Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Οι όροι «Αχέρων» και «Αχερουσία» στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Α΄μέρος)

Της Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)

Οι όροι «Αχέρων» και «Αχερουσία» στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Α΄μέρος)

Μετά την εκτενέστατη και γλαφυρότατη ομηρική περιγραφή της καθόδου του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο από την πεδιάδα του Φαναρίου, δημιουργήθηκε μία μυθική παράδοση σχετικά με τη συγκεκριμένη θέση. Έτσι στη συνέχεια, απαντά πληθώρα αναφορών σε ποικίλους συγγραφείς διαφορετικών εποχών. Τα χωρία μπορούν να διακριθούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: σε εκείνα όπου απλώς περιλαμβάνεται ο Αχέροντας ή η Αχερουσία λίμνη ή και τα δύο ως τα σημεία ένωσης του κόσμου των ζωντανών και του αντίστοιχου των νεκρών, ίσως και με κάποιες λεπτομέρειες της μετάβασης από τον ένα κόσμο στον άλλο, χωρίς όμως να προσδιορίζεται γεωγραφικά η θέση τους και στα χωρία εκείνα στα οποία η θέση του Αχέροντα και της Αχερουσίας εντοπίζεται με ακρίβεια στην πεδιάδα του Φαναρίου.

Βέβαια, υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, η αναφορά στο Αχερούσιον. Πρόκειται για μία χερσόνησο κοντά στη μεγαρική αποικία Ηράκλεια στον Πόντο. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, κατέβηκε ο Ηρακλής για να βρει τον Κέρβερο, ενώ από τις ακτές της πέρασε και το πλοίο των Αργοναυτών. Ωστόσο, το Αχερούσιον δε σχετίζεται με τους νεκρούς και τον Κάτω Κόσμο, παρά μόνο με τα παραπάνω μυθολογικά περιστατικά και έτσι δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον Ηπειρωτικό Αχέροντα και την Αχερουσία λίμνη. 

Συνεχίζοντας με τις πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, συναντούμε το πρώτο, μετά τον Όμηρο, χωρίο σχετικά με τον Αχέροντα, στον 7ο π.Χ. αι. και στα «Λυρικά» του μεγάλου λυρικού ποιητή Αλκαίου. Εκεί, πληροφορούμαστε ότι το μαρτύριο του πανούργου Σίσυφου ξεκίνησε αφού διέσχισε τον Αχέροντα, αφού πέθανε δηλαδή. Είναι γνωστό από τη μυθολογία ότι ο Σίσυφος, επειδή όσο ήταν ζωντανός είχε διαπράξει πολλές ύβρεις και είχε προδώσει ακόμη και τους θεούς, καταδικάστηκε μετά τον θάνατό του να προσπαθεί αδιάκοπα να ανεβάσει έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού, το οποίο βρισκόταν στον Άδη. Όταν το κατάφερνε, ο βράχος κατρακυλούσε και έτσι ξανάρχιζε την προσπάθεια. Μία σύντομη μνεία στον Αχέροντα ποταμό κάνει στα «Λυρικά» της και η γυναίκα εκπρόσωπος της λυρικής ποίησης, η  Σαπφώ. 

Αλλάζοντας πλέον αιώνα αλλά παραμένοντας στον χώρο της λυρικής ποίησης, υπογραμμίζεται, με μία φιλοσοφική διάθεση, στα «Λυρικά Επιγράμματα» του Σιμωνίδη του Κείου ότι ο καθένας μόνος του διαβαίνει τον Αχέροντα προκειμένου να φτάσει στον Κάτω Κόσμο. Ένας ακόμη αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος της λυρικής ποίησης που αναφέρεται σε αυτό το θέμα είναι ο Πίνδαρος, ο οποίος, στα «Λυρικά Πύθια», υποστηρίζει ότι η ψυχή της Κασσάνδρας, συντροφιά με την αντίστοιχη του Αγαμέμνονα, περπατά στις σκιερές όχθες του Αχέροντα. Το συγκεκριμένο χωρίο, αν και δεν περιλαμβάνει κάποια γεωγραφική ένδειξη, ωστόσο θυμίζει έντονα την εικόνα του πυκνού δάσους από λεύκες και ιτιές που φύεται στις όχθες του Αχέροντα, όπως και σε τμήμα της περιοχής του Φαναρίου.

