Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Η πορεία των αρχαίων προσκυνητών στο Νεκρομαντείο

Άρθρο της Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)

Τα στοιχεία που προέκυψαν από την αρχιτεκτονική δομή του οικοδομήματος, από τα ποικίλα κινητά ευρήματα και από τις μαρτυρίες στις γραπτές πηγές οδήγησαν τον ανασκαφέα Σ. Δάκαρη στην ταύτιση του συγκροτήματος του Μεσοποτάμου με το Νεκρομαντείο του Αχέροντα και στην αναλυτική ανασύνθεση της πορείας και της προετοιμασίας των προσκυνητών στο ιερό, προκειμένου για τη μύησή τους και την επαφή τους με τους νεκρούς.

Πιο συγκεκριμένα, ο εκάστοτε προσκυνητής – χρηστηριαζόμενος, προτού έλθει σε επαφή με τα φάσματα των νεκρών τα οποία θεωρούνταν ακάθαρτα, βλαβερά και επικίνδυνα, υποβαλλόταν σε ειδική ψυχική και σωματική προετοιμασία ώστε να αποφύγει το μίασμα. Αρχικά και με την είσοδό του στο ιερό, ξεκινούσε η απομόνωσή του από τον έξω κόσμο, καθώς επιτρεπόταν μόνο η επικοινωνία με τους ιερείς και τους άλλους προσκυνητές. Όσο προχωρούσε η προετοιμασία και συνεχιζόταν η παραμονή του στους χώρους του Νεκρομαντείου, η απομόνωση γινόταν πιο έντονη και αυστηρή. Παράλληλα, έκανε καθαρτήρια λουτρά και άκουγε συνεχώς τις προσευχές, τις δεήσεις και τις οδηγίες του ιερέα καθοδηγητή του. Αλλά και η διατροφή του περιοριζόταν σε όσα επέβαλλαν οι αρχαίες δοξασίες και σχετιζόταν με τα νεκρόδειπνα και τους νεκρούς, δηλαδή σε κρέας χοιρινό, κυάμους, θαλάσσια όστρεα, κριθαρένιο ψωμί, μέλι, γάλα και νερό, όπως προκύπτει από την ανεύρεση, σε μεγάλες ποσότητες, των παραπάνω τροφών στο ιερό. Η χορήγηση τροφών αυτού του είδους στους προσκυνητές είχε ως άμεση συνέπεια την πρόκληση παραισθήσεων έως και την ακαταληψία. Αλλά και η ταυτόχρονη και συνεχής ψυχολογική καταπόνηση δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επικοινωνία τους με τα είδωλα των νεκρών.

            Πιο αναλυτικά, οι προσκυνητές έφταναν συνήθως από τα νότια. Από τη στιγμή που εισερχόταν στην περιοχή των Χειμερίων βρισκόταν πλέον στη χώρα των νεκρών. Στη συνέχεια, ανέβαιναν την κοίτη του Αχέροντα με λέμβο, μέσα και από το δάσος της Περσεφόνης με τις λεύκες και τις ιτιές, ενώ διέσχιζαν και την Αχερουσία λίμνη. Στη συμβολή των τριών ποταμών αποβιβάζονταν και εξακολουθούσαν πλέον πεζοί τη διαδρομή έως την κορυφή του λόφου, στην οποία βρισκόταν το ιερό. Στο Νεκρομαντείο, ο προσκυνητής έμπαινε από τη βόρεια είσοδο του δυτικού συγκροτήματος, όπου περνούσε και το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας του, διαμένοντας σε κάποιο από τα δωμάτια. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, έπρεπε να ενημερωθεί από τους ιερείς για τη διαδικασία, να προμηθευτεί τις απαραίτητες προσφορές και να αρχίσει την προετοιμασία του με τη χορήγηση των συγκεκριμένων τροφών και την ψυχική δοκιμασία μέσω των προσευχών και των δεήσεων των ιερέων, προκειμένου να ενδυναμώσουν την πίστη του.

            Όταν η ψυχική και σωματική κατάσταση του χρηστηριαζόμενου ήταν αρκετά ταραγμένη, οι ιερείς τον οδηγούσαν στο κυρίως ιερό, όπου ακολουθούσε το τελικό στάδιο της προετοιμασίας. Αρχικά, έμπαινε στον βόρειο διάδρομο και βρισκόταν πλέον στο απόλυτο σκοτάδι του κόσμου των νεκρών. Στη συνέχεια, κατευθυνόταν στο πρώτο δώμα αριστερά του βορείου διαδρόμου. Εκεί, υποβαλλόταν στην προκαταρκτική προετοιμασία. Έπειτα περνούσε στο δεύτερο δώμα, όπου μυούνταν στα τελετουργικά του ιερού. Τέλος, έκανε καθαρτήρια λουτρά στον παρακείμενο λουτρώνα για να αποφύγει το μίασμα από την επαφή του με τους νεκρούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο συγκεκριμένο χώρο, συνέχιζε να τρέφεται με τις ενδεδειγμένες από την παράδοση τροφές, να ακούει από τον ιερέα – οδηγό του προσευχές προς τους υποχθόνιους δαίμονες, ακατάληπτες δεήσεις και διάφορες διηγήσεις, ενώ συμμετείχε και σε πράξεις μαγείας.

