Χρονογράφημα: Σχέση Θρησκείας και Επιστήμης
Του Γιάννη Τζαμπούρα – ποιητής-στοχαστής ( ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΤΕΧΝΩΝ Β&Μ ΘΕΟΧΑΡΑΚΗ – ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ 1930)
Η γνώση μας σήμερα αναπαύεται επάνω στα πτώματα τόσων θεωριών που δεν ισχύουν πια και πάνω σε τόσες αυταπάτες, ώστε και η μεγαλύτερη σύνεση να στέκεται φοβισμένη ευθύς μόλις επιχειρήσει κανείς μια φιλοσοφική επέκταση.
Pierre Lecomte du Noüy
Διάσημος Γάλλος βιολόγος
Η επιστήμη σιωπά όταν τίθεται το ερώτημα της μεγάλης ενότητας, το εν του Παρμενίδη… Το σύνηθες όνομα της ενότητας αυτής στους καιρούς μας είναι ο Θεός – με κεφαλαίο Θήτα.
Edwin Schroedinger
Νόμπελ Φυσικής
ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΟΥ*****
“Μεταξύ θρησκείας και επιστήμης δεν μπορεί να υπάρξει συνύπαρξη, διότι πρόκειται για δύο συστήματα σκέψης σε συγκρουσιακή κατάσταση. Η ενίσχυση του ενός συστήματος ισοδυναμεί με αποδυνάμωση του άλλου. Και φυσικά, όπως εννοείται, η διαρκής ενίσχυση της επιστημονικής γνώσης και ιδιαίτερα της φυσικής με τις σύγχρονες ανακαλύψεις δεν μπορεί παρά να ζημιώνει και να συρρικνώνει τη θρησκεία που άλλοτε στο παρελθόν, κατείχε τα σκήπτρα…”
Υπάρχουν 3 τομείς
Ο πρώτος τομέας αφορά τους γνωσιολογικούς ισχυρισμούς των συστημάτων. Ιστορικά, οι περισσότερες θρησκείες απέκτησαν κύρος επειδή η ερμηνεία πολλών μυστηριωδών φαινομένων όπως οι σεισμοί, οι πλημμύρες κ.λπ., απαιτούσε αναφορές σε υπερφυσικές δυνάμεις ή όντα. Όμως, η πρόοδος της επιστήμης απεκάλυψε ότι τα περισσότερα από αυτά τα μυστηριώδη φαινόμενα έχουν μια φυσική εξήγηση. Εφόσον με την πάροδο των χρόνων τα φαινόμενα αυτά εξηγούνται όχι με υπερφυσικό τρόπο, αλλά με εντελώς φυσικό, το αποτέλεσμα είναι η «σταδιακή εξασθένηση της θρησκευτικής πίστης».
Κατ’ αρχάς χρειάζεται να γίνει αποσαφήνιση του όρου θρησκεία/θρησκείες. Διότι όταν λέμε θρησκεία, εννοούμε την από αρχαιοτάτων χρόνων λατρευτική τάση των ανθρώπων σε θεούς, σε πνεύματα, ή εν πάση περιπτώσει, σε μια υπερβατική, υπερφυσική οντότητα. Όλες οι θρησκείες όμως, δεν έχουν τις ίδιες αντιλήψεις περί θείου. Μπορεί να έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο καλάθι. Αλλιώς αντιλαμβάνονται το θείον οι πρωτόγονες ανιμιστικές θρησκείες, όπου πίσω από κάθε ον ή φαινόμενο βλέπουν να υποκρύπτεται ένα πνεύμα, ένας δαίμονας ή μια ψυχή, αλλιώς οι πολυθεϊστικές (αρχαία ελληνορωμαϊκή θρησκεία, ινδουισμός), αλλιώς ο βουδισμός που πρόκειται κατά βάση για ά-θεη φιλοσοφία, και αλλιώς οι τρεις γνωστές μονοθεϊστικές: ιουδαϊσμός–χριστιανισμός– ισλαμισμός.
