Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Τα κάστρα της Ηπείρου κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα

Της  Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)

Σύντομη επισκόπηση της οχυρωματικής δραστηριότητας στην Ήπειρο κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα

Εικ. 1 Τμήμα τείχους των αρχαίων Αθαμάνων στη Θέση Παλαιοκάτουνο Αρτας

Ήπειρος, το ΒΔ διαμέρισμα της Ελλάδος. Μια περιοχή που κατοικείται, σχεδόν, αδιάκοπα από την παλαιολιθική εποχή έως σήμερα. Αν και κάπως απομονωμένη από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, εξαιτίας των απρόσιτων ορεινών όγκων που την περιβάλλουν, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την καίρια γεωγραφική της θέση ως προς την επικοινωνία με τα Επτάνησα, την όμορη Ιταλία αλλά και τον βορρά. Η Ήπειρος αποτέλεσε πύλη εισόδου των πρώτων ελληνόφωνων φύλων, όπως και τμήμα των δυτικών συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η κλειστή αυτή και κάπως δυσπρόσιτη θέση της συνέβαλε, αποφασιστικά, στη δημιουργία ενός ιδιότυπου πολιτισμού, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, με ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και ποικίλες επιρροές.

            Ένα από τα μοναδικότερα χαρακτηριστικά του Ηπειρωτικού χώρου είναι η συνεχής ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα ήδη από την παλαιολιθική εποχή έως σήμερα, με περιόδους εξαιρετικής ακμής και μεγαλείου, όπως το ελληνιστικό κράτος του Πύρρου και το Ανεξάρτητο Κράτος της Ηπείρου. Η παραπάνω άποψη αποδεικνύεται και από τις γραπτές πηγές αλλά κυρίως από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ένας αδιάψευστος μάρτυρας, που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, είναι τα κάστρα, οι τειχισμένοι οικισμοί ή ακόμη και τμήματα τειχών που στέκουν όρθια για αιώνες, φανερώνοντας την ιστορία τους.

Εικ. 2 Άποψη τμήματος των τειχών της Νικόπολης

            Γενικά, στην Ήπειρο, όπου κυριαρχούσε για αιώνες ο νομαδικός τρόπος ζωής, οι πρώτοι τειχισμένοι οικισμοί εμφανίζονται στην κλασική εποχή, τον 5ο π.Χ. αι. Πληθαίνουν   εντυπωσιακά τον 4ο π.Χ. αι., οπότε ξεκινούν οι Ηπειρώτες να αναμιγνύονται στα πολιτικά πράγματα της νοτίου Ελλάδος και συνεχίζουν να αυξάνονται στα ελληνιστικά χρόνια, με το Βασίλειο του Πύρρου, την επεκτατική πολιτική του και τα φιλόδοξα σχέδια του. Παράλληλα, αρχικά η μακεδονική απειλή και αργότερα η ρωμαϊκή οδηγούν στην ενίσχυση και οχύρωση όλο και περισσότερων πόλεων και πολισμάτων. Η συνεχής κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων δε σηματοδοτεί και την ταυτόχρονη εγκατάλειψη των παλαιών, καθώς οι οχυρωμένες μεγάλες πόλεις της κλασικής περιόδου εξακολουθούν και τώρα να πρωταγωνιστούν και έτσι τα τείχη τους επισκευάζονται, ανανεώνονται, ενισχύονται και προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα της σύγχρονης οχυρωματικής. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τα περισσότερα τείχη και οχυρώσεις καταστρέφονται ολοσχερώς, ενώ ελάχιστα, τα πιο απαραίτητα, επισκευάζονται και ανανεώνονται από τους Ρωμαίους, μόνο σε σημεία στρατηγικής σημασίας. Αντίστοιχα, νέα οικοδομούνται σπάνια. Αυτό συμβαίνει γιατί διακατέχονται από τη βεβαιότητα της απεραντοσύνης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της δύναμης του στρατού τους. Η  περιοχή δε βρίσκεται κοντά στα σύνορα και δεν απειλείται άμεσα από εξωτερικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, δεν επιθυμούσαν να ενισχύσουν και τις δυνάμεις και την άμυνα των Ηπειρωτών, σε πιθανή προσπάθεια εξέγερσης τους.

