Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Ιερά Μονή Κηπίνας: Η αετοφωλιά των Τζουμέρκων

Άρθρο – αφιέρωμα της Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)

Ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και χαρακτηριστικά εκκλησιαστικά μνημεία της περιοχής των Τζουμέρκων είναι και η Ι.Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κηπίνας. Βρίσκεται περίπου 55 χλμ. ΝΑ της πόλεως των Ιωαννίνων και λίγο μετά το χωριό Κηπίνα ή Μυστράς (παλιότερα Αρμπουρίσι, Αρμπορούσι, ή Αρπορίσι και από το 1920, οπότε και προσαρτήθηκε στους Καλαρρύτες ως συνοικισμός, Μυστράς). Είναι κτισμένη περίπου 40μ ψηλότερα από τον σύγχρονο δρόμο, στην είσοδο ενός σπηλαίου, στο μέσο μιας απότομης κατακόρυφης πλαγιάς στη ΒΑ πλευρά του άγριου και σπάνιας ομορφιάς φαραγγιού του Καλαρρύτικου. Πρόκειται κυριολεκτικά για μια αετοφωλιά, ένα μνημείο της ορθοδοξίας το οποίο δεν επιβάλλεται με τον όγκο του, δεν εντυπωσιάζει με την πολυτέλειά του αλλά διακρίνεται για την ταπεινότητά του και το στενό δεσμό του με τη φύση και ξεχωρίζει για τον τόπο ίδρυσης και τον τρόπο κατασκευής του.

            Η μονή τιμάται στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Πανηγυρίζει όμως την Παρασκευή της Διακαινησίμου, κατά την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Το όνομά της το οφείλει, πιθανώς, στους εύφορους κήπους που καλλιεργούσαν οι μοναχοί λίγο χαμηλότερα. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο γράφεται ως Κυπίνα και σημαίνει την τοπική σπηλιά, υποδεικνύοντας τη θέση του συγκροτήματος.

            Ακριβώς εξαιτίας της θέσης και της μορφής της αποτέλεσε, ήδη από τον 19ο αι., πόλο έλξης τόσο για εγχώριους ερευνητές και λόγιους (Σεραφείμ Ξενόπουλος, Ι. Λαμπρίδης, Π. Αραβαντινός κ.α.) όσο και για ξένους περιηγητές π.χ. Leake, Pouqueville), οι οποίοι μας κληροδότησαν πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορική της πορεία, τους μύθους και τους θρύλους που σχετίζονται με τη μονή, τη μορφή της κ.α.

            Πιο συγκεκριμένα, έχουν εντοπιστεί ελάχιστα ιστορικά στοιχεία αναφορικά με την ίδρυση του μοναστηριού και την πρώτη περίοδο λειτουργίας του. Ειδικότερα, η ίδρυσή του ανάγεται στον 13ο ή 14ο αι. Ωστόσο, οι παραπάνω χρονολογίες, προερχόμενες από έργα λόγιων Ηπειρωτών, είναι άγνωστο από πού αντλήθηκαν και επομένως δεν καθίσταται εφικτή η διασταύρωση και επιβεβαίωσή τους. Πιθανώς, να είχαν στη διάθεσή τους πληροφορίες από παραδόσεις ή και από τις αδιάγνωστες σήμερα επιγραφές του καθολικού. Ωστόσο, τα υπάρχοντα στοιχεία, όπως και η μορφή του μνημείου, δε συναινούν σε μια τόσο πρώιμη χρονολόγηση. Έτσι, η περίοδος της ακμής του θα πρέπει να τοποθετηθεί από τα τέλη του 17ου αι. και εξής, οπότε το συγκρότημα παίρνει τη μορφή με την οποία σώζεται μέχρι σήμερα, ιστορείται το καθολικό, κατασκευάζεται το τέμπλο και λίγο αργότερα ιστορούνται και οι δεσποτικές εικόνες. Το 1760, ο ηγούμενος Καλλίνικος χρηματοδότησε την ανέγερση γέφυρας κοντά στο ομώνυμο χωριό, γεγονός χαρακτηριστικό της ευμάρειας της μονής. Παράλληλα και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, λειτούργησε στο εσωτερικό της, όπως και σε αντίστοιχα μνημεία των Τζουμέρκων, σχολείο, ενδεικτικό της κοινωνικής προσφοράς και του κύρους της στην περιοχή.

