Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας Τζουμέρκων – Σύντομη ιστορική αναδρομή

Της Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)

Το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας ΤζουμέρκωνΣύντομη ιστορική αναδρομή        

Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί απόσπασμα, με νεότερες πλέον προσθήκες, από την ομιλία μου στην πρώτη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε μετά την κατάρρευση του γεφυριού στα Ιωάννινα, στις 5/5/2015.                      

Η Ήπειρος, γεωγραφικά, χαρακτηρίζεται ως μία ορεινή περιοχή με πέντε παράλληλες οροσειρές να τη διασχίζουν κατά μήκος και αντίστοιχα πέντε μεγάλους ποταμούς να δεσπόζουν ανάμεσα στους ορεινούς όγκους, διανοίγοντας με δυσκολία τον δρόμο τους προς τη θάλασσα. Ως τμήμα της Ηπείρου, αντίστοιχη είναι και η εικόνα των Τζουμέρκων. Πρόκειται για μία κατεξοχήν ορεινή περιοχή, όπου κυριαρχούν τα Αθαμανικά όρη, ενώ δυο ποταμοί: ο Άραχθος στα δυτικά και ο Αχελώος στα ανατολικά αποτελούν τα φυσικά σύνορά της.

Άποψη του γεφυριού της Πλάκας πριν από την κατάρρευσή του

            Διαχρονικά σε όλους τους πολιτισμούς, η σημασία των ποταμών υπήρξε μεγάλη, όπως αποδεικνύεται και από τη θεοποίησή τους κατά τη διάρκεια της κλασικής αρχαιότητας. Ο ποταμός αποτελούσε πηγή ζωής για τον άνθρωπο, εξασφαλίζοντας του νερό και διευκολύνοντας την επικοινωνία του με τις όμορες περιοχές. Ωστόσο, ενώ συχνά διευκόλυνε την επικοινωνία, μέσω των πλωτών τμημάτων ή των κοιλάδων του, άλλο τόσο συχνά την παρεμπόδιζε με τα ορμητικά και αδιάβατα νερά του. Τα παραπάνω ισχύουν στο ακέραιο και στην περίπτωση του Αράχθου, ο οποίος παρείχε νερό στους Τζουμερκιώτες, όπως και ενέργεια για τους υδρόμυλους, τις νεροτριβές και τα μαντάνια τους, δυσχέραινε όμως την επικοινωνία με τα παράλληλα όρη του Ξηροβουνίου και κατ’ επέκταση και με τον δρόμο που οδηγούσε στα αστικά κέντρα, τα Γιάννενα ή την Άρτα.

            Η ανάγκη λοιπόν των ανθρώπων της προβιομηχανικής εποχής, συμπεριλαμβανομένων και των Τζουμερκιωτών, για επικοινωνία και ασφαλή διέλευση επάνω από υδάτινα περάσματα οδήγησε στην κατασκευή των πέτρινων τοξωτών γεφυριών, τα οποία εμείς οι Ηπειρώτες γνωρίζουμε πολύ καλά. Μάλιστα, ήταν τόση η σημασία του εκάστοτε γεφυριού για τους ανθρώπους που εξυπηρετούσε ώστε να δημιουργήσουν, γύρω από αυτό, ένα σύνολο μύθων, θρύλων και τραγουδιών, που αναφέρονται ακόμη και σε ανθρωποθυσίες προκειμένου να στεριώσει το οικοδόμημα.

Άποψη του γεφυριού της Πλάκας πριν από την κατάρρευσή του

            Ο θεοπόταμος των Τζουμέρκων Άραχθος διανθίζεται από 55 πέτρινα γεφύρια, έκαστο με την ιδιαίτερη μορφή, σημασία και ομορφιά του. Ένα από τα κορυφαία στολίδια του όμως θεωρείται το μονότοξο γεφύρι της Πλάκας, κτισμένο σε ένα κομβικό σημείο, όπως αποδεικνύεται από τη χρήση του χώρου ήδη από την κλασική αρχαιότητα έως σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, σε θέσεις πλησίον στο σύγχρονο Δ.Δ. Ραφταναίων έχουν εντοπιστεί λείψανα οχυρωμένου οικισμού αλλά και πύργου της ελληνιστικής περιόδου. Επιπρόσθετα, κατά τη νεότερη περίοδο, στην ευρύτερη περιοχή της Πλάκας διεξήχθησαν αλλεπάλληλες μάχες ανάμεσα στους Έλληνες και τους Οθωμανούς κατά τα έτη 1820, 1822 και 1854, ενώ επιπλέον την ίδια θέση είχαν επιλέξει ως ορμητήριο τους τόσο καπεταναίοι του αρματολικίου Τζουμέρκων όσο και σώματα Σουλιωτών, έχοντας επικεφαλής τον Μάρκο Μπότσαρη.

