Της Κωνσταντίνας Ζήδρου – Αρχαιολόγος
Σύντομη ιστορική αναδρομή του Κάστρου των Ιωαννίνων
Α΄ Μέρος
Τα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη χερσόνησο του κάστρου ανιχνεύονται πίσω μέχρι την κλασική αρχαιότητα. Πιο συγκεκριμένα, τα πρώτα ίχνη κατοίκησης ανάγονται στον 4ο π.Χ. αι. Πρόκειται για θεμέλια οικιών, τα οποία πιθανολογείται ότι ανήκουν σε έναν μολοσσικό οικισμό, δεδομένου του φυσικά οχυρού χαρακτήρα της και του εντοπισμού στο λεκανοπέδιο δύο μεγάλων πόλεων, της Πασσαρώνας και της Τέκμων. Τα ευρήματα συνεχίζονται περισσότερα κατά την επόμενη ελληνιστική περίοδο, όπως οικιστικά κατάλοιπα, λείψανα οχύρωσης και κινητά ευρήματα: αγνύθες, κέραμοι, όστρακα, επιβεβαιώνοντας τη χρήση του χώρου με την ύπαρξη, σε αυτόν, ενός σημαντικού τειχισμένου μολοσσικού οικισμού, κατά τα πρότυπα των αντιστοίχων εντοπισμένων στο λεκανοπέδιο (Πασσαρώνα, Τέκμων, Δουρούτη, Κρύα, Νεοχωρόπουλο κ.α.), καθώς αυτό αποτελούσε το κέντρο του κυρίαρχου, για την περίοδο, φύλου των Μολοσσών. Επιπλέον, η ανεύρεση ενός ακέραιου ανάγλυφου ελληνιστικού αμφορέα, του α΄ τετάρτου του 2ου π.Χ. αι., μοναδικού ως προς το σχήμα, την κατασκευή και τη διακόσμηση, οδήγησε στη διατύπωση της άποψης περί λειτουργίας ακόμη και ενός αξιόλογου εργαστηρίου κεραμικής της αρχαίας Μολοσσίας στον χώρο της χερσονήσου.
Κατά την επόμενη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο και έως τα τέλη του 9ου αι., δεν υπάρχουν μαρτυρίες, ευρήματα ή άλλα στοιχεία τα οποία να φανερώνουν συνέχεια κατοίκησης της χερσονήσου, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να μπορεί να αποκλειστεί. Πιθανότατα, ο ελληνιστικός οικισμός καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, όπως και το σύνολο των Ηπειρωτικών πόλεων το 167 π.Χ. και στη συνέχεια δεν ξανακατοικήθηκε. Βέβαια, φαντάζει πολύ πιθανό τυχόν ευρήματα να βρίσκονται θαμμένα κάτω από τις σύγχρονες οικίες, καθώς έως τις αρχές της δεκαετίας του 80 και πριν από την αποκάλυψη του βυζαντινού λουτρού δε γινόταν έλεγχος θεμελίων. Τα περισσότερα, ωστόσο, ίχνη του απώτατου παρελθόντος θα έχουν εξαφανιστεί από τη συνεχή χρήση του χώρου για αιώνες και τις πολλαπλές καταστροφές, ιδίως κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας αλλά και μετά την απελευθέρωση και την είσοδο των χριστιανών. Ως ένας ακόμη λόγος που απομάκρυνε από τη χερσόνησο δύναται να θεωρηθεί το ανθυγιεινό κλίμα, λόγω των λιμναζόντων υδάτων και των ελών.
Ωστόσο, στην πρωτοβυζαντινή περίοδο ανάγεται και το γνωστό χωρίο του Προκοπίου, στο έργο του «Περί κτισμάτων», σχετικά με τη μεταφορά των κατοίκων της θεσπρωτικής πόλης Εύροιας σε μία νέα θέση με λίμνη και χερσόνησο. Η συγκεκριμένη περιγραφή αρχικά θεωρήθηκε ότι φωτογράφιζε τη χερσόνησο του κάστρου και επομένως μας έδινε την περίοδο ίδρυσης της πόλης κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Η συστηματικότερη όμως μελέτη του χωρίου, η έλλειψη ευρημάτων από τη χερσόνησο του κάστρου και τα γενικότερα αρχαιολογικά και τοπογραφικά δεδομένα οδήγησαν στην ταύτιση της θέσης της Νέας Εύροιας με τον λόφο Καστρί της Π.Ε. Πρεβέζης.
Κατά τον 7ο – 8ο αι., είναι πολύ πιθανό Σλάβοι να εγκαταστάθηκαν τόσο στο λεκανοπέδιο όσο και στη φυσικά οχυρή χερσόνησο. Η παραπάνω άποψη υποστηρίχτηκε κυρίως από όσους δέχονται τη σλαβική ρίζα του τοπωνυμίου Ιωάννινα. Περνώντας στον 9ο αι., φαντάζει πλέον πιθανή η ίδρυση της πόλεως των Ιωαννίνων στη χερσόνησο του κάστρου στο πλαίσιο της προσπάθειας της κεντρικής διοίκησης της Αυτοκρατορίας για επανέλεγχο των σλαβοκρατούμενων περιοχών και αφομοίωση των ξένων πληθυσμών, όπως εκδηλώθηκε και με την ίδρυση μικρών πόλεων σε φυσικά οχυρές θέσεις κοντά σε εμπορικούς δρόμους. Ωστόσο, ούτε για τον συγκεκριμένο αιώνα έχουν εντοπιστεί σίγουρες μαρτυρίες ή στοιχεία, παρά μόνο η αναφορά του επισκόπου Ζαχαρία Ιωαννίνης στα πρακτικά της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία περισσότερο δημιουργεί διχογνωμίες παρά διασαφηνίζει, καθώς και μία μεταγενέστερη μαρτυρία για την ύπαρξη εντοιχισμένης επιγραφής στην εβραϊκή συναγωγή του κάστρου, που τη χρονολογούσε στα τέλη του 9ου αι.
Η εικόνα δε θα μεταβληθεί ούτε κατά τον επόμενο 10ο αι. Ωστόσο, πλέον μαρτυρείται, με βεβαιότητα, η ύπαρξη της επισκοπής Ιωαννίνων σε Τακτικό των ετών 901 – 907, όπου αναφέρονται οι υπαγόμενες επισκοπές στον Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Επομένως, επιβεβαιώνεται και η ίδρυση της πόλης στα τέλη του 9ου αρχές 10ου αι. Μετά τα μέσα του 10ου αι., τα Γιάννενα, ίσως, επλήγησαν από επιδρομές των Βουλγάρων. Παράλληλα και η επισκοπή τους εντάχθηκε, περίπου μέχρι τα μέσα του 11ου αι., στο Πατριαρχείο Βουλγαρίας, οπότε και επέστρεψε, οριστικά, στη Μητρόπολη Ναυπάκτου. Μάλιστα, σε ένα από τα σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου του 1020, με τα οποία ρύθμιζε τις αρμοδιότητες της Αυτοκέφαλης Επισκοπής της Αχρίδος που αντικατέστησε το Πατριαρχείο Βουλγαρίας μετά την κατάλυση του βουλγαρικού κράτους, ορίζεται ο αριθμός των κληρικών και παροίκων κάποιων επισκοπών και ανάμεσά τους και των Ιωαννίνων. Έτσι, αντλούνται στοιχεία σχετικά με το μέγεθος και τη σημασία της πόλεως. Βέβαια, τα έγγραφα αυτά έχουν αμφισβητηθεί, ενώ δεν υπάρχουν και άλλες πηγές για να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τα στοιχεία τους.
Το δεύτερο μισό του 11ου αι. σημαδεύεται από την εγκατάσταση των Νορμανδών στη νότια Ιταλία και τις επιθέσεις που επιχειρούν ενάντια τόσο των παράκτιων περιοχών της Ηπείρου όσο και της ενδοχώρας. Το έτος 1082 αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην ιστορία του κάστρου και κατ’ επέκταση της πόλεως των Ιωαννίνων, καθώς συναντούμε την πρώτη βέβαιη μαρτυρία ύπαρξης οχύρωσης στη χερσόνησο. Πιο συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του έτους αυτού, ο Βοημούνδος, πρίγκιπας του Τάραντα, κατευθύνθηκε προς την Ήπειρο και κινούμενος μέσω Βαγενετίας, έφτασε και κατέλαβε τα Ιωάννινα. Εκεί, εκτιμώντας την ήδη υπάρχουσα οχύρωση της χερσονήσου αλλά και τον φυσικά οχυρό και δυσπρόσιτο χαρακτήρα της, αποφάσισε να εγκατασταθεί, να επισκευάσει και να ενισχύσει μερικώς τα τείχη και να τη χρησιμοποιήσει ως βάση για τις επιχειρήσεις του στη γύρω περιοχή. Στοιχεία για τα παραπάνω αντλούμε από το έργο της κόρης του Αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού Άννας Κομνηνής με τίτλο: «Αλεξιάδα». Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορικό, ο Βοημούνδος ανέσκαψε μεγάλη τάφρο στους αμπελώνες περιμετρικά της πόλης. Τοποθέτησε τον στρατό του σε επίκαιρες θέσεις. Έστησε τις σκηνές του στο εσωτερικό του κάστρου. Επιθεώρησε τα ήδη υπάρχοντα τείχη και κρίνοντας ότι η ακρόπολη δεν ήταν αρκετά ισχυρή, αποφάσισε όχι μόνο να την επισκευάσει αλλά να ανοικοδομήσει και μία δεύτερη ακρόπολη σε άλλο πιο οχυρό και κατάλληλο σημείο της χερσονήσου.
Η μαρτυρία της Άννας Κομνηνής, για την παρουσία του Βοημούνδου στα Ιωάννινα, δε θα πρέπει να αμφισβητείται γιατί η κόρη του Αυτοκράτορα διέθετε όλα τα απαραίτητα μέσα για να διασταυρώνει τις πηγές της. Η αντεπίθεση, ίσως και μία δεύτερη, των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, που πλέον έδραζαν στην Ήπειρο, δεν άργησε να έρθει. Ωστόσο, ο Βοημούνδος κατάφερε να τα κατατροπώσει και να τους εξαναγκάσει σε υποχώρηση προς τη Θεσσαλονίκη. Αλλά και ο ίδιος ο Νορμανδός πρίγκιπας δεν παρέμεινε πολύ στα Γιάννενα, παρά λίγους μήνες. Στη συνέχεια, ξεκίνησε, με αφετηρία το θέμα του Δυρραχίου, την προσπάθεια κατάληψης της δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας, με ανεπιτυχή κατάληξη. Έτσι, η πόλη ενσωματώθηκε και πάλι στους κόλπους της Αυτοκρατορίας. Ολοκληρώνοντας με τον 11ο αι., παρατηρούμε ότι τα Ιωάννινα, όπως και ολόκληρη η Ήπειρος, βρίσκεται στο επίκεντρο των γεγονότων, εξαιτίας των πολέμων με τους Νορμανδούς οι οποίοι έφεραν στην περιοχή τον αυτοκρατορικό στρατό και ακόμη και τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό. Παρόλα αυτά, τα Γιάννενα θεωρούνται ακόμη ως μια αναλογικά μικρή περιορισμένης σημασίας πόλη, με ανοδικές όμως τάσεις και μία ήδη ισχυρή και υπολογίσιμη αριστοκρατία.
Η κατάσταση θα διατηρηθεί αμετάβλητη και καθ’ όλον τον 12o αι. Η πόλη, υπό βυζαντινή πάντοτε διοίκηση, εμφανίζει μία συνεχιζόμενη ανοδική πορεία, αυξάνοντας σε μέγεθος και σημασία και αποτελώντας το κέντρο της γύρω περιοχής, χωρίς να γνωρίσει άλλες επιδρομές και πολεμικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό της ανόδου της ότι οι Βενετοί ζήτησαν να τη συμπεριλάβουν στα προνόμια που τους παραχώρησε ο Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός. Επομένως, συμπεραίνεται ότι τα Γιάννενα, στα τέλη της μεσοβυζαντινής περιόδου, παρουσίαζαν εμπορικό ενδιαφέρον και δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης.
Ο 13ος αι. σηματοδοτεί την έναρξη της υστεροβυζαντινής περιόδου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και τον διαμελισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα Ηπειρωτικά εδάφη, τα οποία δεν είχαν κατακτηθεί από τους Βενετούς, ιδρύεται ένα ανεξάρτητο κράτος από τον Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα νόθο γιο του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και εξάδελφο των Αυτοκρατόρων Ισαακίου Β΄ και Αλεξίου Γ΄. Αφού έφτασε από την πρωτεύουσα, τέθηκε επικεφαλής του. Αυτός λοιπόν, σταδιακά, πέτυχε, άλλοτε με την πονηριά και τη διπλωματία και άλλοτε με τη βία, να γίνει κύριος όλης της περιοχής από το Δυρράχιο ως τη Ναύπακτο, καθώς και τμημάτων της Θεσσαλίας.
Στα εκτεταμένα όρια του κράτους του, περιλαμβανόταν και η πόλη των Ιωαννίνων. Και ενώ ως πρωτεύουσα ορίστηκε η Άρτα, τα Γιάννενα έτυχαν ειδικής μεταχείρισης. Μάλιστα, ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας τα ανέδειξε στο δεύτερο διοικητικό και αμυντικό κέντρο της Ηπείρου και τα ισχυροποίησε τόσο ώστε να καθορίζουν έκτοτε, εν μέρει, τις εξελίξεις του ανεξάρτητου κράτους του. Έτσι αρχικά, εκτιμώντας τη γεωγραφική θέση της πόλης στη φυσικά οχυρή χερσόνησο αλλά και τη σημασία της στις γύρω περιοχές, εγκατέστησε, σε αυτή, μεγάλο αριθμό προσφύγων που εκδιώχθηκαν από τους Φράγκους, ύστερα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης και άλλων μεγαλουπόλεων της αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, την ανοικοδόμησε, δίνοντάς της τη μορφή κάστρου.
Πληροφορίες για τα έργα του Μιχαήλ Α΄ αντλούμε από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ι. Απόκαυκο, ο οποίος εξέδωσε μία «διάγνωση» επικυρωματική βασιλικού ορισμού, κατοχυρώνοντας τα προνόμια των προσφύγων. Απ αυτή, πληροφορούμαστε ότι ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας, σαν άλλος Νώε, προσέφερε στους πρόσφυγες σωτήρια κιβωτό και συγκέντρωσε πολλούς από αυτούς στο πολίδιο των Ιωαννίνων, ανεγείροντάς το, παράλληλα, ως κάστρο και μέσα σε αυτό τους τοποθέτησε, παρέχοντας στον καθένα, «κατ’ αξίαν», τόπους κατοικίας και οικήματα. Οι πρόσφυγες ευνοήθηκαν με την παραχώρηση προνομίων και την εδραίωση της θέσης τους στην πόλη. Έτσι, βρέθηκαν στα Γιάννενα ονομαστές οικογένειες της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, όπως οι Φιλανθρωπηνοί και οι Στρατηγόπουλοι, διαδραματίζοντας, στη συνέχεια, καθοριστικό ρόλο στην ιστορική πορεία των Ιωαννίνων αλλά και στην ανάπτυξη και ακμή τους, μεταφέροντας στοιχεία από την αίγλη και τον πολιτισμό της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα, τα έργα τους, όπως οι ομώνυμες μονές της Νήσου, καθίστανται μοναστικά και πνευματικά κέντρα, ρόλο που θα διατηρήσουν και κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας, καθοδηγώντας, με ποικίλους τρόπους, τους χριστιανούς υπόδουλους. Για τους παραπάνω λόγους, ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας χαρακτηρίζεται ως «πολιστής και πολιούχος» της βυζαντινής πόλης. Εκτός από το έγγραφο του Ι. Απόκαυκου, τη συμμετοχή του Μιχαήλ Α΄ Δούκα στην ανοικοδόμηση του κάστρου επιβεβαιώνει και μία επιγραφή επί των τειχών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Επισκόπου Ναζιανζού Ιγνατίου (1755) και του γεωγράφου Μελετίου (1700) στα έργα τους.
Συνολικά, με την έναρξη της υστεροβυζαντινής περιόδου, η ήδη διευρυμένη, εκτός των τειχών, πόλη αναπτύσσεται περαιτέρω και μάλιστα απότομα με την άφιξη προσφύγων από διάφορες μεγάλες πόλεις. Έτσι, η οχύρωση των δύο υψωμάτων προστατεύει πλέον μόνο τα κυβερνητικά κτήρια, τους άρχοντες και την αριστοκρατία, ενώ ο λαός και οι πρόσφυγες καθίστανται εκτεθειμένοι στη φραγκική λαίλαπα που πλησιάζει απειλητικά. Για τον λόγο αυτό, ο ιδρυτής του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Δούκας αποφασίζει να τειχίσει, περιμετρικά, ολόκληρη τη χερσόνησο. Ως αποτέλεσμα, τα Γιάννενα λαμβάνουν και πάλι τη μορφή του κάστρου, δηλαδή της οχυρωμένη πόλης. Παράλληλα, τώρα δημιουργείται και η πανίσχυρη, γνωστή από τις πηγές, χώρα των Ιωαννίνων. Η μορφή του συγκεκριμένου περιβόλου αποκαλύπτεται από τα σωζόμενα τμήματά του. Αντίστοιχα, στη ΝΑ ακρόπολη εξακολουθεί η οχύρωση του Βοημούνδου, καθώς μετρώντας κάτι παραπάνω από έναν αιώνα πορείας θα ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, δεδομένης και της συνήθειας των Βυζαντινών να επισκευάζουν, τακτικά και συστηματικά, τα τείχη ώστε να τα διατηρούν πάντοτε έτοιμα. Η μόνη σημαντική αλλαγή συνίσταται στη μεταφορά του διοικητικού κέντρου της πόλης στην απέναντι πιο οχυρή ΒΑ ακρόπολη, η οποία οχυρώθηκε εκ νέου και ταυτόχρονα ανοικοδομήθηκε εκεί και το ανάκτορο των Δεσποτών. Ωστόσο, η σημασία της ΝΑ ακρόπολης δεν περιορίζεται. Στον χώρο της, ιδρύεται ο λαμπρός και γνωστός από τις πηγές μητροπολιτικός ναός, αφιερωμένος στον πολιούχο Αρχάγγελο Μιχαήλ, καθώς και άλλοι ναοί, ενώ μετατρέπεται από το διοικητικό και πολιτικό στο θρησκευτικό κέντρο της πόλης και λίγο αργότερα όλου του Δεσποτάτου.