαζί μόνο την κόρη της Γιωργούλα. Το  Γιάννη τον άφησε στη μάνα της, τη Λάμπρω Φάτσαινα

Ο Γιαννη – Γιάννης, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, για μερικά χρόνια,  και μάλιστα όχι συνεχόμενα, πήγε ως ψυχοπαίδι σε άκληρη οικογένεια του Καρυωτιού.  Τα χρόνια αυτά τού άφησαν ψυχικά τραύματα. Λύγισε. Μόνος του πάλεψε και  σηκώθηκε όρθιος,  αντιμετωπίζοντας  και το μεγάλο Bulling της κοινωνίας που ζούσε.

Αργότερα  παντρεύτηκε την Αγλαΐα Πάκου από την Παραμυθιά και μαζί της απόκτησε δυο αγόρια τον Κώστα και το Γιώργο.  

Ο Γιαννη – Γιάννης καθ’ όλη τη ζωή του  ήταν θεοσεβής, πολύ θεοσεβής. Κάθε Κυριακή και γιορτή από τους πρώτους πήγαινε στη εκκλησία κι έφευγε από τους τελευταίους. Νήστευε, μεταλάβαινε κι απ’ όλους τους Αγίους αγαπούσε πιο πολύ τον ΄Αγιο Αρσένη στη σπηλιά του Κορύλα. 

Στη συνέχεια ακολουθούν ορισμένες μαρτυρίες, κυρίως στενών συγγενών του Γιαννη – Γιάννη, οι οποίες, αν και  αναφέρονται στην παιδική και εφηβική ζωή του, απεικονίζουν την όλη ζωή, όχι μόνο των κατοίκων του Καρυωτιού, αλλά και της ευρύτερης περιοχής.

Μαρτυρίες   

–   Γιάννης Γεωργίου Σταύρου, Καρυωτίτης (συνταξ. μαθηματικός) 

«  Ο Γιαννη – Γιάννης, με αυτό το όνομα  τον ξέραμε στο Καρυώτι, ήταν ανιψιός της μάνας μου (απ’ αδερφή). ΄Ηρθε μικρός  στη γιαγιά του τη Λάμπρω Φάτσαινα, επειδή ο πατέρας του σκοτώθηκε  στη Μικρασιατική Καταστροφή και η μάνα του παντρεύτηκε στο Ραχούλι τον επίσης χήρο Φώτο Πάκο.

Ο Γιαννη – Γιάννης ως ψυχοπαίδι 

Στο Άνω Καρυώτι ζούσε  η Θοδωρέσια μαζί με τον άνδρα της το Θοδωρή. Επειδή δεν είχαν παιδιά, πήραν για ψυχοπαίδι  το Γιαννη – Γιάννη, που την εποχή αυτή ήταν ηλικίας περίπου δέκα (10) ετών. 

« Οι θετοί γονείς του », χρησιμοποιώντας ασήμαντες αφορμές, αφού πολλές φορές  τον έδιωξαν από το σπίτι τους και τον ξαναπήραν,  τον έστειλαν τελικά πίσω στη γιαγιά του.   

Για τη ζωή του, όχι μόνο  ως ψυχοπαίδι, σώθηκαν ορισμένες πραγματικές ιστορίες (παρατίθενται παρακάτω), οι οποίες φανερώνουν,  παρά το νεαρό της ηλικίας του, την εργατικότητα, την αντοχή,  την εξυπνάδα  και το εμπορικό του πνεύμα : 

Τα σύκα 

Η Θοδωρέσια ό,τι παρήγαγε, όπως κηπευτικά, σύκα, αχλάδια  καρύδια κ.ά.  τα μετέφερε  στην αγορά της Παραμυθιάς και τα πουλούσε. 

Μια μέρα έδιωξε το Γιαννη – Γιάννη από το σπίτι της, με τη δικαιολογία ότι έφαγε πολλά σύκα. Φύγε, του είπε : Ακόμα και στα μανίκια του σακακιού σου έκρυψες σύκα. Κι ο Γιάννης, μετά τις φωνές της Θοδωρέσιας, επέστρεψε και πάλι  στο σπίτι της γιαγιάς του. Τον ξαναπήρε όμως η Θοδωρέσια μετά  από λίγες μέρες. 

Τα τσιγάρα

Ο Γιαννη Γιάννης πήγε στην Παραμυθιά μαζί με τη Θοδωρέσια, για να πουλήσει πουλήματα. Εκεί, όταν για μια στιγμή η Θοδωρέσια απουσίασε, πούλησε δυο αγγούρια  και με τις δραχμές που πήρε,  αγόρασε τσιγάρα για τον άνδρα της, το Μπάτσιη, όπως τον αποκαλούσε ο Γιάννης. Όταν όμως στο Καρυώτι η Θοδωρέσια είδε τον άνδρα της να καπνίζει τσιγάρα του εμπορίου, τον ρώτησε : 

–  Πού βρήκες τα τσιγάρα;

–  Μού τα έφερε ο Γιάννης από την Παραμυθιά. 