Εξακολουθώντας στον 6ο π.Χ. αι., περνάμε στα πρώτα κείμενα όπου περιγράφονται οι εντυπώσεις μακρινών ταξιδιών ανάμικτες με πληθώρα γεωγραφικών, εθνολογικών κ.α. στοιχείων. Στη συγκεκριμένη κατηγορία εντάσσεται και ο «Περίπλους της θαλάσσης της Οικουμένης Ευρώπης και Ασίας και Λιβύης», τον οποίο πραγματοποίησε ο Σκύλακας από τα Καρύανδα. Μετά την επίσκεψή του στη χώρα των Θεσπρωτών, σημειώνει ότι αυτή διαθέτει καλά λιμάνια. Ονομαστό ανάμεσά τους θεωρείται η Ελαία, όπου εκβάλλει ο Αχέροντας και η Αχερουσία λίμνη μέσω της οποίας ρέει ο ποταμός. Η περιγραφή του Σκύλακα ανταποκρίνεται απόλυτα στην τοπογραφία της περιοχής, γεγονός που επιβεβαιώνει τη αξιοπιστία της συγκεκριμένης μαρτυρίας. 

Αλλά και στις ιστοριογραφικές απόπειρες του 6ου π.Χ. αι. συναντούμε μία αναφορά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Εκαταίος λοιπόν στην «Ιστορία» του διηγείται ότι κοντά στη Μέμφιδα υπάρχει η επονομαζόμενη Αχερουσία λίμνη και γύρω από αυτή πλούσιες εκτάσεις, καθώς και έλη στα οποία φύονται λωτοί και καλάμια. Στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την παράδοση, η συγκεκριμένη περιοχή αποτελεί την κατοικία των νεκρών, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι περισσότερες και σημαντικότερες ταφές εντοπίζονται εκεί. Μάλιστα, για να μπορέσουν να περάσουν τα σώματα από τον Αχέροντα και την Αχερουσία τα τοποθετούσαν σε ειδικές θήκες. Αλλά και όλο το υπόλοιπο τελετουργικό της μετάβασης στον Άδη, που απαντά στους Έλληνες, εμφανίζεται πανομοιότυπο και στους Αιγύπτιους. Επιπλέον, στην περιοχή υπάρχει και ιερό της Σκοτίας Εκάτης, καθώς και οι πύλες του Κωκυτού και της Λήθης.

Παρατηρώντας την ομοιότητα της περιγραφής με την περιοχή του Φαναρίου, τη χρήση των ίδιων τοπωνυμίων και ξέροντας την τάση πολλών εκπροσώπων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας να θεωρούν αιγυπτιακής καταγωγής τα ελληνικά θεολογικά δρώμενα, δύναται να υποθέσουμε ότι κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Εκαταίος. Γνωρίζει δηλαδή την τοπογραφία της περιοχής και τη μυθολογική παράδοση ότι λειτουργεί ως πύλη του Κάτω Κόσμου και επιδιώκει να ανιχνεύσει την καταγωγή της στην Αίγυπτο. Ή το ακριβώς αντίθετο, έχει μία πληροφορία για την Αίγυπτο και προσπαθεί να την ερμηνεύσει προσαρμόζοντας την στα όσα ξέρει από τον ελλαδικό χώρο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο Εκαταίος έχει άμεση ή έμμεση γνώση της περιοχής του Νεκρομαντείου και του μυθικού πλαισίου που την περιβάλλει. 

