Ακολουθήστε μας στο VIBER για να λαμβάνετε σε πραγματικό χρόνο τις αναρτήσεις μας.

https://invite.viber.com/?g2=AQAhvsW7isOUdlCEkVCqv7YorRka1dt%2FMmmYsdlj%2BHNRIl0RiuqqmD4CiLD5s2SY

Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρίσετε (αν και δεν το θέλουμε).

Εκδήλωση ιστορικής μνήμης στη Μίχλα

Κυριακή, 1η Αυγούστου 2021 στις 10:30.Εκδήλωση ιστορικής μνήμης στη Μίχλα, για να τιμήσουμε τους Πεντεκκλησιώτες που έπεσαν θύματα της ναζιστικής κατοχής.54ο χλμ. της παλιάς εθνικής οδού Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας (50ο Πολύδροσο – 54ο Μίχλα Πέντε Εκκλησιών – 60ο Πλακωτή).

Μικρό ιστορικό όπως το περιγράφει ο Παναγιώτης Γεωργίου:

Στις 23 Αυγούστου 1944 έγινε το ολοκαύτωμα της Μίχλας. Οι Γερμανοί είχαν στρατοπεδεύσει στο Μέγα Πλάι, στο λόφο που είναι διακόσια μέτρα από εκεί που είναι σήμερα το μνημείο, προς τη μεριά του Πολύδροσου. Τρεις στρατιώτες πήγαν στα Αχούρια που ήταν οι χωριανοί μας. Όταν έφτασαν εκεί τους ρώτησαν αν υπάρχουν αντάρτες στο χωριό κι αυτοί απάντησαν αρνητικά. Επειδή δεν τους πίστεψαν άφησαν έναν στρατιώτη να τους φυλάει και οι άλλοι δύο πήγαν στη ράχη, για να αγναντέψουν το χωριό. Κοιτάζοντας προς τα κάτω είδαν δύο αντάρτες στο ποτάμι (στον Καλαμά) με στρατιωτικά ρούχα και όπλα, και αντάλλαξαν πυροβολισμούς. Εκεί πρέπει να αυτοτραυματίστηκε ο ένας, γιατί βρέθηκε αίμα στο βράχο που ήταν, και επειδή η απόσταση από το ποτάμι είναι μεγάλη, αποκλείεται να τον χτύπησε δικός μας αντάρτης. Στο μεταξύ ένας από τους κρατούμενους, ο Ευάγγελος Αθανασίου, νεαρός τότε, κατάλαβε ότι δεν θα έχουν καλό τέλος και λέει στο φίλο του και ξάδερφό του Κώστα Αθανασίου να φύγουν. Εκείνος του είπε: “εσύ φύγε, αλλά εγώ δεν μπορώ ν’ αφήσω την Ανθούλα και τη Γιαννούλα” (τη γυναίκα του και την ενός έτους κόρη του). Ο Βαγγέλης, αφού τους χαιρέτησε, έτρεξε στην κατηφόρα, κι ενώ ο στρατιώτης τον πυροβολούσε αυτός χάθηκε στα δέντρα και στους βράχους, που πηδούσε χωρίς να υπολογίζει το ύψος. Σε λίγο γύρισαν κι οι άλλοι δύο Γερμανοί στρατιώτες. Έβαλαν και τους οχτώ χωριανούς μας σ’ ένα αχούρι (καλύβα με χορτάρι) και τους έκαψαν ζωντανούς. Στη συνέχεια, φεύγοντας οι Γερμανοί συνάντησαν άλλους τέσσερις χωριανούς μας στη θέση Ζήση, εκεί που είναι μια γκρεμισμένη καλύβα αριστερά και δίπλα στο δρόμο που πηγαίνει στο μοναστήρι, και τους σκότωσαν μαζί με το τσοπανόσκυλο που είχαν. Στο μεταξύ ο Βαγγέλης έφτασε στο χωριό και ενημέρωσε τους χωριανούς, που είχαν μαζευτεί όλοι στην πλατεία και κοίταζαν τους καπνούς που έβγαιναν απ’ τα Αχούρια. Όπως μου έλεγε η μάνα μου (Ελένη Γεωργίου-Νικολάου 1935-2012), μόλις νύχτωσε, η Γιαννούλα σύζ. Γιώργου Μπαλάσκα πήγε στη γιαγιά μου (μάνα της μάνας μου Όλγα Νικολάου-Μπάτση) και της είπε να της δώσει το παιδί της το Γιώργο (θείος μου, αδερφός της μάνας μου, Γιώργος Νικολάου 1920-1997), για να πάνε στ’ Αχούρια να πάρουν τους νεκρούς. Στην αρχή φοβόταν η γιαγιά μου, αλλά τον άφησε να πάει, γιατί κι ο ίδιος της έλεγε ότι θα προσέχει και δεν θα πάθει τίποτα. Ετσι, μαζί με τον Φώτιο Ζάκκα και τα δύο μουλάρια του, έφυγαν για τη Μίχλα. Όπως μου έλεγε ο μπάρμπα Φώτης είχε δέσει φανέλες στις οπλές (στα πόδια) των ζώων, για να μην ακούγεται ο θόρυβος από τα πέταλα και τους καταλάβουν οι Γερμανοί. Όταν έφτασαν στ’ Αχούρια τους βρήκαν όλους καμένους. “Πέρασαν πενήντα χρόνια”, μου έλεγε ο μπάρμπα Φώτης, “και δεν μπορώ να ξεχάσω τη μικρή Γιαννούλα. Η μάνα της ήταν καμένη και την είχε στην αγκαλιά της. Της άνοιξα τα χέρια για να πάρω τη μικρή, κι ενώ η μάνα της ήταν μαύρη από τη φωτιά, αυτή ήταν άσπρη, κι όταν την πήρα από την αγκαλιά της μάνας της άνοιξε το κεφαλάκι της και χύθηκε το μυαλό της…”. Άλλους τους φόρτωσαν στα μουλάρια κι άλλους τους πήραν στην πλάτη και τους πήγαν στο μοναστήρι της Παναγίας. Εκεί έκαναν έναν πρόχειρο τάφο πίσω από το ιερό και τους έθαψαν.