Χρονογράφημα: Η φατρία των δολοφόνων
Του Γιάννη Τζαμπούρα (ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΔΙΑΠ.ΣΤΟ ΥΠΠΟ – ΕΠΙΣΤ.ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ – ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ 1930 – ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΤΕΧΝΩΝ Β.&Μ.ΘΕΟ)
Η φατρία των δολοφόνων
Ήταν η τρίτη βδομάδα της άνοιξης κι όμως έκανε ψύχρα γιατί νωρίς το απόγευμα είχε βρέξει. Ο Λάκης άρχισε να κατεβαίνει τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα ενώ, ταυτόχρονα, έβαζε το μπλε άνορακ που είχε ριγμένο στους ώμους του. Πέρασε τις λεμονιές της εξώπορτας και βγήκε στο δρόμο.
Το συνεργείο αυτοκινήτων στη γωνία της οδού Σπετσών είχε κλείσει, όπως και το ζαχαροπλαστείο απέναντι. Ήταν τα μόνα σημάδια ζωής σ’ αυτόν το δρόμο και για κάποιον που δεν είχε ρολόι σήμαινε πως ήταν περασμένες 10.
Άρχισε να κατεβαίνει την οδό Βεραντέρου. «Σαν το Λος Άντζελες κι εδώ», σκέφτεται. «Ερημιά κι αποξένωση, καθένας τη δουλειά του και το αυτοκίνητό του. Μόνο που δεν περίμενα να γίνει τόσο γρήγορα».
Δεν ήξερε κανέναν στην γειτονιά. Ούτε ποιός κάθεται πού, ούτε καλημέρες, ούτε τίποτα. Ήξερε μερικά ζώα, όμως, τα δύο σκυλιά λ.χ. που κάναν σα λυσασμένα, γάβγιζαν και πάσχιζαν να σπάσουν τις αλυσίδες που τα κρατούσαν δεμένα, κάθε φορά που αυτός περνούσε έξω από το σπίτι των αφεντικών τους. Κάποιο βράδυ, μάλιστα, την είχε πάθει γιατί τα ’χε ξεχάσει εντελώς και περπατούσε αμέριμνα κι αυτά, καθώς άρχισαν να γαβγίζουν ξαφνικά, του κόψανε τη χολή. Aπό τότε, φρόντιζε να περνάει ξυστά τα κάγκελα του κήπου και να τα προκαλεί. Το πρόσωπό του παραμορφωνόταν σχεδόν καθώς τα έβριζε και μιας και οι λέξεις δεν έπαιζαν κανένα ρόλο, τα σκυλιά πιάναν την ένταση και τον τόνο της φωνής του και απαντούσαν με ανάλογα γαβγίσματα.
Στην πραγματικότητα τα φοβόταν πολύ τα σκυλιά, κι όχι χωρίς λόγο. Το περσινό καλοκαίρι, σε μια παραλία γεμάτη κόσμο και πλάι στο σημείο που νοικιάζαν θαλάσσια ποδήλατα, υπήρχε κι ένα λυκόσκυλο. Ήταν ήσυχο, μέχρι τη στιγμή που ο Λάζαρος πέρασε από κοντά του. Τότε αυτό τινάχτηκε γρυλίζοντας και του όρμησε παρασέρνοντας και τη θαλάσσια ομπρέλα με τη βαριά πέτρινη βάση πάνω στην οποία ήταν δεμένο. Ο Λάζαρος είχε παγώσει και τ’ αφεντικά του σκύλου, δυο μεσίληκες τουρίστες που έμοιαζαν να ’ναι Γερμανοί, κατάφεραν να το μαζέψουν. Όλοι οι γνωστοί του έλεγαν ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα αντιπαθεί ή τα φοβάται και τα σκυλιά το καταλαβαίνουν. Ίσως μάλιστα ο φόβος να δημιουργεί κάποια έκκριση αδένων με χαρακτηριστική μυρουδιά που τα σκυλιά, με την παντοδύναμη όσφρηση την καταγράφουν. «Πάψε να τα φοβάσαι», τον συμβούλευαν, «και θα δεις», ή, «Αφού τα αντιπαθείς σε αντιπαθούν κι αυτά»· ο Λάζαρος όμως τα θεωρούσε ανοησίες, γιατί πώς να πάψεις να τα φοβάσαι όταν αυτά είναι έτοιμα να σε κατασπαράξουν· όσο για την αντιπάθεια που ήταν, ας πούμε, αμοιβαία, στα σκυλιά γινόταν αιμοβόρα διάθεση, ενώ σ’ εκείνον περιοριζόταν στον ψυχολογικό τομέα.
