periodikostep.gr

Σύντομη ιστορική πορεία της Ηπείρου έως και τον 4ο π.Χ. αι.

Σύντομη επισκόπηση της ιστορικής πορείας της Ηπείρου από την προϊστορική περίοδο έως και τον 4ο π.Χ. αι.

Της  Κωνσταντίνας Ζήδρου (Αρχαιολόγος)      

Το λήμμα ήπειρος εμφανίζεται στα λεξικά με τρεις διαφορετικές σημασίες : α) η στεριά σε αντίθεση με τη θάλασσα, β) οι παγκόσμιες ήπειροι π.χ. Ευρώπη, Ασία κ.τ.λ. και γ) το ομώνυμο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδος. Ως όρος πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο (Β.635, ξ.100, σ.84, ω.378 κ.α.) με την έννοια της ‘’απείρου χώρας’’, μιας περιοχής δηλαδή χωρίς αρχή και τέλος εκτεινόμενης βόρεια του πατραϊκού κόλπου. Μόλις στα τέλη του 6ου π.Χ. αι. αποκτά συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια και από τον 5ο π.Χ. αι. και έπειτα και πολιτικά, όπως αποδεικνύεται από τις γραπτές πηγές και τις επιγραφικές μαρτυρίες. Έτσι, κατοχυρώνεται ως ονομασία του ΒΔ τμήματος του ελλαδικού χώρου, με τη μεταβαλλόμενη σε κάθε ιστορική περίοδο έκταση, ονομασία που εξακολουθεί έως σήμερα. 

            Βέβαια, η απαρχή της ιστορίας της Ηπείρου χάνεται στο βάθος των χιλιετιών της απώτατης προϊστορίας. Πιο συγκεκριμένα, ξεκινά από την ανώτερη παλαιολιθική εποχή, οπότε και πρωτοεμφανίζεται ο άνθρωπος στην περιοχή σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα. Αν και πρόκειται για περιόδους μακρινές, ωστόσο οι συστηματικές και αρκετά εκτεταμένες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην ηπειρωτική γη έχουν δώσει πολλά και χρήσιμα στοιχεία. Τα σημαντικότερα είναι: τα στάδια εξέλιξης του ανθρώπου και του  πολιτισμού του, οι κλιματολογικές και γεωμορφολογικές αλλαγές, καθώς και η αδιάκοπη ανθρώπινη παρουσία, με ποικίλες βέβαια αυξομειώσεις, καθ’ όλη την εποχή του λίθου. Ως ορόσημο θεωρείται η νεολιθική εποχή (7000 – 3000 π.Χ.) οπότε αρχίζουν να εμφανίζονται οργανωμένοι και μόνιμοι οικισμοί, κεραμική, ενώ αναπτύσσεται και η γεωργία, δηλαδή ο άνθρωπος εξελίσσεται περαιτέρω και κοινωνικοποιείται.

            Η επόμενη περίοδος, γνωστή ως εποχή του χαλκού (3000 – 1000 π.Χ.), αποτελεί σταθμό τόσο για την Ήπειρο όσο και για ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς είναι η περίοδος εμφάνισης και εισόδου των πρώτων ελληνικών φύλων. Αρχικά βέβαια στην Ήπειρο και κατά την ΠΕ φάση (3000 – 2000 π.Χ.),η ανθρώπινη παρουσία εξακολουθεί να ανιχνεύεται. Ο πολιτισμός που εντοπίζεται όμως ανήκει σε μη ελληνικά φύλα και χαρακτηρίζεται ως πρωτόγονος, νομαδικού χαρακτήρα και σχετικά απομονωμένος, με ελάχιστες εμπορικές σχέσεις και επικοινωνίες σε σύγκριση με τον αντίστοιχο της νοτίου Ελλάδος (π.χ. Λέρνα Αργολίδας). Γύρω στο 2500 π.Χ., πραγματοποιείται μία πρώτη κάθοδος μη ελληνικών φύλων από τον βορρά, τα οποία θα φτάσουν ως την Πελοπόννησο, ενώ σποραδικά θα εξαπλωθούν και στην κεντρική και ανατολική Ελλάδα, όπως μαρτυρούν τα κοινά πολιτιστικά τους στοιχεία και κυρίως τα νεκροταφεία των τύμβων. Η μετακίνηση αυτή αποτέλεσε προάγγελο της ακόμη μεγαλύτερης, που εκδηλώθηκε στα τέλη της ΠΕ αρχές ΜΕ φάσης (2100 – 1900 π.Χ.) και πάλι από τον βορρά. Ωστόσο, τώρα επρόκειτο για τα πρώτα ελληνικά και ήδη ελληνόφωνα φύλα, τμήματα του ινδοευρωπαϊκού λαού, με εξέχοντες τους Θεσπρωτούς. Αυτοί αποτελούνταν από μικρότερες ομάδες (Έλλοπες, Κασσωπαίοι, Δρύοπες κ.α.). Αφού εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο, αλλού εκτόπισαν με τη βία τους προϋπάρχοντες κατοίκους και αλλού τους αφομοίωσαν σταδιακά και ειρηνικά.

Γύρω στο 1300 – 1100 π.Χ., εισέρχονται στον ηπειρωτικό χώρο και νέα ελληνικά φύλα, από τον βορρά και τη δυτική Μακεδονία, με σημαντικότερους τους Μολοσσούς. Οι πιέσεις που δημιούργησαν στους ήδη υπάρχοντες κατοίκους οδήγησαν τους τελευταίους να μετακινηθούν προς τα νότια και ανατολικά, μαζί με ομάδες των νέων εισβολέων, προκαλώντας τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων» και συντελώντας στην ολοκληρωτική πλέον επάνδρωση της ελληνικής επικράτειας με ελληνικά φύλα.

            Κατά την περίοδο μετά την πρώτη κάθοδο των ελληνικών φύλων, διαμορφώθηκαν τα ήθη και τα έθιμα, οι τοπικές διάλεκτοι και οι φυλετικοί θεσμοί που εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και αποτέλεσαν τη βάση δημιουργίας του ελληνικού πολιτισμού. Ωστόσο, ο πολιτισμός της Ηπείρου παραμένει πρωτόγονος και κάπως απομονωμένος σε σύγκριση με το λαμπρό μυκηναϊκό πολιτισμό της νοτίου Ελλάδας. Όμως και στην Ήπειρο, οι επαφές πυκνώνουν τόσο με τη νότια Ελλάδα, καθώς οι Μυκηναΐοι αντιλήφθηκαν τον πλούτο και την καίρια γεωγραφική θέση της και ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς π.χ. Κίπερη Πάργας, όσο και με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα αλλά και τα αντίστοιχα ιλλυρικά του βορρά, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Παράλληλα, για τον πολιτισμό της Ηπείρου κατά την εποχή του χαλκού, πολύτιμα στοιχεία αντλούνται και από τα ομηρικά έπη, όπου περιλαμβάνονται  μύθοι, θρύλοι και αναφορές στην περιοχή και τα οποία επιβεβαιώνονται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα π.χ. καύση νεκρών, τοπωνύμια, χρήση τύμβων και πελέκων τρωικού τύπου κ.α.  Επιπλέον, τη συγκεκριμένη περίοδο διαδίδεται και η λατρεία της Μεγάλης Θεάς Γης, όπως προκύπτει απο τα ανασκαφικά δεδομένα της Δωδώνης.

            Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι πιέσεις από τον βορρά και οι επιδρομές ιλλυρικών φύλων εντείνονται, εξαναγκάζοντας όλο και περισσότερους κατοίκους της ηπειρωτικής γης να κατέλθουν προς τον νότο, αναζητώντας ασφάλεια και ειρήνη. Έτσι, η περιοχή αποδυναμώνεται, οι κάτοικοι επικεντρώνονται στον νομαδικό βίο και απομονώνονται, ενώ οι επιρροές από τη νότια Ελλάδα και οι επαφές ελαχιστοποιούνται, καθώς ολόκληρος ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού και ανασυγκρότησης. Αντίθετα, αυξάνονται οι επαφές, οι σχέσεις και οι επιρροές με τα ιλλυρικά φύλα του βορρά, με καθοριστικότερη την εισαγωγή του σιδήρου. Συνολικά, το τέλος της εποχής του χαλκού και οι πρώτοι αιώνες της εποχής τους σιδήρου (γεωμετρική εποχή 900 – 700 π.Χ.) χαρακτηρίζονται ως μια ιστορική περίοδος στασιμότητας για την Ήπειρο, με ελάχιστες εξαιρέσεις π.χ. τύμβοι Πωγωνίου, οικισμός Βίτσας.

