periodikostep.gr

Το Νεκυομαντείο του Αχέροντα

Το Νεκυομαντείο του Αχέροντα

Σύντομη ιστορική αναδρομή του ιερού και της ευρύτερης περιοχής

Της  Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)

Στην πεδιάδα του Φαναρίου, στον κάτω ρου του Αχέροντα και στη νοτιότερη απόληξη της χαμηλής λοφοσειράς που την οριοθετεί στα ανατολικά, τοποθετείται ο λόφος του Αγ. Ιωάννου, επάνω στον οποίο είναι ιδρυμένη η ομώνυμη μονή και το ελληνιστικό Νεκρομαντείο.

Ο συνδυασμός των στοιχείων των πηγών με τα αρχαιολογικά δεδομένα συντελεί στη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας του ιερού.

Πιο συγκεκριμένα, η ανθρώπινη παρουσία ανιχνεύεται στον λόφο ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα: τριών κιβωτιόσχημων παιδικών τάφων του 14ου – 13ου π.Χ. αι., λειψάνων τοιχοποιιών από ξερολιθιά, μυκηναϊκών οστράκων, ενός χάλκινου ξίφους μυκηναϊκού τύπου, καθώς και μικροαντικειμένων: αιχμές βελών, λεπίδες, σφονδύλια κ.α. Βέβαια, τα παραπάνω ευρήματα, πιθανώς, ανήκαν σε κάποιο μικρό οικισμό, που είχε ιδρυθεί στην κορυφή του λόφου και δε σχετίζονται με οποιαδήποτε λατρεία.

Ωστόσο, η αναλυτική ομηρική περιγραφή, σε συνδυασμό με την ύπαρξη της όμορης μυκηναϊκής Εφύρας και του αντίστοιχου οικισμού της Τορύνης κοντά στην Πάργα μπορούν να οδηγήσουν στη διατύπωση της υπόθεσης ότι η νεκρομαντεία, στην περιοχή, είχε εμφανιστεί ήδη κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.  Επίκεντρό της θα ήταν αρχικά η υπόγεια σπηλιά στις ΒΔ όχθες της Αχερουσίας λίμνης και κοντά στη συμβολή του Αχέροντα με τον Κωκυτό, στο λόφο όπου κτίστηκε αργότερα το ελληνιστικό ιερό. Όμως και ολόκληρη η πεδιάδα του Φαναρίου θεωρούνταν ως μια θέση ενδιάμεση και μεταβατική από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των νεκρών, ενώ, αν και υπέργεια, βρισκόταν στη δικαιοδοσία του Άδη. Κατά συνέπεια, οι ζωντανοί όφειλαν να τη σέβονται και να την επισκέπτονται, αποκλειστικά για θρησκευτικούς και τελετουργικούς σκοπούς.

Εικ. 1 Άποψη του ποταμού του Κάτω Κόσμου Αχέροντα και του παρόχθιου άλσους της Περσεφόνης.

Η αρχαϊκή και κλασική εποχή, στον λόφο του Νεκρομαντείου, εκπροσωπείται από τα ευρήματα ενός αποθέτη, ο οποίος εντοπίστηκε στους δυτικούς πρόποδες του και περιείχε όστρακα αγγείων και πήλινα ειδώλια της Περσεφόνης, που χρονολογούνται από τα μέσα του 7ου έως και τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. Μάλιστα, ορισμένα από τα ειδώλια είναι ιδιαιτέρως ευμεγέθη, ενώ κάποια άλλα εμφανίζουν τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των εργαστηρίων της Πελοποννήσου, με την οποία η Ήπειρος διατηρούσε στενές σχέσεις. Επιπλέον στην ίδια θέση, αποκαλύφθηκε και η κεφαλή μαρμάρινου ειδωλίου της Περσεφόνης του 5ου π.Χ. αι. με τα χαρακτηριστικά του αυστηρού ρυθμού. Εκτός των προαναφερθέντων, στην κορυφή του λόφου ήρθαν στο φως και ελάχιστα όστρακα της περιόδου πριν από τον 4ο π.Χ. αι. Βέβαια, η ισοπέδωση της θέσης για την ανέγερση του υπάρχοντος κτιριακού συγκροτήματος συντέλεσε στην εξαφάνιση των λειψάνων προϋπαρχόντων οικοδομημάτων.

Το σύνολο των παραπάνω ευρημάτων κατεύθυνε τον ανασκαφέα Σ. Δάκαρη προς τη διατύπωση της άποψης περί υπάρξεως αρχαϊκού ιερού της Περσεφόνης στην κορυφή του λόφου του Νεκρομαντείου. Το συγκεκριμένο ιερό εξακολούθησε τη λειτουργία του και κατά την επόμενη κλασική περίοδο. Στους ελληνιστικούς όμως χρόνους και προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των προσκυνητών, αποφασίστηκε η αντικατάστασή του με το μεγαλύτερο υφιστάμενο σήμερα στον χώρο.