–  Γιάννη, τα τσιγάρα πού τα βρήκες;

–  Τα αγόρασα στην Παραμυθιά. 

–  Και με τι λεφτά;

–  Πούλησα, όταν έλειπες, δυο (2) αγγούρια. 

–  Γιάννη, αυτό καθόλου δεν μου αρέσει. Σήμερα πήρες δύο (2) δραχμές, αύριο θα πάρεις τρεις (3), την άλλη τέσσερις (4). Τώρα, σήκω φύγε. 

Κι ο Γιαννη – Γιάννης με σκυμμένο το κεφάλι και γεμάτος πικρία, έφυγε, κουρνιάζοντας στη γιαγιά του. Μετά όμως από λίγες ημέρες, η Θοδωρέσια τον ξανακάλεσε στο σπίτι της.  

            Το καλαμπόκι 

Ο Γιάννης είχε πάει για δουλειά στο Φανάρι. Δεκαπέντε (15) ημέρες δούλεψε σκληρά. Φορτωμένος με ένα τσουβάλι καλαμπόκι τριάντα (30) περίπου οκάδων, ξεκίνησε να έλθει στο Καρυώτι. Στο δρόμο τον έπιασαν και του πήραν όλο το καλαμπόκι. Φοβισμένος ήρθε στο σπίτι μας,  και, αφού μάς είπε τι ακριβώς τού συνέβηκε, συγκεντρώσαμε από τις αστρέχες δεκαπέντε (15) οκάδες καλαμπόκι και το πήγε στη Θοδωρέσια. Κι η Θοδωρέσια, γεμάτη απληστία, τον παρατήρησε :  

–  Γιάννη, για δεκαπέντε (15) μέρες που δούλεψες στο Φανάρι, πήρες μόνο δεκαπέντε οκάδες καλαμπόκι; 

Τα αυγά 

Στο Φανάρι ο Γιαννη – Γιάννης πούλησε το καλαμπόκι, που έλαβε από την εργασία του και αγόρασε αυγά σε χαμηλή τιμή. Τα αυγά αυτά προκειμένου να τα πουλήσει σε μεγαλύτερη τιμή στην Πάργα και για να μην τον ληστέψουν στο δρόμο, πήρε μαζί  τα πρώτα του ξαδέρφια, το Γκέλη Κούρτη με  τον Στέλιο Σταύρου, τον αδερφό μου. Όταν δε στην Πάργα πούλησε τα αυγά,  αγόρασε και  στην παρέα του από ένα κομμάτι ψωμί. Αυτός ήταν ο Γιαννη – Γιάννης, προνοητικός και με εμπορικό μυαλό.  Και πάντα ανταπέδιδε το καλό που τού έκαναν. 

Το τουφέκι 

Το 1940  ο Γιαννη – Γιάννης  μαζί με άλλους χωριανούς έλαβε μέρος στο Αλβανικό Μέτωπο, πολεμώντας εναντίον των Ιταλών και των Αλβανών. Τον Απρίλη του 1941, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς,  επέστρεψε στο Καρυώτι. Μαζί του έφερε και το πολεμικό του τουφέκι, το οποίο έκρυψε μέσα στο σπίτι μας, γνωρίζοντας  την  κρύπτη του μόνο αυτός και ο πατέρας μου.  

Στις 12  Φεβρουαρίου 1945, όταν υπογράφτηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας, επειδή ο Γιαννη – Γιάννης έλειπε για δουλειά, ο πατέρας μου  παρέδωσε το όπλο του στην Αστυνομία της Παραμυθιάς.  Και, όταν ο Γιαννη – Γιάννης επέστρεψε και διαπίστωσε ότι το τουφέκι του έλειπε, γεμάτος θυμό είπε στον πατέρα : 

  • Γιώργο, πού είναι το όπλο μου; 
  • Το παρέδωσα στην Αστυνομία. 
  • Γιατί το παρέδωσες; 

–   Γιατί, αν μάθαιναν ότι είχες όπλο, θα σε περνούσαν αμέσως  στρατοδικείο.  

–   Εγώ  το όπλο αυτό δεν το ήθελα για πόλεμο. Το ήθελα για ενθύμιο, επειδή πολλές φορές μού έσωσε  τη ζωή. 

Το μαγαζί του στην Παραμυθιά 

Στο κέντρο της Παραμυθιάς,  και βορειοδυτικά από τον Πλάτανο, είχε το μικρό μαγαζί του. Στο μαγαζί αυτό πουλούσε αγροτικά προϊόντα και  βότανα που μάζευε ο ίδιος από το βουνό Κορύλας.  Κάθε πρωί, ανεξάρτητα από την εποχή και τις καιρικές συνθήκες, αναχωρούσε  με τα πόδια από το σπίτι του (Κάτω Καρυώτι) για το μαγαζί του και, όταν το έκλεινε, επέστρεφε και πάλι με τον ίδιο τρόπο ».   