            Με την έναρξη της αρχαϊκής περιόδου (7ος π.Χ. αι.), αρχίζει και ο αποικισμός της Ηπείρου από τους νότιους Έλληνες, στην προσπάθειά τους να εκμεταλλευτούν την πλούσια φύση της (ξυλεία, αλιεία, καλλιεργήσιμες εκτάσεις), να ελέγχουν τα εμπορικά περάσματα, χερσαία και θαλάσσια, καθώς και το ακμαίο και πανελληνίως γνωστό ιερό της Δωδώνης. Πρώτοι οι Ηλείοι, γύρω στο 700 π.Χ., ιδρύουν το Βουχέτιο (Ρωγοί), την Πανδοσία (Τρίκαστρο), την Ελάτεια και τις Βατίες, αποσπώντας έτσι κάποια εδάφη από τους Θεσπρωτούς. Στη συνέχεια, οι Κορίνθιοι ιδρύουν το 625 π.Χ. την Αμβρακία. Λίγο αργότερα, ως αντίβαρό της την Απολλωνία αλλά και άλλες μικρότερες αποικίες π.χ. Σόλλιο, Λευκάδα, Άκτιο. Οι κορινθιακές αποικίες, σε εξαίρετες θέσεις και με άψογη συνεργασία με τους εγχώριους πληθυσμούς, ακμάζουν και κυριαρχούν στα ηπειρωτικά πράγματα. Την ίδια περίοδο, ηγετική δύναμη στην Ήπειρο θεωρούνται οι Θεσπρωτοί, κατέχοντας το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ αρχίζουν να ανέρχονται και οι Μολοσσοί. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, ανάμεσα στα διάφορα φύλα και οι εδαφικές μεταβολές δε λείπουν. Ο νομαδικός τρόπος ζωής εξακολουθεί να κυριαρχεί, με εξαίρεση τις αποικίες. Αντίστοιχα και οι εμπορικές σχέσεις και οι επαφές των Ηπειρωτών παραμένουν περιορισμένες, δεχόμενοι όμως σημαντικές επιρροές απο τις αποικίες, όπως μαρτυρούν τα σχετικά ευρήματα. Παράλληλα, αρχίζουν να ανέρχονται σημαντικά και να αποκτούν πανελλήνια φήμη τα δυο μεγάλα ηπειρωτικά ιερά, η Δωδώνη και το Νεκρομαντείο.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Περνώντας στην κλασική περίοδο και κατά τον 5ο π.Χ. αι., τα θεσπρωτικά εδάφη περιορίζονται περαιτέρω. Αντίθετα, οι Μολοσσοί συνεχίζουν να ανέρχονται, αναδεικνυόμενοι πλέον στην ηγετική φυλετική ομάδα της Ηπείρου και  επεκτείνοντας την επικράτειά τους εκτός από τη σύγχρονη ΠΕ Ιωαννίνων και σε τμήμα της ΠΕ Πρεβέζης. Ως άμεση συνέπεια, οι εδαφικές μεταβολές και οι συνεπαγόμενες συγκρούσεις εντείνονται, ενώ θα ελαχιστοποιηθούν και το εδαφικό καθεστώς θα παγιωθεί κατά την επόμενη ελληνιστική περίοδο. Παράλληλα, Μολοσσοί και Θεσπρωτοί αρχίζουν να αναμιγνύονται πλέον ενεργά στα πολιτικά πράγματα της νοτίου Ελλάδος και πυκνώνουν τις επαφές τους. Κατά κύριο λόγο, ακολουθούν την Αθήνα και ασπάζονται την πολιτική της. Επιπλέον, συγκαταλέγονται ανάμεσα στους υποτελείς της κατά τη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία και στους συμμάχους της κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο αλλά και στα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν. Οι αποικίες, από την πλευρά τους, παραμένουν πιστές στις μητροπόλεις και στην εκάστοτε πολιτική τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αμβρακία, η οποία, καθ’ όλη την κλασική περίοδο, ακολουθεί την Κόρινθο και τις αποφάσεις της.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