 Η γεωγραφική σημασία της δεδομένης τοποθεσίας για την επικοινωνία των Τζουμέρκων υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι είχαν προϋπάρξει γέφυρες, όπως προκύπτει από τις πηγές και τα τοπωνύμια, οι οποίες όμως είχαν καταρρεύσει. Πιο συγκεκριμένα, κοντά στο σημείο όπου κτίστηκε το μετέπειτα μονότοξο γεφύρι προϋπήρχε μια παλαιά λίθινη γέφυρα. Αυτή κατέρρευσε το 1860 εξαιτίας της ορμής του νερού που μετακίνησε τον βράχο όπου στηριζόταν. Το 1863 πραγματοποιείται μια δεύτερη απόπειρα, με πρωτομάστορα τον μαστρο-Γιώργη από την Κόνιτσα και χορηγό τον, γνωστό επιχειρηματία από τα Κατσανοχώρια, Ιωάννη Λούλη. Ωστόσο και η συγκεκριμένη προσπάθεια είχε τραγική κατάληξη, καθώς το γεφύρι κατέρρευσε την ημέρα των εγκαινίων του. Τελικά, το 1866, από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο, ο μαστρο Κωνσταντίνος Μπέκας από την Πράμαντα, με την οικονομική συνδρομή και πάλι του Ιωάννη Λούλη αλλά και των όμορων κοινοτήτων π.χ. Πράμαντας, Άγναντας, Μελισσουργών κ.α., υψώνει στον τζουμερκιώτικο ουρανό το περίφημο μονότοξο γεφύρι, ύψους 21 μέτρων και ανοίγματος καμάρας 40 μέτρων, το μεγαλύτερο των Βαλκανίων. Αλλά ακόμη και αυτό το γεφύρι λίγο έλειψε να ακολουθήσει την μοίρα των προηγούμενων. Αιτία ήταν τα πρωτοβρόχια που ξεκίνησαν νωρίτερα και ανάγκασαν τα μαστόρια να απομακρύνουν πρόωρα τις σκαλωσιές. Ως αποτέλεσμα, προξενήθηκε μια ελαφρά κλίση στο σύνολο της κατασκευής, η οποία όμως ήταν δύσκολα ορατή.

Άποψη του γεφυριού την ημέρα της κατάρρευσης

Το περήφανο γεφύρι που ύψωσε ο μαστρο – Μπέκας, σαν ουράνιο τόξο στον τζουμερκιώτικο ουρανό, δεν ένωσε απλώς τις δύο όχθες του Αράχθου. Πρώτα, διευκόλυνε, στον μέγιστο βαθμό, τις διάφορες μετακινήσεις των κατοίκων των όμορων κοινοτήτων, όπως και τις αντίστοιχες συστηματικότερες των νομάδων και των κοπαδιών τους. Εν συνεχεία, λειτούργησε ως δρόμος εμπορίου, επιτρέποντας την πιο εύκολη και τακτική διακίνηση εμπορευμάτων και επαγγελματιών προς και από τα Τζουμέρκα. Επιπλέον, επέτρεψε τις μετακινήσεις μαθητών, ασθενών, ταξιδιωτών, των κατοίκων της περιοχής που έφευγαν προς αναζήτηση εργασίας. Ουσιαστικά, η χρήση του γεφυριού αγκάλιασε όλες τις φάσεις της ζωής των τζουμερκιωτών, κυρίως όμως λειτούργησε ως ένα βάλσαμο και παρηγοριά στην καρδιά τους ότι πλέον δεν ήταν μόνοι τους στον άγριο και τόσο αγαπημένο τόπο τους, αποκομμένοι από τα ορμητικά νερά του Αράχθου αλλά ότι  υπήρχε, ανά πάσα στιγμή, η δυνατότητα της επικοινωνίας.

