Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Η τοπογραφία της πεδιάδας του Φαναρίου στην αρχαία ελληνική γραμματεία

Της Κωνσταντίνας Ζήδρου – Αρχαιολόγος

Η τοπογραφία της πεδιάδας του Φαναρίου στην αρχαία ελληνική γραμματεία

Στα ΒΔ της ΠΕ Πρεβέζης και μετά τα επιβλητικά όρη του Σουλίου, εκτείνεται μια εύφορη πεδιάδα, γνωστή ως πεδιάδα του Φαναρίου. Στα ανατολικά οριοθετείται από  χαμηλή λοφοσειρά, τμήμα της οροσειράς του Σουλίου, στα δυτικά και νότια βρέχεται από τη θάλασσα του Ιονίου, ενώ στα ΒΔ αποτελεί το όριο της ΠΕ Πρεβέζης, χωρίς βέβαια να σταματά καθώς εξακολουθεί και στην αντίστοιχη ΠΕ Θεσπρωτίας. Στο κέντρο της περίπου βρίσκεται το Νεκρομαντείο, κοντά στο σημείο όπου χύνονται στον Αχέροντα τα νερά των παραποτάμων του για να καταλήξει έτσι χειμαρρώδης και επιβλητικός στη θάλασσα. Σύμφωνα με μια παράδοση, η ονομασία της οφείλεται σε ένα φανάρι που είχαν τοποθετήσει οι Ενετοί στον όρμο της Σπλάντζας για να καθοδηγεί τα πλοία τις σκοτεινές νύχτες. Η όλη περιοχή εμφανίζεται αποκομμένη από τις γειτονικές της και αυστηρώς διαμελισμένη εξαιτίας των τριών ποταμών που τη διασχίζουν κατά μήκος της, του Αχέροντα στο κέντρο και των δυο μεγάλων παραποτάμων του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα (οι σημερινοί Μαύρος και Βουβός) ανατολικά και δυτικά αντίστοιχα. Οι παραπόταμοι αυτοί ενώνονται και με άλλους μικρότερους, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο ποτάμιο σύστημα στο εσωτερικό της πεδιάδας και κάνοντας την ιδιαίτερα εύφορη και κατάλληλη για καλλιέργειες. Η εικόνα της ολοκληρώνεται με το δέλτα του ποταμού Αχέροντα, ο οποίος εκβάλλει στον όρμο του Φαναρίου ή της Αμμουδιάς. 

Βέβαια, η τοπογραφία της περιοχής κατά την αρχαιότητα διέφερε σημαντικά. Ωστόσο, αρκετές είναι οι πληροφορίες που αντλούνται από τις φιλολογικές πηγές και συντελούν στην ανασύνθεση της εικόνας της. Πρώτος ο Όμηρος, στη ραψωδία κ (στ. 487 – 543), υποστηρίζει ότι η είσοδος του Κάτω Κόσμου βρίσκεται κοντά σε ένα μικρό ακρογιάλι κατάφυτο από λεύκες και ιτιές, στο σημείο όπου ο Αχέροντας ποταμός σμίγει με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα. Συμπληρωματικά και στη ραψωδία λ (στ. 13 κ. ε.), εντοπίζει τη συγκεκριμένη θέση πολύ μακριά, στα πέρατα του Ωκεανού, στη χώρα των Κιμμερινών ή Κιμμερίων. Η ομοιότητα της ομηρικής περιγραφής με τη σύγχρονη τοπογραφία θεωρείται εντυπωσιακή, με χαρακτηριστικό σημείο την αναφορά στα τρία ποτάμια με τα ονόματα με τα οποία ήταν γνωστά καθ’ όλη την αρχαιότητα. Παρόλη τη λεπτομερειακή περιγραφή όμως, ο μεγάλος επικός ποιητής δεν αφιερώνει κανένα στίχο στην Αχερουσία λίμνη. Επιπλέον, το χωρίο για τη χώρα των Κιμμερίων οδήγησε σε σύγχυση και διχογνωμίες. Έτσι, οι  Κιμμέριοι κατοικούσαν στην περιοχή της Σκυθίας και έγιναν γνωστοί στους Έλληνες μόνο μετά τον 7ο π.Χ. αι., οπότε και αρχίσανε να πραγματοποιούν επιδρομές στα παράλια της Μ. Ασίας. Αντίθετα, οι Χειμέριοι ήταν φύλο που επιχωρίαζε στην περιοχή του Αχέροντα. Εάν αλλάξουμε τη λέξη Κιμμερίων με τη αντίστοιχη Χειμερίων, όπως είχε προτείνει ήδη από τον 3ο π.Χ. αι. ο γραμματικός Πρωτέας ο Ζευγματίτης, ο συγκεκριμένος ομηρικός στίχος θα αποδίδεται με μεγαλύτερη σιγουριά στην πεδιάδα του Φαναρίου. 