            Σημαντικές είναι οι εξελίξεις και κατά τον 4ο π.Χ. αι., οπότε οι Ηπειρώτες, με επικεφαλής τους Μολοσσούς, συμμετέχουν ενεργότερα και δυναμικότερα στα πολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα της Ελλάδος. Είναι χαρακτηριστικό ότι συγκαταλέγονται πλέον ανάμεσα στις μεγάλες και υπολογίσιμες δυνάμεις. Την ίδια περίοδο, αρχίζουν, εκ νέου, συνεχόμενες επιδρομές των Ιλλυριών από τον βορρά. Στις αλλεπάλληλες μάχες, λαμβάνουν μέρος, ως σύμμαχοι των Ηπειρωτών και Έλληνες της νοτίου Ελλάδος, ενώ οι ηπειρωτικές πόλεις τειχίζονται τώρα συστηματικά. Κατά το α΄ ήμισυ του αιώνα, οι Μολοσσοί καταφέρνουν να βρουν διέξοδο προς τη θάλασσα, κατακτώντας μια μικρή παραθαλάσσια λωρίδα στον Αμβρακικό κόλπο. Έτσι, ξεκινούν τη διεξαγωγή θαλασσίου εμπορίου, ισχυροποιούνται περισσότερο και ουσιαστικά ελέγχουν και διοικούν ολόκληρη την Ήπειρο. Μετά τα μέσα του αιώνα, εμφανίζονται και πάλι απειλητικοί οι Ιλλυριοί, λεηλατώντας πολλές περιοχές και προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές. Οι Ηπειρώτες, για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, εισβάλλουν με τη σειρά τους στη δυτική Μακεδονία και καταλαμβάνουν τμήμα των εδαφών της. Ως άμεση αντίδραση, ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος και προκειμένου να εμποδίσει περαιτέρω εδαφικές κατακτήσεις, συνάπτει φιλικές σχέσεις και συμμαχία με τους Ηπειρώτες και τους βοηθά εναντίον των Ιλλυριών. Τελικά, ο συνασπισμένος στρατός των Ηπειρωτών, σε συνεργασία με τους Μακεδόνες, κατατροπώνει τους εισβολείς από το βορρά το 358 π.Χ., απαλλάσσοντας οριστικά την περιοχή από αυτόν τον κίνδυνο. Επιπρόσθετα, η παραπάνω συμμαχία αποτέλεσε την αφετηρία σύσφιξης των σχέσεων Μακεδονίας και Ηπείρου, οι οποίες  ενισχύθηκαν επιπλέον με γάμους μεταξύ των δυο βασιλικών οίκων. Έτσι, ο Φίλιππος πέτυχε την ένωση όλων των Ηπειρωτών κάτω από έναν κοινό ηγεμόνα, αυτόν των Μολοσσών, κατά τα πρότυπα του δικού του κράτους και παράλληλα εξάλειψε την επιρροή της Αθήνας. Βέβαια, οι Ηπειρώτες αντέδρασαν δυναμικά στα μακεδονικά σχέδια. Μετά τις δύο αλλεπάλληλες ήττες τους όμως, ο βασιλιάς των Μολοσσών Αρύββας κατέφυγε στην Αθήνα, ενώ στον θρόνο ανέβηκε ο αδερφός της Ολυμπιάδας, συζύγου του Φιλίππου, Αλέξανδρος Α΄, στον οποίο ο Φίλιππος προσέφερε ως δώρο και τις πρώην ηλειακές αποικίες που είχε ήδη κατακτήσει.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Έκτοτε, τα δύο βασίλεια ακολουθούν κοινή πορεία, συνδράμοντας το ένα το άλλο. Παράλληλα, η Ήπειρος αποφεύγει τη μακεδονική κατάκτηση επί Φιλίππου Β΄, τόσο χάρη στην υπάρχουσα φιλία και συμμαχία αλλά κυρίως γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις, με την πληθώρα των μεγαλύτερων και μικρότερων αστικών κέντρων και οικισμών των διαφόρων φύλων της, για μια πανελλήνια συνένωση. Χαρακτηριστικό της συμπόρευσης των δυο βασιλείων  είναι το γεγονός ότι κατά την περίοδο της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με αρκετούς Μολοσσούς στο στράτευμά του, ο Αλέξανδρος Α΄ της Ηπείρου εκστρατεύει κατά της Ιταλίας. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου Α΄ (331 π.Χ.) και την αποτυχία της εκστρατείας του, που σηματοδοτεί και το τέλος της κλασικής περιόδου για την Ήπειρο, το ισχυρό μολοσσικό βασίλειο αρχίζει να διέρχεται κρίση. Αντίθετα, τα υπόλοιπα ηπειρωτικά φύλα συνεχίζουν ανενόχλητα την πορεία τους, όπως την είχαν διαμορφώσει από τον προηγούμενο αιώνα, είτε έχοντας προσχωρήσει εθελοντικά στο μακεδονικό βασίλειο είτε διατηρώντας την ανεξαρτησία τους. Τέλος, οι αποικίες έχουν πλέον αποδεσμευτεί από τις μητροπόλεις.

 Συνολικά, η κλασική περίοδος στην Ήπειρο διακρίνεται σε δυο φάσεις: στην πρώτη, κατά τον 5ο π.Χ. αι. και το α΄ ήμισυ του 4ου π.Χ. αι., η οποία χαρακτηρίζεται από την ενεργή συμμετοχή των ηπειρωτικών πόλεων στα μεγάλα γεγονότα της νοτίου Ελλάδος, κάτω από την επιρροή της Αθήνας και στη δεύτερη, η οποία περιλαμβάνει το β΄ ήμισυ του 4ου π.Χ. αι., όπου ελέγχουν τα ηπειρωτικά πράγματα οι Μακεδόνες.

Εικ. 1 – 7 Ποικίλα ευρήματα από θέσεις της αρχαίας Ηπείρου

Exit mobile version