Εικ. 3 Άποψη τμήματος των τειχών της Νικόπολης

Μετά την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την έναρξη της βυζαντινής εποχής, ξεκινούν σφοδρές επιδρομές βαρβαρικών λαών από τα βόρεια, οι οποίες συνοδεύονται από εκτεταμένες καταστροφές, σφαγές και λεηλασίες. Η Ήπειρος, στα δυτικά σύνορα του Βυζαντίου, είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους, κυρίως από τον βορρά, ενώ παράλληλα βρίσκεται πολύ μακριά από την πρωτεύουσα προκειμένου να την προστατέψει ο βυζαντινός στρατός. Αλλά και η νεοσύστατη αυτοκρατορία δεν έχει παγιώσει ακόμη τον χαρακτήρα της, δεν έχει κατασταλάξει εδαφικά και εμφανίζεται σε συνεχή αναβρασμό, ώστε εύλογα να αδυνατεί να προστατέψει επαρκώς όλες τις επαρχίες της. Ως συνέπεια, εμφανίστηκε επιτακτική η ανάγκη στους Ηπειρώτες για γρήγορη ενίσχυση της άμυνας τους και ταυτόχρονη προστασία τους.

            Καθώς λοιπόν δε διαθέτουν τα οικονομικά μέσα για ανέγερση νέων οχυρωματικών έργων αλλά ούτε και τον χρόνο, εξαιτίας των αλλεπάλληλων βαρβαρικών επιδρομών, προέκριναν ως λύση για την προστασία των πόλεων και των κατοίκων, οι οποίοι συνέχιζαν να διαμένουν στις ελληνορωμαϊκές πόλεις της προηγούμενης εποχής, την επισκευή, ενίσχυση και ανανέωση των υπαρχόντων τειχών, που προέρχονταν κυρίως από την ελληνιστική, σπανιότερα την κλασική και σποραδικά τη ρωμαϊκή περίοδο. Κοινά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων οχυρώσεων είναι το μικρότερο μέγεθος τους, μόνο ένα τμήμα της περιμέτρου του αρχαίου τείχους ξαναχρησιμοποιείται, το μικρό πλάτος των τειχών και η χρήση ορθογωνίων και στρογγυλών πύργων. Η κατασκευή μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόχειρη και βιαστική από αργούς λίθους μικρού ή μεσαίου μεγέθους και συχνά αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση. Ωστόσο, οι βάσεις και τα θεμέλια εξακολουθούν να φέρονται επί των προσεγμένων και σταθερά τοποθετημένων ογκολίθων των προηγούμενων εποχών.

Εικ. 4 Άποψη των τειχών του Κάστρου της Παραμυθιάς

Κατά την επόμενη πρωτοβυζαντινή φάση και ιδιαίτερα στην αρχή της, με το ευρύ οικοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού, κατασκευάζονται πολλά νέα οχυρωματικά έργα. Πιο συγκεκριμένα, ιδρύονται πολυάριθμες νέες πόλεις και οχυρώνονται ταυτόχρονα, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική και τις συνθήκες της εποχής. Αντίθετα, η πλειονότητα των αστικών κέντρων της προηγούμενης περιόδου εγκαταλείπονται, καθώς οι κάτοικοι προτιμούν να μετακινηθούν στα νέα πιο οχυρά, ασφαλή και σύγχρονα, αφήνοντας οριστικά εκείνα της ελληνορωμαϊκής εποχής, τα οποία καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν πολλές φορές  από τους βαρβάρους. Επιπλέον, εκτός από την κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων, ανανεώνονται ριζικά και πολλά ήδη υπάρχοντα ή ξανατειχίζονται, εξαιτίας της στρατηγικής τους σημασίας π.χ. Ουζντίνα Θεσπρωτίας. Κατά την τελευταία βυζαντινή φάση, την υστεροβυζαντινή, δεν ιδρύονται πλέον νέες πόλεις και οι πληθυσμοί εξακολουθούν να διαμένουν σε αυτές της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου. Ωστόσο, ορισμένοι περίβολοι ανανεώνονται, συχνά ριζικά, π.χ. Άρτας και Ιωαννίνων και προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, ενώ άλλες θέσεις που είχαν εγκαταλειφθεί και ερημωθεί ξανακατοικούνται, τειχίζονται και γνωρίζουν μία νέα περίοδο ακμής π.χ. Ρωγοί.

Εικ. 5 Άποψη απο το εσωτερικό της ΒΑ ακρόπολης του Κάστρου των Ιωαννίνων του μεγάλου κυκλικού βυζαντινού πύργου και του τείχους που τον πλαισιώνει.