Ο βιβλικός χριστιανισμός (και με τον όρο αυτό εννοώ τη χριστιανοσύνη όπως τη δίδαξε ο Ιησούς και οι απόστολοί Του), όπως είναι διαφυλαγμένος μέσα στην Καινή Διαθήκη –κατ’ αντιδιαστολήν από τον ιστορικό χριστιανισμό που επικράτησε αργότερα με αυτοκρατορικές βούλες, ιερατεία, πάπες, συνόδους και συναφή επιχρίσματα– είναι κατ’ εξοχήν πνευματική θρησκεία που επιζητεί τη λατρεία του Υπερτάτου Όντος «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Δεν ασχολείται με την ερμηνεία φυσικών φαινομένων αλλά αποβλέπει στην απάντηση των βαθύτερων υπαρξιακών, πνευματικών και ηθικών προβλημάτων του ανθρώπου. Προβλημάτων για τα οποία η φυσική επιστήμη δεν έχει να πει τίποτα. Στα κρίσιμα ερωτήματα ποιος ή τι είναι ο άνθρωπος, από πού προέρχεται, πώς πρέπει να ζει και προς τα πού πορεύεται εν ζωή και μετά θάνατον, δεν μπορεί να απαντήσει η φυσική επιστήμη της οποίας η αρμοδιότητα περιορίζεται στο να απαντάει κυρίως στο πώς, μέσω παρατήρησης και πειράματος, και ελάχιστα, ή καθόλου στο γιατί, που είναι ερώτημα κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό-μεταφυσικό. «Η ανικανότητά μας να απαντήσουμε στο ερώτημα από πού προήλθε το σύμπαν ή τι υπήρχε πριν από τη μεγάλη έκρηξη δείχνει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης», λέει ο σύγχρονος διάσημος αστροφυσικός Hubert Reeves. «Η ερώτηση από πού προερχόμαστε πιστεύω ότι θα μείνει αναπάντητη για πολύ καιρό ακόμη και ίσως ποτέ δεν θα καταφέρουμε να δώσουμε οριστική απάντηση» (Καθημερινή, 23/2/14).
* * *
Ως δεύτερο τομέα σύγκρουσης θρησκείας και επιστήμης διαβλέπω ότι κυριαρχούσε η θεολογική άποψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος και γενικότερα η ανθρωπότητα κατείχε μια ξεχωριστή θέση στο κέντρο του κόσμου. Κέντρο του κόσμου θεωρούνταν η γη και κορωνίδα της δημιουργίας ο άνθρωπος. Αλλά από τον Κοπέρνικο και εντεύθεν η φυσική επιστήμη ανατρέπει αυτό το πενιχρό, λαθεμένο κοσμοείδωλο. Διότι με τις σύγχρονες μάλιστα γνώσεις, η γη είναι ένας ασήμαντος πλανήτης που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, ο οποίος είναι ένα αστέρι όπως εκατοντάδες δισεκατομμύρια άστρα, σε ένα γαλαξία που αποτελεί μέρος ενός συνόλου γαλαξιών που υπολογίζονται τουλάχιστον σε εκατό δισεκατομμύρια!…
Το ερώτημα είναι: Τι θέση μπορεί να έχει σε αυτό το απίστευτο σύμπλεγμα γαλαξιών η γη, ένας κόκκος άμμου που φιλοξενεί άλλους απειροελάχιστους κόκκους άμμου, ήτοι την ανθρωπότητα;
Το ερώτημα είναι ενδιαφέρον αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη κάποιες παράμετροι. Κατ’ αρχάς, η εικόνα και η αντίληψη της θέσης του ανθρώπου στην προ-κοπερνίκεια κοσμοθεωρία δεν διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα του βιβλικού χριστιανισμού τόσο, όσο ως αποτέλεσμα άλλων φιλοσοφικών αντιλήψεων που αντλήθηκαν από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία αλλά και από την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία. Διότι, πράγματι, σύμφωνα με τη Βίβλο ο άνθρωπος μπορεί να θεωρείται ο βασιλιάς της γήινης κτίσης που του δόθηκε εντολή να κυριαρχήσει επ’ αυτής. Ταυτόχρονα, όμως, υποδεικνύεται και η ασημαντότητά του μπρος στο μεγαλείο του έναστρου ουρανού που αποκαλείται «στράτευμα των ουρανών». Ήδη στον 8ο Ψαλμό ο Δαυίδ παρατηρεί: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ· ὅτι ὄψομαι τούς οὐρανούς ἔργα τῶν δακτύλων σου». Και στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα τον 8ο αιώνα (ή έστω τον 6ο αιώνα όπως θέλουν μερικοί), γίνεται λόγος για την ασημαντότητα της γης και ιδίως των εθνών που παρουσιάζονται ως «ρανίς ἐπί κάδου». Ο προφήτης καλεί τους ανθρώπους να ατενίσουν το στράτευμα των ουρανών που προσδιορίζεται αλλού ως «η άμμος της θάλασσας». Ο Julian Huxley, ο γνωστός βιολόγος, αναγνώρισε ότι οι Ψαλμοί της Βίβλου περιέχουν τη θεολογική άποψη μιας καταπληκτικής επιστημονικής αλήθειας: τη βιολογική μοναδικότητα του ανθρώπου.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί με τίποτα να παροραθεί το γεγονός ότι η σύγχρονη φυσική επιστήμη είναι εκείνη που αποκάλυψε τη λεγόμενη ανθρωπική κοσμολογική αρχή των Frank Tipler και John Barrow. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, που την εκλαΐκευσαν στη χώρα μας οι καθηγητές Β. Ξανθόπουλος και Γ. Γραμματικάκης, η ζωή εδώ στη γη εξαρτάται από τόσες λεπτές ισορροπίες, που αν ήδη, κατά τη γένεση της υλοενέργειας παρέκκλιναν κατ’ ελάχιστον, θα ήταν αδύνατο να εμφανιστεί και να εξακολουθεί να διατηρείται. Ο διακεκριμένος φυσικός Paul Davies, αναλογιζόμενος την ύπαρξη και λειτουργία των περίφημων τεσσάρων σταθερών (ηλεκτρομαγνητισμός, ισχυρά πυρηνική δύναμη, ασθενής πυρηνική δύναμη και βαρύτητα) καθώς και τις λεπτότατες ισορροπίες τους που δεν επιτρέπουν την παρέκκλιση κατά ποσοστό, κλάσμα ή νανο-δευτερόλεπτο χωρίς συνέπειες, κατέληξε να πει ότι «αυτό αποτελεί για μένα προφανή απόδειξη ότι υπάρχει στη φύση κάτι που μας ξεπερνά. Είμαι πεπεισμένος ότι πίσω από το θαύμα του σύμπαντος υπάρχει ένα σχέδιο θεϊκής πνοής». Έφτασε μάλιστα να μιλήσει σε ένα βιβλίο του για τον Νου του Θεού. Παρόμοια, ο διάσημος φυσικός Freeman Dyson στο βιβλίο του Disturbing the Universe (σελ. 250) κατέληξε να πει ότι: «Όσο περισσότερο εξετάζω το σύμπαν και μελετώ τις λεπτομέρειες της αρχιτεκτονικής του, τόσο περισσότερες αποδείξεις βρίσκω για το γεγονός ότι το σύμπαν θα έπρεπε να ήξερε, με κάποια έννοια, ότι θα ερχόμασταν εμείς».
Εκτός όμως απ’ την παραπάνω πτυχή του προβλήματος, υπογραμμίζετε ότι δεύτερη πηγή αμφισβήτησης της ξεχωριστής προνομιακής θέσης του ανθρώπου στον κόσμο, προέρχεται από τη βιολογία, και δη, από τη δαρβινική θεωρία. Διότι ο Δαρβίνος εκθρόνισε τον άνθρωπο απ’ την προνομιακή θέση του, και τον θέλει καταγόμενο από κατώτερα ζώα, χωρίς την ανάγκη δημιουργίας του από έναν Πάνσοφο Δημιουργό. Επιπλέον, εδώ φαίνεται σύντομα η ημέρα, που οι βιοχημικοί και οι νευροεπιστήμονες θα διαλύσουν τον μύθο της αθανασίας της ψυχής που διακρατούν όλες σχεδόν οι θρησκείες, αφού όλα θα εξηγούνται ως βιοχημικές ενέργειες του εγκεφάλου.
Το θέμα της δαρβίνειας θεωρίας για την προέλευση του ανθρώπου όπως το έθεσε ο Δαρβίνος, που το 2009 γιορτάστηκαν τα 200 χρόνια από τη γέννησή του και τα 150 από την έκδοση του πολύκροτου βιβλίου Η Καταγωγή των Ειδών, είναι πολύ πλατύ για να συζητηθεί εδώ και είναι θέμα που συνεχίζει να προκαλεί σοβαρές αντεγκλήσεις και αντιγνωμίες μεταξύ ειδικών και μη.
Νομίζω ότι, αν αποσαφηνιστούν κάποια πράγματα, θα φανεί ότι υπάρχει ένα πολύ μικρό μέρος για προστριβές μεταξύ βιολογίας–χριστιανισμού. Όπως προανέφερα, η Βίβλος μπορεί να παρουσιάζει τον άνθρωπο ως κορωνίδα της δημιουργίας, ενός σοφού Δημιουργού, ταυτόχρονα όμως, υπογραμμίζει και την ασημαντότητά του μπροστά στο θεϊκό δημιουργικό μεγαλείο του σύμπαντος. Υποστηρίζει βέβαια ότι η πνευματικότητα στον άνθρωπο είναι κάτι το ξεχωριστό αφού δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού. Απ’ την άλλη, είναι πλάνη να νομίζει κανείς ότι ο Δαρβίνος ήταν αθεϊστής, ή ότι η θεωρία του έλυσε το πρόβλημα της καταγωγής του πολύπλοκου φυτικού και ζωικού βασιλείου και του ανθρώπου. Η φυσική επιλογή του Δαρβίνου ή «ο αγών για την ύπαρξη» ήταν ο κύριος μοχλός της θεωρίας του, αλλά όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος στο βιβλίο του Η Καταγωγή του Ανθρώπου, της έδωσε υπερβολική σημασία. Ο Δαρβίνος πρώτα συνέλαβε τη θεωρία του και μετά έψαχνε να βρει στοιχεία και αποδείξεις που να την υποστηρίζουν! Τη θεωρία, βέβαια, τη βρήκε μισοέτοιμη από τον παππού του Έρασμο Δαρβίνο, τον Lamarck, και τον Αναξίμανδρο… Η φυσική επιλογή σύμφωνα με την κριτική που υπέστη η θεωρία, μπορεί να λειτουργεί και να επιλέγει τους άριστους μεταξύ αυτών που υπάρχουν, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά την εμφάνιση των νέων μορφών ζωής.
Η φυσική επιλογή χρειάστηκε τα «δεκανίκια» της γενετικής –την οποία αγνοούσε ο Δαρβίνος, καθώς και τους νόμους του Mendel– και μάλιστα των μεταλλάξεων, στη δεκαετία του ’40. Γιατί ήδη είχε πέσει σε ανυποληψία στους επιστημονικούς κύκλους, μετά τη σφοδρή κριτική που υπέστη από τον μηχανικό Fleeming Jenkin (1833-1885) και άλλους.
Αλλά κατά γενική ομολογία, οι φυσικές μεταλλάξεις είναι σπάνιες. Και είτε είναι ασήμαντες, άρα ανίκανες να δημιουργήσουν νέες μορφές ζωής (όχι ποικιλίες), πολύ περισσότερο οικογένειες, ομοταξίες, συνομοταξίες και πολύπλοκα όργανα (μάτι, αυτί, εγκέφαλο, κ.λπ.), είτε είναι πιο ισχυρές, αλλά καταστροφικές και θανατηφόρες διότι δημιουργούν δυσπλασίες και όχι εξελιγμένες, καλύτερες, ανώτερες μορφές ζωής… Ο νεοδαρβινισμός, το επικρατούν «παράδειγμα» στη βιολογία σήμερα, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Thomas Kuhn, εκτός που υπέστη σφοδρή κριτική από τους Stephen Jay Gould και Niles Eldredge με τη θεωρία της «διακεκομμένης ισορροπίας» ή των «ελπιδοφόρων τεράτων» στη δεκαετία του ’70, ακόμα και σήμερα αδυνατεί να απαντήσει (κατά την έμμεση ομολογία και αυτού του ιδίου Richard Dawkins) στα κρίσιμα ερωτήματα: της προέλευσης της ύλης, των νόμων που τη διέπουν, και κυρίως, της προέλευσης της ζωής (θεωρίες υπάρχουν πολλές αλλά απάντηση ικανοποιητική καμία) και της εμφάνισης της συνειδητότητας στον άνθρωπο. Είναι προφανές ότι η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου είναι μια θεωρία που συνεχώς εξελίσσεται με αβέβαιο παρελθόν, διάτρητο παρόν και άδηλο μέλλον. Το ομολογεί αυτό ο ίδιος ο Dawkins στο βιβλίο του Ο εφημέριος του Διαβόλου (σελ. 132) λέγοντας ότι «πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε την πιθανότητα ότι νέα δεδομένα μπορεί να βγουν στο φως, τα οποία θα αναγκάσουν τους διαδόχους μας στον 21ο αιώνα να εγκαταλείψουν τον δαρβινισμό…». Τα παραπάνω προβλήματα οδήγησαν ένα σύγχρονο φημισμένο αθεϊστή, τον Antony Flew να πει: «Άλλαξα γνώμη: Θεός υπάρχει! Γιατί αλλιώς δεν εξηγούνται τα φυσικά γεγονότα λογικά και επιστημονικά».