Ωστόσο, με το πέρασμα στον 19ο αι. και τις επικρατούσες ταραγμένες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, τόσο εξαιτίας της διακυβέρνησης του Αλή πασά όσο και από τον αναβρασμό που προκάλεσε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, η μονή περιέπεσε σε παρακμή. Εξακολούθησε όμως να διατηρεί τον κομβικό της ρόλο ως σύνδεσμος ανάμεσα στους υπόδουλους και τους ελεύθερους Έλληνες αλλά και ως αποθήκη όπλων. Μετά την απελευθέρωση της περιοχής και την ενσωμάτωσή της στο νέο ελληνικό κράτος, έγινε μετόχι της Ι. Μ. Γενεσίου της Θεοτόκου Τσούκας και υπήχθη στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Ιωαννίνων.  Από το 1944 και έπειτα, έμεινε χωρίς μοναχούς και τη φροντίδα της ανέλαβαν οι τοπικοί εκκλησιαστικοί επίτροποι. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, υπήρξε καταφύγιο ένοπλων αγωνιστών. Το 1997, ιερόσυλοι διέρρηξαν το καθολικό και απέσπασαν το τέμπλο με τις εικόνες του. Τέλος, το 1998, το σύνολο του συγκροτήματος συντηρήθηκε και αναστηλώθηκε ολοκληρωτικά από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων, ενώ διανοίχθηκε και νέο μονοπάτι πρόσβασης.  

            Το κύριο συγκρότημα της μονής περιλαμβάνει το καθολικό, τα κελλιά, τον εξώστη και το διαβατικό. Στο σύνολό του, είναι κτισμένο επάνω σε ένα πλάτωμα στην είσοδο του σπηλαίου, ενώ ένας επιβλητικός αναλημματικός τοίχος, σε συνδυασμό με ανακουφιστικά τόξα, συμβάλλει στη συγκράτησή του. Η πρόσβαση καθίσταται εφικτή από ένα μονοπάτι και μια κινητή ξύλινη γέφυρα στα ανατολικά, η οποία γεφυρώνει ένα κενό, μήκους περίπου 4μ, ανάμεσα στο συγκρότημα και σε ένα ευρύ πλάτωμα.

            Πιο συγκεκριμένα, το καθολικό ανήκει στον τύπο του μονόχωρου με τρούλο ναού με νάρθηκα. Πρόκειται για έναν συνηθισμένο αρχιτεκτονικό τύπο τόσο κατά τη βυζαντινή όσο και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Το ανατολικό τμήμα του, όπως και ο θόλος, έχουν  λαξευτεί στο φυσικό πέτρωμα. Οι τοίχοι του εμφανίζονται κατάγραφοι από μη συντηρημένες τοιχογραφίες, σύμφωνα με το εικονογραφικό πρόγραμμα της εποχής και την τεχνοτροπία της σχολής της ΒΔ Ελλάδας. Νότια και δυτικά του καθολικού, αναπτύσσονται οι υπόλοιποι χώροι του συγκροτήματος, δηλαδή ο διώροφος εξώστης και τα τέσσερα κελλιά, εκ των οποίων το ισόγειο χρησίμευε ως μαγειρείο. Τέλος, στον δυτικό τοίχο του ισογείου εντοπίστηκε άνοιγμα, καλυμμένο από ερμάριο, το οποίο οδηγεί σε διαμορφωμένη στον φυσικό βράχο κρύπτη.

            Η εικόνα της μονής ολοκληρώνεται με την ύπαρξη του σπηλαίου. Η πρόσβαση σε αυτό πετυχαίνεται μέσω μιας μικρής ξύλινης θύρας στα αριστερά του νάρθηκα του καθολικού. Έχει μήκος περίπου 270μ. Αποτελείται από μια κεντρική σπηλιά ή γαλαρία, πλαισιωμένη από παράλληλους διαδρόμους και στενώματα για να καταλήξει σε μια χαμηλή αίθουσα και περαιτέρω σε ένα στενό πέρασμα. Πρόκειται για έναν κλασικό τύπο σπηλαίου. Αρχικά, διαμορφώθηκε ως κοίτη ποταμού, η οποία μεταφέρθηκε, σταδιακά, σε χαμηλότερο επίπεδο λόγω των σεισμών. Το σπήλαιο έχει εξερευνηθεί διεξοδικά από ειδικούς και σήμερα είναι επισκέψιμο, ενώ σε ένα σημαντικό τμήμα του φωτίζεται για να διευκολύνεται επιπλέον ο επισκέπτης.

            Εν κατακλείδι, αρκετά εκκλησιαστικά μνημεία στην Ελλάδα έχουν λαξευθεί σε βράχους κα έχουν ιδρυθεί σε δυσπρόσιτες περιοχές. Ωστόσο, η θέση, η μορφή, η ύπαρξη του σπηλαίου, η ιστορία και ο περιβάλλων χώρος καθιστούν την Ι.Μ. Κηπίνας ξεχωριστή τόσο για τον ειδικό ερευνητή όσο και για τον απλό επισκέπτη, τόσο για τον σπηλαιολόγο όσο και για τον φυσιολάτρη αλλά κυρίως για όσους αισθάνονται την ανάγκη να προσεγγίσουν τη φύση, να απομονωθούν, να χαλαρώσουν και να βρεθούν κυριολεκτικά και μεταφορικά μεταξύ ουρανού και γης.