            Προτού περάσει την πύλη για να βγει στον ανατολικό διάδρομο, έριχνε προς τα δεξιά του έναν λίθο, πράξη που σχετίζεται με το πανάρχαιο έθιμο της ρίψης αποτρόπαιων λίθων, ενώ έπλενε και τα χέρια του στο λουτήριο, έναν μεγάλο πήλινο λέβητα που βρισκόταν αριστερά του, πραγματοποιώντας έτσι μια πράξη καθαρμού. Αμέσως μετά, έμπαινε στο δώμα βόρεια του ανατολικού διαδρόμου, όπου γινόταν το τελικό στάδιο της προετοιμασίας. Το απόλυτο σκοτάδι, η απομόνωση, η αυστηρή δίαιτα και οι συχνές μαγικές πράξεις επιδείνωναν την ψυχική κατάσταση του προσκυνητή.

            Όταν τελικά οι ιερείς έκριναν ότι ο χρηστηριαζόμενος ήταν έτοιμος, τον οδηγούσαν, πάντοτε συνοδευόμενο από τον ιερέα – καθοδηγητή του, στον ανατολικό διάδρομο. Εκεί, αφού άνοιγε έναν λάκκο, θυσίαζε ένα ζώο, συνήθως πρόβατο και το προσέφερε στους Θεούς του Κάτω Κόσμου. Στη συνέχεια, περνούσε στο νότιο μαιανδρικό διάδρομο, τον λαβύρινθο, ο οποίος υπέβαλλε την εντύπωση της περιπλάνησης στον σκοτεινό κόσμο του Άδη, όπου προσέφερε τα άλφιτα μέσα σε δίωτες λεκάνες, τις οποίες έσπαγαν μετά τις προσφορές. Τελικά, έμπαινε στην κεντρική αίθουσα των ειδώλων. Αφού έριχνε στα αριστερά του έναν ακόμη αποτρόπαιο λίθο και προσέφερε τις χοές εντός αγγείων, που επίσης εθραύοντο στο δάπεδο, ολοκληρωνόταν η πορεία του με την εμφάνιση των ειδώλων των νεκρών, τα οποία έδιναν και τις σχετικές απαντήσεις.

            Στη συγκεκριμένη ψευδαίσθηση συντελούσε η πολυήμερη προετοιμασία με τη συγκεκριμένη διατροφή, η απομόνωση, το απόλυτο σκοτάδι, οι πράξεις μαγείας, οι προσευχές, οι διηγήσεις των ιερέων, συχνά φανταστικές, η αρχιτεκτονική δομή του ιερού αλλά και η κοινή πιστή στην εμφάνιση των νεκρών. Επειδή όμως οι ελληνιστικοί χρόνοι ήταν περίοδος ορθολογισμού και επιστήμης, τα τελούμενα στο Νεκρομαντείο αμφισβητήθηκαν αρκετά. Έτσι, οι ιερείς, προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω την πίστη, κατασκεύασαν ένα είδος γερανού, στο ένα άκρο του οποίου κρεμούσαν το  σκηνοθετημένο είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Επρόκειτο για μια μηχανή ανάλογη με αυτή που χρησιμοποιούνταν στα θέατρα για παρόμοιους σκοπούς. Παράλληλα, έκαιγαν και ποσότητα θείου, δημιουργώντας αναθυμιάσεις και ατμούς με σκοπό την καλύτερη αναπαράσταση της εικόνας του Κάτω Κόσμου.