            Ωστόσο, παρά τη μεγάλη σημασία και τη συστηματική χρήση του, οι τζουμερκιώτες χάρηκαν και χρησιμοποίησαν το γεφύρι της Πλάκας μόνο 15 χρόνια. Κατά το έτος 1881, με την προσάρτηση της Άρτας και της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ο Άραχθος αποτέλεσε το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην ανεξάρτητη και την υπόδουλη Ελλάδα και ως συνέπεια απαγορεύτηκε η ελεύθερη διέλευσή του για ανθρώπους, ζώα, εμπορεύματα και κάθε είδους αγαθό. Μάλιστα από την πλευρά των Τζουμέρκων, του ελληνικού κράτους δηλαδή και δίπλα στη γέφυρα, τοποθετήθηκε ο τελωνειακός σταθμός, το κτήριο του οποίου σώζεται ακόμη, πλαισιώνοντας τον αντίστοιχο οθωμανικό. Μετά την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ηπείρου με τους βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913, το γεφύρι αποδόθηκε και πάλι στους νόμιμους κατόχους του, τους κατοίκους των Τζουμερκων, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν εν νέου συστηματικά, συντηρώντας το ταυτόχρονα.

Άποψη του γεφυριού σήμερα μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασής του.

            Ο επόμενος ιστορικός σταθμός είναι η περίοδος της γερμανικής κατοχής. Οι κατακτητές, αντιλαμβανόμενοι τον κομβικό ρόλο και τη σημασία του γεφυριού, η οποία επιτείνεται και από τη συστηματική χρήση του από μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων, αποφάσισαν να το ανατινάξουν, κατά το έτος 1943. Αφού λοιπόν τοποθέτησαν ποσότητα δυναμίτη, πυροδότησαν την έκρηξη, η οποία, ευτυχώς, προκάλεσε ελάχιστες ζημιές που γρήγορα επισκευάστηκαν. Εκτός όμως από τους κατοίκους των Τζουμέρκων και τους Γερμανούς κατακτητές, η γέφυρα της Πλάκας διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερο και συμβολικό ρόλο και για τις αντιστασιακές οργανώσεις, λειτουργώντας ως ένα σύνορο ανάμεσά τους, όπως αποδεικνύεται από την υπογραφή, στο οικοδόμημα του άλλοτε ελληνικού τελωνείου, της περίφημης συμφωνίας Πλάκας – Μυρόφυλλου κατά το έτος 1944, η οποία όριζε ειρήνευση και κοινή δράση των αντιστασιακών οργανώσεων ενάντια στους κατακτητές.

Το κτήριο του τελωνείου

            Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και την ειρήνευση της χώρας, η γέφυρα της Πλάκας επιστρέφει για μία ακόμη φορά στους Τζουμερκιώτες. Ωστόσο, η αλλαγή στον τρόπο ζωής, με την ευρεία χρήση των αυτοκινήτων, οδήγησε στην τοποθέτηση, κατά το έτος 1960, μιας σιδερένιας γέφυρας σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το πέτρινο τοξωτό γεφύρι. Αυτό το τελευταίο κηρύχθηκε, κατά το έτος 1972, ως διατηρητέο μνημείο. Έκτοτε και κατά περιόδους έχουν πραγματοποιηθεί διάφορες εργασίες συντήρησής του. Τα τελευταία χρόνια βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο των συζητήσεων, αναφορικά με την τυχόν κατασκευή υδροηλεκτρικού φράγματος στην περιοχή και τις επιπτώσεις του στο ιστορικό γεφύρι. Τελικά, το κεντρικό τόξο της γέφυρας κατέρρευσε την 1 Φεβρουαρίου 2015 ύστερα από ισχυρές βροχοπτώσεις. Σήμερα, έχει πλέον αποκατασταθεί, μετά από μία τιτάνια προσπάθεια και αναμένεται να αποδοθεί εκ νέου στους τζουμερκιώτες και σε όλους όσους επιθυμούν να το θαυμάσουν και να το διασχίσουν.

            Ωστόσο, η γέφυρα της Πλάκας ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε και πολύ περισσότερο δε λησμονήθηκε. Εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα ιστορικό διατηρητέο μνημείο, ως ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα, ως ένας τουριστικός πόλος έλξης, ως το σύμβολο των Τζουμέρκων αλλά κυρίως ως το γεφύρι της καρδιάς μας που ενώνει τις δύο όχθες του Αράχθου, το παρελθόν με το παρόν της περιοχής και κυρίως τις ζωές και τα συναισθήματά μας.

Οι φωτογραφίες ανήκουν στην Αλεξάνδρα Μπόμπολη, Αντιπρόεδρο του Πολιτιστικού και Αθλητικού Κέντρου Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων