Το βυζαντινό λουτρό στο Kάστρο των Ιωαννίνων
Της Κωνσταντίνας Ζήδρου – Αρχαιολόγος
Ένα ελάχιστα γνωστό βυζαντινό μνημείο
Στο εσωτερικό του σύγχρονου οικισμού του Κάστρου των Ιωαννίνων και πιο συγκεκριμένα πλησίον του βορείου σκέλους των τειχών του εξωτερικού περιβόλου, δυτικά της ΒΑ ακρόπολης, στο χώρο ΝΑ του κτηρίου του επονομαζόμενου ως «Σουφαρί σαράι», το οποίο λειτούργησε ως σχολή ιππικού κατά την περίοδο του Αλή πασά και του παρακείμενου σύγχρονου 9ου Δημοτικού σχολείου, η ανασκαφική σκαπάνη έφερε στο φως το μοναδικό, έως τώρα, σωζόμενο οικοδόμημα, από τα πολυάριθμα και ποικίλα της βυζαντινής πόλης. Πρόκειται για ένα λουτρό ορθογωνίου σχήματος, διαστάσεων 16,50μ επί 9,40μ, το ήμισυ του οποίου όμως, περίπου 9μ επί 8μ, έχει καλυφθεί από το κτήριο του δημοτικού σχολείου.
Το εναπόμειναν τμήμα του ανασκάφηκε συστηματικά. Έχει σχήμα Γ και τριμερή διάταξη. Ο πρώτος χώρος δυτικά είναι ορθογώνιος, διαστάσεων 7,55μ επί 3,25μ και χρησίμευε ως δεξαμενή των υδάτων. Σώζεται έως το επίπεδο του δαπέδου, το οποίο καλυπτόταν από ισχυρότατο υδραυλικό κονίαμα και πλάκες, πλέον κατεστραμμένες. Στο μέσο της δυτικής πλευράς του διακρίνεται ένα μεγάλο τοξωτό άνοιγμα, μερικώς σωζόμενο, κάτω από το οποίο ξεκινούσαν τρεις αγωγοί: ένας κεντρικός σε ευθεία πορεία και δυο σε καμπύλη που έφταναν έως τον επόμενο χώρο του οικοδομήματος.
Ο δεύτερος αυτός χώρος, ανατολικά της δεξαμενής, αποτελεί τον κεντρικό του λουτρού. Πρόκειται για το υπόκαυστο δωμάτιο ή τον τρίτο, ζεστό ή εσώτατο οίκο. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα του έχει καλυφθεί από το παρακείμενο δημοτικό σχολείο. Στηριζόταν σε πυκνές σειρές κτιστών πεσσίσκων ορθογώνιας διατομής, οι βάσεις των οποίων διατηρούνται ακόμη και έφεραν το χαμένο σήμερα δάπεδο. Στη βόρεια πλευρά, αποκαλύφθηκε μια τρίπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά αψίδα. Στους τοίχους του, που σώζονται σε μικρό ύψος, διακρίνονται οι οπές των κατακόρυφων τετράγωνων αγωγών για την κυκλοφορία του θερμού αέρα. Τα βυζαντινά λουτρά, όπως και τα αντίστοιχα ρωμαϊκά, ιδρύονταν επάνω από υπόκαυστα, από τα οποία διαχέονταν ο ζεστός αέρας, μέσω εντοιχισμένων σωλήνων και διανέμονταν στα διάφορα διαμερίσματα.
Ανατολικά του δεύτερου χώρου και εντελώς καλυμμένος σήμερα από το δημοτικό σχολείο, με εξαίρεση το νότιο τοίχο του, εντοπίστηκε ένας ακόμη ορθογώνιος χώρος, που θα αποτελούσε το αποδυτήριο και τον χώρο του ψυχρού λουτρού, αντιστοιχώντας στον πρώτο ή ψυχρό οίκο.
Ένας τέταρτος, επίσης ορθογώνιος, χώρος ήρθε στο φως νότια του υπόκαυστου. Έχει πλάτος μικρότερο από αυτό και δεν ανασκάφηκε ολόκληρος, καθώς τμήμα του βρίσκεται εντός ιδιωτικού οικοπέδου. Στους τοίχους του διατηρούνται παρόμοιες οπές τετράγωνων αγωγών για την κυκλοφορία θερμού αέρα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ίχνη υπόκαυστου. Δυο μεγάλα ορθογώνια ανοίγματα στη βόρεια πλευρά του, τα οποία κλείστηκαν σε μεταγενέστερη φάση, εξασφάλιζαν την επικοινωνία με το θερμό διαμέρισμα. Η τοιχοδομία του το καθιστά σύγχρονο με τους υπόλοιπους χώρους του λουτρού. Πιθανότατα αποτελούσε το μέσο ή χλιαροψύχριον οίκο, καθώς διαχέονταν και ζεστός αέρας από το υπόκαυστο.