Έτσι, η πρώτη οικοδομική φάση του ελληνιστικού Νεκρομαντείου τοποθετείται στα τέλη του 4ου –  αρχές του 3ου π.Χ. αι. και περιλάμβανε τον πολυγωνικό περίβολο, το κυρίως ιερό με τους διαδρόμους του και κάποια δωμάτια, που εξυπηρετούσαν την πορεία και σύντομη παραμονή των προσκυνητών σύμφωνα με τα τελετουργικά δρώμενα. Παράλληλα την ίδια εποχή, λαξεύτηκε στον βράχο, με περισσή επιμέλεια, η υπόγεια σπηλιά, ακριβώς κάτω από την αίθουσα των ειδώλων, η οποία αποτέλεσε, πιθανώς, τον πυρήνα της αρχική λατρείας, ενώ τώρα στέγαζε το σκοτεινό ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης. Στα τέλη του 3ου – αρχές 2ου π.Χ. αιώνα, ανάγεται και η δεύτερη οικοδομική φάση. Κατά τη διάρκειά της, προστέθηκε, στα δυτικά του αρχικού κτηρίου, ένα συγκρότημα με δωμάτια και αποθήκες, οριοθετημένα γύρω από μια τετράγωνη κεντρική αυλή. Οι χώροι αυτοί χρησίμευαν τόσο για τη διαμονή των ιερέων και του μεγάλου αριθμού των προσκυνητών, προτού οι τελευταίοι εισέλθουν στο ιερό και αρχίσουν τη σχετική προετοιμασία, όσο και για την αποθήκευση των πολυάριθμων προσφορών. Η συγκεκριμένη επέκταση κρίθηκε σκόπιμη εξαιτίας της αύξησης του αριθμού των προσκυνητών και των προσφορών, που σήμαινε και την ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των ιερέων. Το Νεκρομαντείο θα συνεχίσει με την ίδια μορφή έως το 167 π.Χ., οπότε πυρπολείται και καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Ρωμαίους. Οι υπάρχοντες στο εσωτερικό του σωροί των δημητριακών συντέλεσαν στη διατήρηση της φωτιάς, ενώ η υψηλή θερμοκρασία προκάλεσε την ασβεστοποίηση τμημάτων των επιφανειών των τοίχων καθώς και την τήξη των οπτοπλίνθων, επιτείνοντας περαιτέρω την καταστροφή.

Εικ. 2 Άποψη από ανατολικά του νότιου μαιανδρικού διαδρόμου ή λαβυρίνθου.

Κατά τον 1ο π.Χ. αι. και με την εγκατάσταση Ρωμαίων αποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, ένα τμήμα του δυτικού κτιριακού συγκροτήματος επισκευάστηκε και επανακατοικήθηκε, όπως προκύπτει από τις τοιχοποιίες και τα σχετικά ευρήματα π.χ. αγνύθες, όστρακα διαφόρων αγγείων, πώματα πυξίδων κα αρκετοί ρωμαϊκοί κέραμοι με έντυπα σφραγίσματα. Ωστόσο, ο χώρος χάνει τη λατρευτική του σημασία και χρησιμεύει αποκλειστικά ως χώρος ιδιωτικών κατοικιών. Όταν και οι Ρωμαίοι θα εγκαταλείψουν την κορυφή του λόφου, αυτή θα επιχωστεί και οριστικά θα εξαφανιστεί για αιώνες, μαζί με τη μακραίωνη παράδοση και τα μυστικά της νεκρομαντείας. Επειδή ωστόσο διαφαίνεται ότι η περιοχή ποτέ δεν έχασε τη θρησκευτική της σημασία στη συνείδηση των κατοίκων της και όπως συμβαίνει συχνά σε ιερούς τόπους, όπου τα ειδωλολατρικά ιερά αντικαταστάθηκαν από  χριστιανικούς ναούς, έτσι και εδώ κατά τον 16ο μ.Χ. αι. οικοδομήθηκε, ακριβώς επάνω στο ελληνιστικό νεκρομαντείο, ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Ωστόσο, στο κατώτερο τμήμα της κοιλάδας του Αχέροντα, όπως και στην ευρύτερη περιοχή, εκτός από το Νεκρομαντείο έχουν αποκαλυφθεί αρκετές ακόμη αρχαίες θέσεις και πληθώρα κινητών ευρημάτων, αποδεικνύοντας τη συνεχή και μακραίωνη ανθρώπινη παρουσία αλλά και την έντονη δραστηριότητα.

Ειδικότερα, ένας σημαντικός αριθμός θέσεων με αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όπως και κινητά ευρήματα της Εποχής του Χαλκού, έχουν εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή του κατώτερου τμήματος της κοιλάδας του Αχέροντα.