Συνολικά, τα τείχη και γενικά τα οχυρωματικά έργα εμφανίζονται στον ελλαδικό χώρο ήδη από την πρώιμη εποχή του Χαλκού και διαρκούν έως τον 19 μ. Χ. αι., περίπου δηλαδή τέσσερις χιλιετίες, ώσπου η πολεμική και αμυντική τακτική, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλάζουν ριζικά και καταργούν τη χρήση τους. Τα σωζόμενα δείγματά τους, συχνά κάστρα ακέραια που στέκουν για αιώνες αδιάψευστοι μάρτυρες της ιστορίας, αποτελούν ορισμένα από τα εντυπωσιακότερα και σημαντικότερα μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς, προκαλώντας τον θαυμασμό τόσο στον ειδικό  ερευνητή όσο και στον απλό επισκέπτη. Η μελέτη τους, δύσκολη και πολύπλευρη, προσφέρει διάφορες και χρήσιμες πληροφορίες, που προωθούν, ποικιλοτρόπως, την έρευνα. Πιο συγκεκριμένα, η ύπαρξη τους και μόνο μας πληροφορεί για πόλεις και οικισμούς, για τις οποίες δεν υπάρχουν μαρτυρίες στις γραπτές πηγές ή αρχαιολογικά ευρήματα και συντελούν στον εντοπισμό τους. Επίσης, παρέχουν στοιχεία για τον αριθμό των νέων πόλεων κάθε περιόδου, των παλαιοτέρων που συνεχίζουν να κατοικούνται ή ακόμη και μετά από μια περίοδο εγκατάλειψης ξανακατοικούνται, αφού επιδιορθώνονται και ενισχύονται τα τείχη τους, για το μέγεθος και κατά συνέπεια και για τον πληθυσμό τους. Τα τείχη αυτά καθ’ αυτά οδηγούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την εξέλιξη της πολεμικής τέχνης και τακτικής, της τεχνολογίας γενικότερα σε κάθε εποχή και ως φυσικό επακόλουθο της αρχιτεκτονικής, τόσο αναφορικά με τον σχεδιασμό τους όσο και με τους τρόπους και τις μεθόδους ανοικοδόμησης. Βέβαια, ένας ακόμη καταλυτικός παράγοντας είναι και η οικονομική ευρωστία της εποχής και της περιοχής. Επιπλέον, ο  αριθμός και το μέγεθος των τειχών αποκαλύπτουν και την ιστορία της περιόδου. Εάν ήταν ειρηνική, τα έργα  αυτού  του  είδους θα ήταν περιορισμένα. Αντίστοιχα, εάν ήταν ταραγμένη, ανηγέρθησαν αρκετά αμυντικού χαρακτήρα οικοδομήματα, είτε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε περίπτωση άμεσου κινδύνου, είτε συστηματικά σύμφωνα με κάποιο γενικότερο σχέδιο. Εξίσου σημαντική είναι και η επιλογή των θέσεων πεδινών ή ορεινών, ανοχύρωτων ή φυσικά οχυρών, όπως και οι τοπικές διαφοροποιήσεις στην αρχιτεκτονική.

Εικ. 6 Ο μεγάλος κυκλικός βυζαντινός πύργος της ΒΑ ακρόπολης του Κάστρου των Ιωαννίνων

Συμπερασματικά, οι οχυρώσεις, γενικά, αποτέλεσαν για τους κατοίκους όλων των ιστορικών περιόδων όχι μόνο ένα χρηστικό – αμυντικό οικοδόμημα αλλά τη λεπτή γραμμή που τους χώριζε από τον βίαιο θάνατο, την κατάκτηση και τη λεηλασία. Σήμερα, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της ιστορικής πορείας της Ηπείρου, παρέχοντας πληθώρα στοιχείων για την αρχαιολογία, την αρχιτεκτονική, την ιστορία, τη δημογραφική εξέλιξη, την τοπογραφία, την τέχνη κ.α. Για αυτό και η συστηματική μελέτη και έρευνά τους φαντάζει επιτακτική.

Εικ. 7 Ο βυζαντινός πύργος, ο επονομαζόμενος «Πύργος του Θωμά», αποδιδόμενος στον Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων Θωμά Πρελιούμποβιτς, στο Κάστρο των Ιωαννίνων