Αλλάζοντας πλέον αιώνα και περνώντας στα κατεξοχήν ιστοριογραφικά έργα, θα σταματήσουμε στην «Ιστορία» του Ηροδότου. Διηγείται λοιπόν ο ιστορικός ότι ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος έστειλε απεσταλμένους στο νεκρομαντείο των Θεσπρωτών, στον Αχέροντα ποταμό, να ρωτήσουν τη ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας πού είχε κρύψει τον θησαυρό κάποιου φιλοξενούμενου. Εκείνη όμως αρνήθηκε να φανερώσει το σημείο επειδή ήταν γυμνή και κρύωνε, καθώς ο σύζυγός της δεν είχε κάψει κατά την ταφή της τα ρούχα και τα κοσμήματά της, σύμφωνα με τη συνήθεια. Όταν ο Περίανδρος πληροφορήθηκε τα παραπάνω, σκηνοθέτησε μια γιορτή στο Ηραίο έξω από την Κόρινθο και κάλεσε όλες τις γυναίκες της πόλης. Μόλις συγκεντρώθηκαν, διέταξε τους υπηρέτες του να τους αφαιρέσουν τα ενδύματα και τα κοσμήματα, τα οποία και έκαψε προς τιμήν της ψυχής της Μέλισσας. Στη συνέχεια, έστειλε δεύτερη αντιπροσωπεία στο Νεκρομαντείο και η ψυχή της γυναίκας του, ευχαριστημένη πλέον, αποκάλυψε τη θέση του θησαυρού.

Σε έναν ακόμη μεγάλο ιστορικό, τον Θουκυδίδη, συναντούμε μία αρκετά αναλυτική περιγραφή της τοπογραφίας της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα, κατά την εξιστόρηση των προετοιμασιών της ναυμαχίας Κορινθίων και Κερκυραίων στα Σύβοτα το 433 π.Χ., η οποία αποτέλεσε μία από τις αφορμές κήρυξης του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Κορίνθιοι εντοπίζονται να έχουν προσορμιστεί στο Χειμέριο της Θεσπρωτίας. Πάνω από αυτό και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, στην Ελαιάτιδα της Θεσπρωτίας, βρίσκεται η Εφύρα. Κοντά σε αυτή τώρα, εκβάλλει η Αχερουσία λίμνη αλλά και ο Αχέρων ο οποίος ρέει στη Θεσπρωτία και επειδή χύνεται στη λίμνη της έδωσε και το όνομά του. Στην ίδια περιοχή ρέει και ο Θύαμις, ο οποίος ορίζει τη Θεσπρωτία από την Κεστρίνη.

Αφήνοντας πλέον του ιστορικούς, περνάμε στους μεγάλους τραγικούς ποιητές και ειδικότερα στον Σοφοκλή. Στη τραγωδία του «Αντιγόνη» λοιπόν και ενώ η πρωταγωνίστρια κατευθύνεται μέσω των υπηρετών του Κρέοντα στον θάνατο, μοιρολογεί για την άτυχη ζωή της και λέει ότι ο Άδης την πηγαίνει ζωντανή στις ακτές του Αχέροντα. Λίγους στίχους πιο κάτω συνεχίζει ότι δε στολίστηκε νύφη αλλά τώρα θα νυμφευθεί τον Αχέροντα, δηλαδή τον θάνατο. Αντίστοιχα, στην τραγωδία «Ηλέκτρα» ο χορός, μιλώντας για τους θεούς, μνημονεύει και εκείνον που κυβερνά στον Αχέροντα . 

Περισσότερες σχετικές αναφορές υπάρχουν σε έργα του Ευριπίδη. Στην «Άλκηστη» αναφέρεται ότι ο θεός Άδης βρίσκεται στο πηδάλιο της βάρκας με την οποία μεταφέρονται οι νεκροί, μέσω της Αχερουσίας λίμνης, στον Κάτω Κόσμο. Στον «Ηρακλή», η Αχερουσία λίμνη και ο Αχερόντιος λιμήν θεωρούνται ως περιοχές των νεκρών. Στις «Φοίνισσες» ο Κρέοντας αναρωτιέται πώς οφείλει να δράσει. Εάν πρέπει να προφυλάξει τον ίδιο και την οικογένειά του ή την πόλη, την οποία έχει ζώσει ένα τέτοιο νέφος που την οδηγεί στον Αχέροντα. Στις «Βάκχες», ο Κάδμος υποστηρίζει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ησυχάσει από τις συμφορές του, ούτε και όταν πλεύσει τον Αχέροντα. Τέλος, από ένα αποσπασματικά σωζόμενο έργο του ιδίου ποιητή πληροφορούμαστε ότι οι χθόνιοι θεοί έχουν έδρα τη ζοφερή και απροσπέλαστη Αχερουσία λίμνη.