Τον είχε πια βαρεθεί αυτόν τον δρόμο γιατί περνούσε τέσσερις φορές την ημέρα. Μοναδική ανθρώπινη παρουσία ήταν μια μικρή ομάδα παιδιών προς την έξοδο του δρόμου που παίζαν μπάλα, αν δεν είχε ακόμη νυχτώσει και που κάποιος μεγάλος, συνήθως γυναίκα, τα παρακολουθούσε απ’ το μπαλκόνι, επενέβαινε στις ασήμαντες φιλονικίες τους ή τα καλούσε, με φωνή ξινή, να μπούνε μέσα.
Χαμένος όπως ήταν στις σκέψεις του ξέχασε να παρατηρήσει τις λεμονιές και τις βερυκοκιές που πύκνωναν τους κήπους κάνοντας το σκοτάδι φανταχτερό, καθώς κάποιο φως του δρόμου έπεφτε στα φυλλώματα κι αν τύχαινε να φυσσάει, ο αέρας τούς έδινε διαστάσεις παραμυθιού. Ούτε και πρόσεξε τις δύο μαύρες γάτες που έστεκαν ακίνητες στο πεζούλι, δυο σπίτια παρακάτω από κει που μένανε τ΄αντιπαθητικά σκυλιά. Ήταν δύσκολο, άλλωστε, να τις ξεχάσει κανείς γιατί φορούσαν στο λαιμό από μια κόκκινη κορδέλα.
Κάτι όμως πίσω του ξεπετάχτηκε απ’ τα σκοτάδια και τον άρπαξε απ’ το λαιμό. Το ένστικτό του έδρασε αστραπιαία. Μηδένισε κάθε σκέψη, νοσταλγία, επιθυμία, όπως ο ταξιτζής κατεβάζει το ρολόι μετά την κούρσα του και συγκεντρώθηκε στον αριστερό του αγκώνα, δίνοντας ένα ξερό χτύπημα συσσωρευμένης ενέργειας. Ένα πνιχτό μουγκρητό ακούστηκε, το χέρι που τον έσφιγγε στο λαιμό χαλάρωσε κι ο Λάζαρος ξέφυγε αστραπιαία κάνοντας συγχρόνως μεταβολή.
Βρέθηκε τότε απέναντι σ’ ένα πλάσμα που το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο με μαντήλι, έτσι που φαίνονταν μόνο τα μάτια του που γυάλιζαν παράξενα. Το πλάσμα, σκυφτό σαν αιλουροειδές, κρατούσε μαχαίρι. Ο Λάζαρος οπισθοχώρησε ακόμα τρία βήματα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί και πάλι γιατί η όψη αυτού του ανθρώπου τον είχε αναστατώσει. Είχε την ελπίδα πως θα του χιμούσε με το μαχαίρι κι έτσι, ξεφεύγοντας δεξιά, θα του ’δινε μια κλωτσιά με το έξω μέρος του αριστερού ποδιού στον καρπό. Το μαχαίρι θα έπεφτε κι από κει και πέρα τα πράγματα θα ’ταν πιο εύκολα.
Όμως το περίεργο πλάσμα έβγαλε κάτι άναρθρες κραυγές κι άρχισε να του ρίχνεται από πολλές μεριές κάνοντας τροχιές με το μαχαίρι του χωρίς να τον χτυπάει. Πηδούσε δεξιά-αριστερά σαν στοιχειό και δυο φορές τον άγγιξε κιόλας. Ο Λάζαρος μέσα σε χρόνο ελάχιστο έχασε το ηθικό του κι έμεινε ακίνητος παρακολουθώντας. Δυο χρόνια μετά, παρακολουθώντας ένα γαλλικό έργο («Τα χρόνια της φωτιάς») θα έβλεπε όντα πρωτόγονα που κάναν αυτές τις κινήσεις και θα ανατρίχιαζε. Ο άλλος θα μπορούσε να τον είχε κάνει κομμάτια έκανε, όμως, μεταβολή, και σαν να τον είχαν κουρντίσει, άρχισε να τρέχει προς την έξοδο της Βενιζέλου…
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα για να συνέλθει. Επιστράτευσε τη μνήμη του αλλά καμιά εικόνα του παρελθόντος δεν μπορούσε να φτάσει τη φρίκη που μόλις είχε νιώσει. Άρχισε κι αυτός να τρέχει προς την Κηφισίας. Στη γωνία κοίταξε πρώτα αριστερά, ύστερα δεξιά, όπου και νόμισε πως άκουσε κάποιον θόρυβο, ένα τετράγωνο πιο κάτω. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ήταν ένα οικόπεδο περιφραγμένο με σύρμα. Μικρό οικόπεδο. Οχτώ μέτρα μέσα από την πρόσοψη ένα προκάτ τετράγωνο. Στο σκοτάδι φαινόταν σκούρο αλλά το χρώμα του ήταν λαδί. Ένα μικρό μαρμαράδικο που το ’χε δει πάμπολλες φορές χωρίς όμως να το προσέξει ιδιαίτερα. Έψαξε ψηλαφητά για την πόρτα. Δεν υπήρχε πουθενά. Σε λίγο τέλειωνε η πρόσοψη κι έστριψε δεξιά στη γωνία, εκεί που άρχιζε η βόρεια πλευρά του. Βρήκε και την πόρτα. Μια συνηθισμένη σιδερένια πόρτα. Ήταν κλειδωμένη με λουκέτο. Άρχισε να σκαρφαλώνει πατώντας προσεκτικά στα κενά που δημιουργούσαν τα τετράγωνα σίδερα. Γρήγορα βρέθηκε στην κορυφή κι, μ’ ένα πήδημα, έπεσε μέσα. Υπήρχαν δυο μεγάλα πεύκα και στη βάση τους σωροί μικρών μαρμάρων. Προχώρησε προς το σπίτι. Η μπροστινή του πόρτα ήταν όλη τζαμαρία. Κόλλησε το μούτρο του αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα. Πάντως ανθρώπινη παρουσία δεν φαινόταν. Κρυψώνες δεν υπήρχαν. Πίσω απ’ το προκάτ, το σύρμα χώριζε το μαρμαράδικο από ένα φυτώριο. Ο Λάζαρος μέτρησε με το μάτι το ύψος τού συρματοπλέγματος και, χωρίς δεύτερη σκέψη, αναρριχήθηκε και βρέθηκε μέσα.
Ήταν πολύ πιο σκοτεινά απ’ το μαρμαράδικο. Όγκοι ψηλοί και σκοτεινοί ξεπεταγόντουσαν από παντού κι αν ήταν μέρα θα μπορούσε να δει τα νεαρά φυτά τυλιγμένα σε νάυλον σακούλες ή φυτεμένα μέσα σε παλιούς ντενεκέδες λαδιού ή τυριού φέτας που τις χρησιμοποιούσαν σα γλάστρες. Λεμονιές, πορτοκαλιές, ιβίσκοι, ακακίες και πολλά κυπαρίσσια.
Ξαφνικά ανατρίχιασε. Πάνω σ’ ένα σωρό χωμάτων ειδε κάτι που φέγγιζε. Πλησίασε κοντά κι έσκυψε να το μαζέψει. Ήταν το μαντίλι που φορούσε το πλάσμα. Και πλάι του ένα μαχαίρι. Το βούτηξε με απληστία και το μαχαίρι δεν είχε βάρος. Έτρεξε σ’ ένα σημείο που φωτιζόταν απ’ τον ηλεκτρικό στύλο του δρόμου για να το δει καλύτερα. Το μαχαίρι ήταν πλαστικό, σαν κι αυτά τα ευτελή παιχνίδια που βάζουν μέσα στα κουτιά των απορρυπαντικών. Το μαντήλι ήταν αυτό που φορούσε ο καταραμένος. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Άνοιξε το φερμουάρ της αριστερής τσέπης τού άνορακ και τα ’χωσε μέσα. Μετά, και σαν να τον είχε τσιμπήσει αλογόμυγα, δρασκέλισε την μικρή απόσταση που τον χώριζε απ’ το σύρμα της νότιας πλευράς του φυτωρίου, το σκαρφάλωσε και βρέθηκε στον μικρό δρόμο χωρίς να περάσει από το μαρμαράδικο.