                   Ο Ευάγγελος Δημητρίου με τη σύζυγό του  Αθηνά το γένος Φωτο -Πάκου 
(2)  Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο γιος τους  Δημήτρης Δημητρίου (φιλόλογος) 

–   Αθηνά  Πάκου – Δημητρίου  ( Ραχούλι ) 

« Εγώ το Γιαννη Γιάννη τον είχα αλάδερφο. Είχαμε την ίδια μάνα. Ο πατέρας του σκοτώθηκε το 1919 στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Την εποχή αυτή η γυναίκα του η Λένη ήταν έγκυος. Όταν απόκτησε και βάφτισαν το μωρό, τού έδωσαν το όνομα Γιάννης, δηλαδή το όνομα  του πατέρα του.

Ο Φωτο – Πάκος, που είχε πάει και αυτός στη Μικρασιατική εκστρατεία, μετά το τέλος του πολέμου γύρισε στο χωριό του, το Ραχούλι. Εκεί ήρθε η μάνα του Γιαννη – Γιάννη, για να τον ρωτήσει, αν είχε ακούσει κάτι για τον άντρα της. 

–   Τον  άντρα σου, της είπε ο Φωτο – Πάκος,  μην τον περιμένεις.  Στα χέρια μου ξεψύχησε

Μετά από λίγα χρόνια, ο Φωτο – Πάκος κι η Ελένη, η μάνα του Γιαννη Γιάννη παντρεύτηκαν. Και οι δυο ήταν χήροι. Ο πρώτος είχε ένα γιο, το Μήτρο, ενώ η Ελένη το Γιάννη που άφησε στη μάνα της και τη Γιωργούλα, την οποία πήρε μαζί της  και αργότερα παντρεύτηκε στο Ραχούλι, το Φώτο Λάζο (Δημητρίου). 

Από το γάμο του Φωτο – Πάκου με την Ελένη, γεννήθηκα κι  εγώ. 

Ο Γιαννη – Γιάννης στο Καρυώτι, επειδή φύλαγε τα γίδια στο βουνό, αρρώστησε. Και, για να γιατρευτεί, είδε κι έπαθε. Στη συνέχεια, αφού παντρεύτηκε την Αγλαΐα Πάκου από την Παραμυθιά, απόκτησαν δυο αγόρια. 

–   Χριστίνα Γώγου, πρώην Ληξίαρχος της  Δημοτικής Ενότητας Παραμυθιάς  :  

«  Ο Γιαννης – Γιάννης ήταν τίμιος, πολύ τίμιος στις συναλλαγές του.  Στο μικρό μαγαζί του πουλούσε,  τσάι του βουνού, χαμομήλι, σκόρδα,  μελισσοκέρι, τριχιές, ράμματα, κάβιες και πολλά άλλα  ».

–  Κώστας Τσίλης, γιος του Γιαννη – Γιάννη. 

«  Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην απάνω Βέλλιανη, ως Γιάννης Ντάγκας. Το επώνυμο Τσίλης, σύμφωνα με δική του ομολογία, το πήρε την εποχή που υπηρετούσε στρατιώτης. Γι’ αυτό το λόγο κι εμείς όλοι σήμερα γραφόμαστε Τσίλης

Με τους Βελλιανίτες Γάκη Ντάγκα, πατέρα του Φώτη  και τη Σωτηρ – Γιώργαινα, γιαγιά του Ναπολέοντα Πατσούρα,  είχαμε στενή  συγγένεια.

Το μαγαζί που είχε στην Παραμυθιά το είχε αγοράσει με δικά του χρήματα…  ».

Ο Κώστα Τσίλης, γιος του Γιαννη – Γιάννη, γαμπρός  έμπροσθεν του Αγίου Νικολάου της Κάτω Βέλλιανης, αναμένει την άφιξη της μέλλουσας συζύγου του  ΄Ελλης Σπ. Λώλου. Ιούλιος 1977.
 (3) Φωτογραφία . Αρχείο Μ.Α.Μ.
Η νύφη  Έλλη Λώλου ανάμεσα στον πατέρα της Σπύρο και τον αδελφό
της Νίκο,  κατηφορίζει από το σπίτι της για τον ΄Αγιο Νικόλα της Κάτω Βέλλιανης. ΄Οπισθεν  διακρίνονται ο Βαγγέλης Λώλος (αριστερά),  ο Χαρίσης Παπαφώτης, ο Παπαγάκης (Παπαφώτης), ως  και ολόκληρο του γάμου το αψίκι ….
                  (4) Φωτογραφία. Αρχείο Μ.Α.Μ. Ιούλιος 1997

Οι απόγονοι του Γιαννη – Γιάννη ( παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα) ας είναι περήφανοι για τον πρόγονό τους, ο οποίος κατάφερε με τις δικές του δυνάμεις να ξεπεράσει όλες τις  δυσκολίες που αντιμετώπισε στη ζωή και να γίνει άξιος οικογενειάρχης και τίμιο μέλος της κοινωνίας. 

                                                                                                               Μ.Α.Μ.