Το δεύτερο, πολύ πιο σύντομο όμως, χωρίο αντλείται από την ιστορία του Ηροδότου (v. 92). Ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος στέλνει απεσταλμένους στο Νεκρομαντείο των Θεσπρωτών, το οποίο βρίσκεται στον Αχέροντα ποταμό, προκειμένου να ρωτήσουν την ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας πού είχε κρύψει κάποιον θησαυρό. 

Μετά τον Ηρόδοτο, ένα άλλος ιστορικός, ο Θουκυδίδης, περιγράφει την τοπογραφία της περιοχής κατά την εξιστόρηση της προσόρμισης, σε αυτή, του κορινθιακού και συμμαχικού στόλου την παραμονή της ναυμαχίας στα Σύβοτα, το 432 π.Χ., η οποία θεωρείται ως μια από τις κύριες αφορμές για την κήρυξη του πελοποννησιακού πολέμου (1, 46, 3 – 1, 47, 1). Πιο συγκεκριμένα, οι Κορίνθιοι, μαζί με τους συμμάχούς τους, το σύνολο 150 πλοία, έπλευσαν στα νερά της Κέρκυρας από την πλευρά της Λευκάδας, έτοιμοι για ναυμαχία. Στη συνέχεια όμως, αποφάσισαν να προσορμιστούν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, στο λιμάνι κοντά στο ακρωτήριο Χειμέριο της  Θεσπρωτίας. Στην περιοχή αυτή, την επονομαζόμενη Ελαιάτιδα, βρίσκεται η πόλη της Εφύρας καθώς και η Αχερουσία λίμνη. Η τελευταία εκβάλλει στη θάλασσα και παίρνει το όνομά της από τον ποταμό Αχέροντα, που με τη σειρά του χύνει τα νερά του στη λίμνη. Παραμένοντας στη θεσπρωτική γη και σε κοντινή απόσταση, συναντά κανείς έναν ακόμη ποταμό, τον Θύαμι (Καλαμά), ο οποίος αποτελεί το όριο ανάμεσα στη Θεσπρωτία και την Κεστρίνη. Στο λιμάνι λοιπόν της Ελαιάτιδας αγκυροβόλησαν τα πλοία των Κορινθίων και των συμμάχων τους και οι ίδιοι στρατοπέδευσαν κοντά. Αντίθετα, τα πλοία των Κερκυραίων προσορμίστηκαν στα Σύβοτα.

Στη συνέχεια, ο Ψευδοσκύλακας, στον Περίπλου (30) των μεσογειακών ακτών που πραγματοποίησε ύστερα από εντολή του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και κατά τη περιγραφή της χώρας των Θεσπρωτών, αναφέρει ότι υπάρχει λιμάνι με το όνομα Ελαία, στο οποίο εκβάλλει ο Αχέροντας και η Αχερουσία λίμνη. Προσθέτει ότι ο Αχέροντας ρέει μέσα στην Αχερουσία. 

Στην αυτοκρατορική εποχή και στα Γεωγραφικά του Στράβωνα (7, 7, 5), το λιμάνι τοποθετείται στην άκρη της χώρας των Χειμερίων. Σε αυτό, εκβάλλει ο ποταμός Αχέροντας, ο οποίος ρέει μέσα στην Αχερουσία λίμνη, μαζί με αρκετούς μικρότερους παραποτάμους του. Εξαιτίας των πολλών ποτάμιων υδάτων, το νερό του κόλπου είναι γλυκό και το λιμάνι ονομάζεται «Γλυκύς λιμήν». Σε κοντινή απόσταση υπάρχει ένας ακόμη ποταμός ο Θύαμις, όπως και η πόλη Κίχυρος, η άλλοτε θεσπρωτική Εφύρα. 

Και ο Παυσανίας στην Περιήγησή του (1, 17, 5) ασχολείται με την τοπογραφία της πεδιάδας του Φαναρίου. Πιο συγκεκριμένα, κοντά στη Κίχυρο, εντοπίζει την Αχερουσία λίμνη με τον Αχέροντα, καθώς και τον Κωκυτό. Επιπλέον, παρατηρώντας την ομοιότητα της μορφολογίας της περιοχής που περιηγήθηκε με την αντίστοιχη ομηρική περιγραφή, υποθέτει ότι και ο ίδιος ο Όμηρος θα είχε επισκεφτεί τη θέση, επειδή μόνο έτσι θα μπορούσε να δώσει τα ονόματα των θεσπρωτικών ποταμών στους αντίστοιχους του Κάτω Κόσμου. 