Άρχισε να περπατάει γρήγορα κι ανέπνεε δυνατά τον σχετικά καθαρό αέρα του προαστείου. Ένιωθε μια γλυκιά ζαλάδα σαν ν’ άκουγε μια έμμονη μουσική φράση που σιγά σιγά άρχιζε να ποικίλλει. Πόση ώρα να ’χε περάσει; Αισθανόταν πως λείπει ώρες απ’ το σπίτι. «Σαν εφιάλτης», σκέφτεται. «Σαν εφιάλτης που κρατάει ώρες κι είναι μονάχα δευτερόλεπτα».
Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στον μεγάλο δρόμο που περνούσαν τα λεωφορεία για το Κάτω Χαλάνδρι. Κι ίσως τον τράβηξαν τα φώτα δύο τετράγωνα πιο κάτω, το ζαχαροπλαστείο με την τηλεόραση. Την είχαν αναμμένη, κανείς όμως δεν φαινόταν να της δίνει σημασία, όλοι καθόντουσαν έξω, στα σκοτεινά. Μέσα το μαγαζί ήταν φωταγωγημένο και καθώς πλησίασε είδε το μούτρο της ταμίας που φαινόταν πελιδνό κάτω από το φως τού νέον. Τη θυμήθηκε γιατί είχε έρθει εδώ με τη φίλη του μόλις πριν από μια βδομάδα, είχαν καθίσει μέσα για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Κυπέλλου Ευρώπης. Να κι ο άλλος, ο ιδιοκτήτης που, και να ’θελε, δεν θα μπορούσε να τον ξεχάσει. Καθόταν σε αναπηρική καρέκλα και πίσω του, όρθιος και σιωπηλός, ακριβώς όπως την άλλη φορά, ένας γεροδεμένος και πολύ νεότερός του, σαν μπράβος. Ήταν όπως στα γκανγκστερικά φιλμ. Κι αυτός ο ανάπηρος, ισχνός και κακός μες στο ριγέ κοστούμι του, έτσι που καθόταν στην καρέκλα του, νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα ’δινε κάποιο σινιάλο και θ’ άρχιζε το μακελειό.
Και δεν άκουσε αυτόν που καθόταν πίσω απ’ τ’ αφεντικό να του λέει, με φωνή που κόπιαζε να την κάνει ευγενική: «Κλείσαμε, κύριε», γιατί μέσα σ’ όλους αυτούς που καθόντουσαν στα σκοτεινά, είδε δυο μάτια που προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν τα δικά του, κι ήταν τα μάτια αυτουνού που μόλις πριν λίγο του είχε ριχτεί, ναι, ήταν αυτά, θα τ’ αναγνώριζε οπουδήποτε, κι όσα χρόνια να περάσουν.
«Δεν ακούτε, κύριε; Έχουμε κλείσει», γρύλλισε τώρα ο μπράβος κι ο Λάζαρος έριξε μια ματιά σαν λέιζερ σ’ αυτόν που εξακολουθούσε να τον αποφεύγει κι έκανε μεταβολή.
– Τι έγινε, έπαιξες προπό; Τον ρώτησε η φίλη του.
– Ναι, να στα δείξω, απάντησε μηχανικά κι άνοιξε το φερμουάρ τη αριστερής τσέπης του άνορακ απ’ όπου, αντί για δελτίο προπό, έβγαλε ένα πλαστικό μαχαίρι.
– Tι είναι αυτό;
Κάθησε στον καναπέ, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να διηγείται την απίστευτη ιστορία.