            Μετά την ολοκλήρωση της επικοινωνίας με τους νεκρούς, ο προσκυνητής ακολουθούσε την ίδια διαδρομή, μέσω του λαβυρίνθου και του ανατολικού διαδρόμου. Στο μέσο όμως του ανατολικού διαδρόμου, περνούσε τη θύρα και κατευθυνόταν στον εξωτερικό ανατολικό διάδρομο, στο βόρειο τμήμα του οποίου υπήρχε ένα δώμα. Σε αυτό, παρέμενε τρεις ακόμη μέρες, προκειμένου να εξαγνιστεί και να καθαρθεί από την επικίνδυνη επαφή του με τα φάσματα των νεκρών αλλά και να αποκατασταθεί η ταραγμένη, από τις δοκιμασίες, ψυχική και σωματική του υγεία. Η ύπαρξη του εξωτερικού ανατολικού διαδρόμου εξυπηρετούσε, στην πραγματικότητα, ακριβώς τον παραπάνω σκοπό, δηλαδή την αποκατάσταση της υγείας των προσκυνητών. Συντελούσε επίσης στην αποφυγή συναντήσεων ανάμεσα στους αποχωρούντες από το Νεκρομαντείο και σε αυτούς που ήταν τότε στο στάδιο της προετοιμασίας.  Μετά τον τριήμερο καθαρμό του, θα κατηφόριζε τον λόφο προς την πλευρά του Κωκυτού, δεσμευμένος με βαρύ όρκο να μην αποκαλύψει το παραμικρό από ό,τι είδε ή έκανε στο ιερό, καθώς η αποκάλυψη των μυστικών του Άδη τιμωρείται με θάνατο. 

            Αναφορικά με τις προσφορές και τη νεκρομαντεία, οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές των νεκρών γνώριζαν τα μελλούμενα. Έτσι, πολύ συχνά, οι ζωντανοί κατέφευγαν σε αυτούς, ιδίως σε συγγενικά τους πρόσωπα, για να πληροφορηθούν για τη μετέπειτα πορεία της ζωής τους ή να βρουν απαντήσεις σε θέματα τα οποία δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν να επιλύσουν πριν από το θάνατό τους. Επειδή όμως οι ψυχές ήταν άσαρκες, δε διέθεταν και συνείδηση. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να πιουν αίμα, το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής, το οποίο τους έδινε και πάλι συνείδηση προκειμένου να απαντήσουν. Στο τελετουργικό λοιπόν του Νεκρομαντείου επιβαλλόταν η θυσία ζώων. Παράλληλα, οι ψυχές γενικά εμφανίζονται εκδικητικές απέναντι στους ζωντανούς, ιδίως των νέων και όσων είχαν πεθάνει με βίαιο και οδυνηρό τρόπο. Οι προσκυνητές, για να τις εξευμενίσουν, πρόσφεραν τις χοές και τα άλφιτα. Αλλά και πάλι ούτε οι προσφορές ούτε και η καθοδήγηση των ιερέων δεν αρκούσαν για την ασφαλή επαφή με τα φάσματα των νεκρών. Ως συνέπεια, οι προσκυνητές ήταν αναγκασμένοι να υποβληθούν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία, με ειδική δίαιτα, καθαρτήρια λουτρά και προσευχές. Όμως και μετά την επικοινωνία με τους νεκρούς, ακολουθούσε τριήμερος εξαγνισμός για να καθαρθούν από το μίασμα του θανάτου. Όλα τα προαναφερθέντα βήματα της προετοιμασίας βασίζονταν σε πανάρχαιες δοξασίες, που σχετίζονταν με τη χθόνια λατρεία και τα νεκρικά έθιμα και οι απαρχές τους χάνονται στα βάθη της προϊστορίας.

            Μία διαφορετική άποψη σχετικά με τη χρήση του συγκροτήματος του Μεσοποτάμου, αυτή της χρήσης του ως ιδιωτικής αγροικίας των ελληνιστικών χρόνων, διατυπώθηκε από τον D. Baatz. Μελετώντας τα μεταλλικά εξαρτήματα, τα οποία αποκαλύφθηκαν στην κεντρική αίθουσα του οικοδομήματος, τα ταύτισε με επτά καταπέλτες συστροφής. Επιπλέον, τα βέλη που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι καταπέλτες ήταν οπλισμένοι τη στιγμή της καταστροφής του κτηρίου από τους Ρωμαίους. Τα παραπάνω ευρήματα, σε συνδυασμό με την ανεύρεση πολυάριθμων αγροτικών εργαλείων, αλιευτικών αντικειμένων, αποθηκευτικών πίθων, μυλόλιθων και κεραμικής οικιακής χρήσης και αντίθετα την αποκάλυψη μικρού σχετικά αριθμού ειδωλίων της Περσεφόνης ενίσχυσαν την επιχειρηματολογία του.

            Ωστόσο, παρά τις αντίθετες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, στη συνείδηση των πολυάριθμων επισκεπτών έχει καθιερωθεί η λειτουργία του συγκεκριμένου κτηρίου ως Νεκρομαντείου, άποψη και του ανασκαφέα του χώρου Σ. Δακαρη, η οποία μάλιστα συνεπικουρείται από την αρχιτεκτονική δομή του οικοδομήματος, την τοπογραφία και τις ποικίλες αναφορές στις πηγές.