Στο λιμάνι του όρμου του Φαναρίου ή της Αμμουδιάς (Γλυκύς λιμήν), το οποίο αποτέλεσε ένα ασφαλές αγκυροβόλιο για τα πλοία διαχρονικά, προσορμίστηκε προσωρινά και ο στόλος του Οκταβιανού, ερχόμενος από την Ιταλία και λίγο πριν από τη ναυμαχία του Ακτίου. Αρκετούς αιώνες αργότερα, στο 12ο μ. Χ. αι., ένας ακόμη στόλος, αυτός του Νορμανδού δούκα της Απουλίας και Καλαβρίας Ροβέρτου Γυισκάρδου, βρήκε πρόσφορο αγκυροβόλιο στο λιμάνι της Ελαιάτιδος, όπου και παρέμεινε για έναν ολόκληρο χειμώνα. Παράλληλα, ο στρατός του επιδίωκε να κατακτήσει τις ηπειρωτικές θέσεις της Ηπείρου. 

Η εικόνα της τοπογραφίας της περιοχής, όπως σκιαγραφείται  στα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, επιβεβαιώνεται και από τις ομοιότητες που εντοπίζονται στις μαρτυρίες των νεότερων περιηγητών, ιδίως του 19ου αι. Αλλά και η σύγχρονη εικόνα, παρά τις όποιες φυσιολογικές γεωλογικές μεταβολές έχει υποστεί, αποτελεί τον αψευδέστερο μάρτυρα των αρχαίων πηγών και αποδεικνύει ότι η περιοχή του Φαναρίου εξακολουθεί να διατηρεί, σε γενικές γραμμές, τη χαρακτηριστική, με το ποτάμιο σύστημα, γεωμορφολογία της αρχαιότητας.

Βέβαια παρόλες τις ομοιότητες ανιχνεύονται και κάποιες σημαντικές διαφορές, οι οποίες προκλήθηκαν σταδιακά με το πέρασμα των αιώνων. Γεωλογικές μελέτες και παρατηρήσεις αλλά και η σύγκριση των διαφόρων πηγών μεταξύ τους και εν συνεχεία η αντιπαράθεσή τους με τη σύγχρονη εικόνα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι  η αρχαία κοίτη του Αχέροντα έρεε ανατολικότερα από τη σημερινή. Έτσι, ο ποταμός περνούσε περίπου 4,5 χμ μακριά από το ιερό για να χυθεί τελικά στην Αχερουσία λίμνη. Η συγκεκριμένη λίμνη σχηματίστηκε την περίοδο μεταξύ του 8ου π.Χ. αι. και του 433 π.Χ. Αρχικά, αποτελούσε μια αβαθή συγκέντρωση υδάτων που περιβαλλόταν από βάλτους. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, κάλυψε σημαντικό τμήμα της πεδινής έκτασης και βάθυνε. Αφού δεχόταν τα νερά του Αχέροντα στη βόρεια πλευρά της, στην αντίστοιχη δυτική όχθη της τα πλεονάζοντα ύδατα ξανασχημάτιζαν την κοίτη του ποταμού. Στο σημείο εκείνο, εισέρεαν σε αυτόν και τα νερά του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα για να εκβάλλει ορμητικός στον κόλπο της Αμμουδιάς, όπως συμβαίνει και σήμερα. Κατά τους βυζαντινούς και νεότερους χρόνους όμως, η Αχερουσία λίμνη ακολούθησε αντίστροφη πορεία, με αποτέλεσμα να καταλήξει και πάλι σε πολλούς μικρούς αβαθείς βάλτους, οι οποίοι και αποξηράνθηκαν τελικά τη δεκαετία του 50. Έτσι, ο Αχέροντας, με την ελαφρώς διαφοροποιημένη κοίτη του, συνεχίζει να δέχεται τα νερά των δυο μεγάλων παραποτάμων του, του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα και να εκβάλλει στον κόλπο της Αμμουδιάς, χωρίς όμως την παρεμβολή της Αχερουσίας λίμνης. Τέλος και ο κόλπος έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά και κινδυνεύει να εξαφανιστεί, εξαιτίας των προσχώσεων των ποταμών.