Οι εξωτερικοί τοίχοι του λουτρού είναι εξαιρετικά επιμελημένοι και αποτελούνται από καλά λαξευμένους λίθους με ενδιάμεσες, σε κανονικές οριζόντιες στρώσεις, πλίνθους. Η συγκεκριμένη τοιχοδομία είναι χαρακτηριστική της μεσοβυζαντινής εποχής και γενικεύεται στην υστεροβυζαντινή, ενώ απαντά και σε τμήματα των βυζαντινών τειχών του εξωτερικού περιβόλου. Το κτήριο, στο σύνολό του, θεμελιώθηκε επάνω σε τοιχοποιίες της ελληνιστικής περιόδου. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, περισυλλέγησαν πολλά όστρακα της όψιμης οθωμανοκρατίας, πήλινες καπνοσύριγγες, μια χάλκινη καπνοθήκη και μια χάλκινη πόρπη σε σχήμα αχιβάδας που χρονολογήθηκαν στα τέλη του 18ου αι., καθώς και δύο ακέραια πήλινα αγγεία της ίδιας περιόδου. Τα σημαντικότερα όμως ευρήματα ήταν ένα τραχύ του 13ου αι. και άλλα πέντε χαλκά τραχέα του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη του νομισματοκοπείου της Θεσσαλονίκης, που βρέθηκαν στο κατώφλι της δεξαμενής.
Γενικά, υπάρχουν αρκετές γραπτές πηγές, όπως και αρχαιολογικές μαρτυρίες, που βοηθούν στην πλήρη ανασύσταση της εικόνας των βυζαντινών λουτρών και του τρόπου λειτουργίας τους. Έτσι, κάθε πόλη της αυτοκρατορίας διέθετε έναν αριθμό αστικών βαλανείων. Αυτά κτίζονταν συνήθως σε κεντρικά σημεία. Ως οικοδομήματα αποτελούνταν από τρία διαμερίσματα ή οίκους: τον πρώτο ή κρύο ή ψυχρολούσιο, τον μέσο ή χλιαροψύχριον και τον τρίτο ζεστό ή θερμό ή εσώτατο ή ενδότερο θόλο. Η παραπάνω σειρά αντιστοιχεί στα ρωμαϊκά frigidarium, tepidarium, caldarium, από όπου και επηρεάστηκαν τα αντίστοιχα βυζαντινά. Το επίθετο που αποδίδεται σε κάθε διαμέρισμα φανερώνει και τη χρήση του. Το κυρίως λουτρό θεωρούνταν το τρίτο διαμέρισμα, όπου γινόταν το ζεστό λουτρό και η εφίδρωση, ενώ ήταν πάντα θολοσκεπές και συχνά έφερε και ομφαλό. Εκτός από τα παραπάνω διαμερίσματα, υπήρχαν και βοηθητικοί χώροι, όπως τα αποδυτήρια και το αποχωρητήριο, όπου έμεναν για λίγο οι λουόμενοι πριν ή μετά το λουτρό.
Συνήθως τα λουτρικά οικοδομήματα έφεραν και δεύτερο όροφο, στον οποίο ανέβαιναν για να αναπαυθούν ή να κοιμηθούν μετά το λουτρό ή ακόμη και για να φάνε και να συζητήσουν. Οι κεντρικές εξωτερικές θύρες κλείνονταν με βαριά θυρόφυλλα και σπάνια άνοιγαν για να μη φεύγει ο ζεστός αέρας. Για τον ίδιο λόγο υπήρχαν και ελάχιστα παράθυρα, οπότε ο φωτισμός στο εσωτερικό ήταν περιορισμένος και έτσι αναγκάζονταν να ανάβουν κανδήλες. Οι εσωτερικές θύρες καλυπτόταν με παραπετάσματα για ευκολότερη επικοινωνία. Στα πολυτελή λουτρά ήταν συνηθισμένη και η διακόσμηση, η οποία περιλάμβανε ορθομαρμάρωση στους τοίχους ή κάλυψή τους με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες που απεικόνιζαν αυτοκράτορες, άλλα εξέχοντα πρόσωπα, τοπία, θέματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία, το φυτικό και ζωικό βασίλειο ή και εικόνες λουτρού. Το εσωτερικό τους διανθιζόταν και με κάτοπτρα, κίονες, αγάλματα κ.α. Τέλος, γύρω από τα μεγάλα λουτρά υπήρχαν και καταστήματα που διέθεταν σχετικά είδη.