Το θέμα της αθανασίας της ψυχής σηκώνει συζήτηση, αλλά μια άλλη φορά ίσως. Πάντως, ο βιβλικός χριστιανισμός δίνει έμφαση όχι στην αθανασία μιας εκ φύσεως αθάνατης ή προϋπάρχουσας ψυχής (κατά τους Πλατωνιστές και τον Ωριγένη), αλλά στην ανάσταση νεκρών, που είναι κάτι το τελείως διαφορετικό και εναπόκειται στην πίστη και στην κρίση του Παντοδύναμου Όντος. Μια τέτοια τοποθέτηση αφαιρεί οποιαδήποτε ανακάλυψη της επιστήμης περί ανυπαρξίας αΰλου ψυχής εντός του ανθρώπου!
* * *
Και ερχόμαστε στην τρίτη και πιο σημαντική πηγή σύγκρουσης.
Οι θρησκείες, λέει, βασίζονται κατά κύριο λόγο σε «αλάθητες» αυθεντίες που μπορεί να είναι ένας ηγέτης, ένας πάπας, ένας αρχιεπίσκοπος, ένας προφήτης· ή σε ένα ιερό βιβλίο όπως η Βίβλος ή το Κοράνι. Η επιστήμη, παρόλο που στηρίζεται σε ειδήμονες, αναγνωρίζει ότι αυτή δεν είναι αλάθητη. Και η τυχόν απόρριψη των απόψεων π.χ. ενός Einstein, δεν προκαλεί φονταμενταλιστικά πάρεργα (φυλακίσεις ιδεολογικών αντιπάλων, λιθοβολισμούς, κ.λπ.).
Και ναι μεν οι θρησκείες έχουν τους αρχηγούς τους, που προβάλλουν ως αλάθητες αυθεντίες, αλλά εναπόκειται στους οπαδούς τους να μην είναι άβουλα όργανα ή «πρόβατα», αλλά πρόσωπα με νου, κρίση και συνείδηση. Και να μπορούν να εξελέγχουν τους οποιουσδήποτε θρησκευτικούς-εκκλησιαστικούς θεσμούς ή θέσφατα. Επιπλέον δεν μπορούμε και πάλι να μιλάμε με τον ίδιο τρόπο για όλες τις θρησκείες. Ο βιβλικός χριστιανισμός διαφέρει ριζικά από τα θεοκρατικά καθεστώτα του ισλάμ, της παποσύνης, του καισαροπαπισμού και του Βυζαντίου. Αφήνει τον άνθρωπο ελεύθερο να ακολουθήσει τη φωνή της συνείδησής του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», είπε ο Χριστός, δίνοντας ταυτόχρονα τα εχέγγυα και διαπιστευτήρια της μοναδικότητάς Του. Καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει μεταξύ Κορανίου και Βίβλου, για όποιον ξέρει τα γεγονότα του πώς δημιουργήθηκαν τα δύο ιερά βιβλία. Η Βίβλος δεν ισχυρίζεται ότι γράφτηκε στον ουρανό από κάποιο άγγελο, όπως λέει το Κοράνι, για να δοθεί στους ανθρώπους. Γράφτηκε από ένθεους ανθρώπους υψηλής πνευματικότητας, πίστης, εντιμότητας και ηθικής. Είναι βιβλίο που διαφέρει και υπερέχει αισθητά από άλλα ιερά βιβλία θρησκειών. Και επειδή ο Weinberg αναφέρθηκε στον Einstein, αξίζει να παραθέσω τα λόγια του ίδιου του Einstein σχετικά με την αξία της επιστήμης και των θρησκευτικών αρχηγών, όπως τα παραθέτει ο Renée Weber στο βιβλίο του Επιστήμονες και Άγιοι (1997, σελ. 351):
«Αυτό που οφείλει η ανθρωπότητα σε προσωπικότητες όπως ο Βούδας, ο Μωυσής και ο Ιησούς μετράει περισσότερο από όλα τα επιτεύγματα του εξερευνητικού, εποικοδομητικού νου».
Και αλλού:
«Η επιστήμη μπορεί να δημιουργηθεί μονάχα από εκείνους που είναι ισχυρά διαποτισμένοι από τον πόθο για την αλήθεια και την κατανόηση. Αυτή η πηγή των αισθημάτων ωστόσο, προέρχεται από τη σφαίρα της θρησκείας – διότι ο επιστήμων προσπαθεί ταπεινά να κατανοήσει ένα απειροελάχιστο μέρος της νοημοσύνης που εκδηλώνεται στο σύμπαν…» (A. Einstein, Το πιστεύω μου, περιοδ. Επιλογή, τ. 94, σελ. 71 επ.).
Η επιστήμη, βεβαίως, έχει και αυτή τους δικούς της γκουρού. Δέχεται ταυτόχρονα όμως ότι αυτοί δεν είναι αλάθητοι, διότι η επιστημονική γνώση είναι περιορισμένη. «Δεν γνωρίζουμε ακόμη τις απαντήσεις στα περισσότερα σημαντικά ερωτήματα. Η φύση είναι πιο έξυπνη από εμάς», παραδέχεται ο φυσικός Freeman Dyson. Και όπως είπε ο Michael Baum: «Επιστήμη (πρέπει να) είναι φαντασία συν ταπεινοφροσύνη στο τετράγωνο!». Αν λείπει αυτή η ταπεινοφροσύνη, η επιστήμη μετατρέπεται σε επιστημονισμό, σε ιδεολογικό κατασκεύασμα, που μπορεί να οδηγήσει σε αθεϊστικό φονταμενταλισμό, τύπου Richard Dawkins κ.ά. Κλείνοντας θα ήθελα απλά να παραθέσω από τον ίδιο τον Weinberg τι λέει στο βιβλίο του Όνειρα για μια τελική θεωρία. Παραδέχεται ότι η «έννοια Θεός» προσιδιάζει σε ένα ον όπως το δέχεται η χριστιανοσύνη. Δηλαδή ένα δημιουργό, νομοθέτη, πρότυπο αγαθότητας κ.λπ. Ενώ ο συνάδελφός του, κορυφαίος αστρονόμος Trinh Xuân στο βιβλίο του Χάος και Αρμονία καταλήγει: «…Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η αρμονία, η συμμετρία, η ενότητα και η ομορφιά του κόσμου αποτελούν απλά και μόνο προϊόν τύχης. (Γι’ αυτό) θα πρέπει να δεχτούμε αξιωματικά την ύπαρξη μιας πρώτης Αιτίας… και άλλους τρόπους γνώσης όπως η διαίσθηση, μαζί με την επιστήμη».
Συμπερασματικά, το αν και κατά πόσο θρησκεία και φυσική επιστήμη είναι σε συγκρουσιακή κατάσταση, είναι θέμα ερμηνείας τόσο της θρησκείας και των θεσμών της όσο και της επιστήμης και των εκπροσώπων της. Διότι η θρησκεία για να ικανοποιεί, πρέπει να παραμένει στον πυρήνα των δογμάτων της και να αποβάλλει πολλά ανθρωποποίητα περιττά κατάλοιπα του παρελθόντος. Η δε επιστήμη, ως γνωστόν, είναι σύστημα μεταβαλλόμενων γνώσεων… Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την αϊνστάνεια ρήση: «Η επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι χωλή και η θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή». «Θρησκεία και επιστήμη», θα μας πει και ο περίφημος φυσικός Max Planck, «δεν αποκλείουν η μία την άλλη, όπως φοβούνται μερικοί, αλλά συμπληρώνουν και καθορίζουν η μία την άλλη. Ο Θεός βρίσκεται στην αρχή της θρησκείας και στο τέλος κάθε επιστημονικής σκέψης».