Βόρεια του Νεκρομαντείου, σε έναν έτερο λόφο παράλληλο προς το ιερό, δεσπόζει η οχυρή μυκηναϊκή θέση της Εφύρας, η οποία, μαζί με το Νεκρομαντείο, αποτελούν έναν ενιαίο, κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο. Η θέση κατοικήθηκε ήδη από τη Μεσοελλαδική εποχή. Γνώρισε τη μέγιστη ακμή της κατά την επόμενη Υστεροελλαδική περίοδο, οπότε και τειχίστηκε από Μυκηναΐους αποίκους. Η ανθρώπινη παρουσία ανιχνεύεται επίσης στους ελληνιστικούς χρόνους. Πιο συγκεκριμένα, στην Εφύρα σώζονται λείψανα τριών ομόκεντρων οχυρωματικών περιβόλων, μιας πύλης, αρκετών οικοδομημάτων και ενός νεκροταφείου τύμβων. Εξ’ αυτών, ο εξωτερικός και ο ενδιάμεσος περίβολος ανάγονται στην Υστεροελλαδική εποχή και είναι κατασκευασμένοι ως κυκλώπεια τείχη. Αντίστοιχα, ο τρίτος, ο εσωτερικός, είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με το πολυγωνικό σύστημα και χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους.

Εικ. 3 Η υπόγεια κρύπτη του Νεκρομαντείου. Το σκοτεινό ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης.

Βορειοδυτικά του Νεκρομαντείου, επάνω σε έναν κωνικό λόφο ύψους 107 μ., εδράζεται ένας ακόμη κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος. Πρόκειται για τη σημαντικότερη από τις τέσσερις ηλειάκες αποικίες της Κασσωπαίας, αυτή της Πανδοσίας. Σύμφωνα με την κεραμική που ήρθε στο φως, η θέση κατοικήθηκε ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Στα τέλη του 5ου αρχές 4ου  π.Χ. αι., η Πανδοσία οχυρώθηκε για πρώτη φορά. Το αρχικό αυτό τείχος περιέβαλλε το δυτικό τμήμα του λόφου, ενώ ένα διατείχισμα χώριζε την πόλη. Μετά το 342 π.Χ., ένα νέο τείχος ανεγείρεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του λόφου, διπλασιάζοντας την τειχισμένη έκταση. Σήμερα, από το τείχος, συνολικού μήκους 2.320μ., σώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα. Στην άνω πόλη, διατηρούνται, σε επίπεδο θεμελίων, τρία τετράπλευρα κτήρια, καθώς και δύο λαξευμένες στον βράχο δεξαμενές. Στην κορυφή του λόφου, ένα μικρός οχυρωματικός περίβολος εντυπωσιάζει με την κατασκευή του από αρχαίο δομικό υλικό, χωρίς να έχει χρονολογηθεί ακόμη με ακρίβεια.  

Στα βορειοδυτικά της Πανδοσίας, επάνω στον λόφο «Καστρίζα», έχει εντοπιστεί μια οχυρωμένη θέση της Εποχής του Χαλκού, με τμήματα τείχους και πυργοειδείς κατασκευές.

Στον λόφο «Τσουμπάρι», στον οικισμό Κορώνη, στη δυτική όχθη του παραποτάμου του Αχέροντα Κωκυτού, ήρθαν στο φως τα θεμέλια ενός ορθογωνίου οικοδομήματος της ελληνιστικής περιόδου, το οποίο εξακολούθησε να είναι σε χρήση και κατά την αντίστοιχη ρωμαϊκή, ενώ επαναχρησιμοποιήθηκε και στη μεταβυζαντινή εποχή.

Από τον λόφο της «Πούντας» ήταν ήδη γνωστή κεραμική της Εποχής του Χαλκού. Σωστικές ανασκαφικές έρευνες, που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία πενταετία, αποκάλυψαν τμήμα νεκροταφείου της ύστερης κλασικής – πρώιμης ελληνιστικής περιόδου, με τάφους λαξευμένους στον βράχο. Στον ίδιο χώρο, ανασκάφηκε και ένα αποσπασματικά σωζόμενο οικοδόμημα, το οποίο, πιθανώς, είχε λατρευτικό χαρακτήρα και όπου εντοπίζονται τέσσερις οικοδομικές φάσεις, με κυριότερη εκείνη της υστεροκλασσικής περιόδου.

Στη χερσόνησο της «Αγίας Ελένης», η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν νησάκι, ανιχνεύεται ανθρώπινη δραστηριότητα από την Εποχή του Χαλκού και έως τους ελληνιστικούς χρόνους. Στους πρόποδες και στην κορυφή του λόφου, εντοπίζονται σποραδικά ίχνη οχυρώσεων διαφορετικών περιόδων. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν δύο παράλληλα τμήματα κυκλώπειων οχυρώσεων, μήκους 170μ, με ίχνη μεταγενέστερων επεμβάσεων, τα οποία δεν έχουν, ακόμη, χρονολογηθεί με ακρίβεια.

Exit mobile version