Τα λουτρά έως τον 7ο μ.Χ. αι., μιμούμενα τα αντίστοιχα αρχαία ελληνικά και κυρίως τα ρωμαϊκά των οποίων και αποτελούσαν συνέχεια, λειτουργούσαν ως κοινά για άντρες και γυναίκες, παρόλο που κατακρίνονταν δριμύτατα από τους πατέρες της εκκλησίας και άλλες πηγές. Τον 7ο μ.Χ. αι. καταργήθηκαν με απόφαση τόσο των Συνόδων όσο και νόμους των αυτοκρατόρων. Έκτοτε, λειτουργούσαν ξεχωριστά ή ως διπλά, όπου ένα κάθετος τοίχος χώριζε τα δυο τμήματα ώστε απλώς να θερμαίνονται με ένα κοινό υπόκαυστο και έτσι να μειώνονται τα λειτουργικά έξοδα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω εξαιρετικά γενικά στοιχεία, τα αρχιτεκτονικά λείψανα και τα κινητά ευρήματα μπορεί να αποκατασταθεί, υποθετικά και επιγραμματικά, η μορφή και λειτουργία του βυζαντινού λουτρού των Ιωαννίνων. Πρόκειται για ένα αστικό βαλανείο, ιδρυμένο είτε από τον Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα, στο πρώτο μισό του 13ου αι. επάνω σε προγενέστερο οικοδόμημα, είτε από κάποιον ευκατάστατο πολίτη της περιώνυμης αριστοκρατίας των Ιωαννίνων, σε κεντρικό σημείο για να εξυπηρετεί ένα τμήμα της διευρυμένης πλέον πόλης. Η χρονολόγησή του στον 13ο αι., η μορφή και οι διαστάσεις του αποκαλύπτουν ότι δε λειτουργούσε ως μικτό ή διπλό λουτρό. Αντίθετα, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά είτε από άνδρες είτε από γυναίκες. Η διάταξη των χώρων αποκαλύπτει και τον τρόπο λειτουργίας του. Ωστόσο, οι τρεις οίκοι δε βρίσκονται σε ενιαία σειρά. Παράλληλα δεν έχει αποκαλυφθεί το αποχωρητήριο και ξεχωριστός χώρος για τα αποδυτήρια. Τα νομίσματα που αποκαλύφθηκαν φαντάζει εύλογο ότι χρησίμευαν για τα λειτουργικά του έξοδα, τα οποία καλύπτονταν από την κεντρική διοίκηση του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου και όχι για την πληρωμή της εισόδου από τους λουόμενους. Βέβαια, τα δημόσια βυζαντινά λουτρά μπορούσαν να ιδρύονται και να συντηρούνται και από γενναιόδωρες προσφορές ευκατάστατων πολιτών. Δεδομένης της ύπαρξης ισχυρής αριστοκρατίας στην πόλη, που ενισχύθηκε περαιτέρω με την άφιξη των προσφύγων μετά το 1204 και αυτή η άποψη μπορεί να θεωρηθεί πιθανή. Η χρήση του εξακολούθησε έως την ίδρυση του οθωμανικού λουτρού λίγα μέτρα νοτιότερα, δηλαδή έως τα τέλη του 17ου αι. Μετά την εγκατάλειψή του, θα πρέπει να κατεδαφίστηκε και το υλικό του να ξαναχρησιμοποιήθηκε, καθώς δε σώθηκαν ίχνη της ανωδομίας του. Κατά την ανέγερση του κτηρίου του επονομαζόμενου ως «Σουφαρί σαράι» στις αρχές του 19ου αι., ισοπεδώθηκε και μπαζώθηκε οριστικά, αποτελώντας πλέον τμήμα του προαύλιου χώρου του.
Είναι βέβαιο ότι στην πόλη θα υπήρχαν και άλλα λουτρά, προκειμένου για την εξυπηρέτηση όλων των κατοίκων. Οπωσδήποτε, ο Δεσπότης στον γουλά και οι άρχοντες στη ΝΑ ακρόπολη θα διέθεταν δικά τους πιο πολυτελή και ίσως ιδιωτικά. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν και κάποια μοναστηριακά. Επομένως, το συγκεκριμένο λουτρό αποτελεί παράδειγμα ενός αστικού βαλανείου, το οποίο δε θα έφερε διακόσμηση ή τουλάχιστον όχι μεγάλης κλίμακας, ούτε θα ήταν εξαιρετικά πολυτελές και θα απευθυνόταν σε ένα τμήμα της πόλης. Η ύπαρξη όμως του αντίστοιχου οθωμανικού σε λίγα μέτρα απόσταση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χώρος συνέχισε για αιώνες με την ίδια λειτουργία.
Συνολικά, η ανεύρεση του παραπάνω λουτρού θα πρέπει να θεωρηθεί ως υψίστης σημασίας. Αυτό αποτελεί το μοναδικό, έως τώρα, σωζόμενο οικοδόμημα της βυζαντινής πόλης, ελάχιστο βέβαια δείγμα της πληθώρας των δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων που θα υπήρχαν και ένα από τα λίγα σωζόμενα βυζαντινά αστικά βαλανεία, το οποίο, παρά τον αποσπασματικό του χαρακτήρα, μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες.