Του Μάριου Ανασταστίου Μπίκα
Ο σεισμός της 21ης Μαρτίου 2020
Το Σάββατο, 21 Μαρτίου 2020, ώρα 02.49, σεισμός έπληξε την περιοχή Καναλακίου Πρέβεζας, νοτιοανατολικά της Πάργας. Ο σεισμός μεγέθους 5,6 της κλίμακας Richter, είχε το επίκεντρο στο χωριό Κυψέλη. Προκάλεσε στο Καναλάκι τρεις τραυματισμούς και στην ευρύτερη περιοχή των Δήμων Πρέβεζας, Πάργας και Σουλίου, την πτώση σε παλαιές οικίες, τις ρωγμές σε καινούριες, την κατολίσθηση βράχων σε κεντρικούς δρόμους, την κατάρρευση σε πολλαπλά σημεία του κάστρου Σουλίου ως και το θόλωμα του νερού στις πηγές του Αχέροντα, ανατολικά του χωριού Γλυκή.
Τη σεισμόπληκτη περιοχή επισκέφτηκε και ο καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας, πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας.
Οι ζημιές στο κάστρο Σουλίου
Οι ζημιές στο κάστρο Σουλίου είναι σοβαρές καθότι κατέρρευσαν πολλά τμήματα της τοιχοποιίας του, τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά. Για την αποκατάσταση των ζημιών του το Υπουργείο Πολιτισμού έδωσε εντολή για άμεση διάθεση των αναγκαίων πιστώσεων από τους εθνικούς πόρους του ΥΠΠΟΑ.
Η κτίση του κάστρου του Σουλίου
Το κάστρο του Σουλίου, δυτικά της Κιάφας, σύμφωνα με το Σπύρο Μουσελίμη (βλ.π.κ.), είναι κτίσμα των Ενετών, το οποίο Χρησιμοποίησαν οι Σουλιώτες από το 1550 μέχρι το 1803, που εκδιώχθηκαν από τον Αλή Πασά. Στη συνέχεια ο Αλή Πασάς πραγματοποίησε σ’ αυτό ορισμένες επιδιορθώσεις και προσθήκες, ανάλογες με τις ανάγκες τις εποχής, και εντός αυτού εγκατέστησε φρουρά, έκτισε τζαμί και το σαράι του, τα οποία κατάστρεψαν οι Σουλιώτες, όταν το 1820 επέστρεψαν στο Σούλι.
– Σπύρου Μουσελίμη : « Αρχαιότητες της Θεσπρωτίας », Γιάννινα 1980, σελ. 155 :
« Το κάστρο της Κιάφας Σουλιού
Δυτικά της Κιάφας του Σουλιού σηκώνεται μακρουλή ράχη, από βοριά προς νότο, που εμποδίζει τον αγέρα του βουνού να ροβολήσει στους κάμπους και της οποίας οι κακοτρόχαλες και απόκρημνες πλαγιές καλύπτονται από άγρια δέντρα, λούικες και ρείκια, κι αλλού σχηματίζουν χαλικαριές και σβάρες. Φέρει τ’ όνομα « Ράχη του Κάστρου της Κιάφας », από το επ’ αυτής ομώνυμο κάστρο ….
Το κάστρο μήκους 120 μ., πλάτους 50 και ύψους 7 στέκεται καταρχίς σα σαμάρι απάνου σ’ άλογο. Χτίστηκε από τους Ενετούς για ασφάλεια των παραλιακών τους χτίσεων. Μετέπειτα έγιναν από τον Αλή πασά και μερικές προσθήκες κι επισκευές.
Οι ερειπωμένοι θάλαμοι των στρατιωτών, τα κονάκια των Γιανι-τσάρων, οι αποθήκες τροφίμων και πυρομαχικών με το δωμάτιο των στερναροπέτρων για την πυροδότηση των όπλων, τα θολωτά κατώγια και καταφύγια, οι δεξαμενές για τη συγκέντρωση των βρόχινων νερών, όλα κείτονται σωροβολιασμένα.
Ο άνεμος, όπως διαβαίνει με φούρια, δε συναντάει πια τη φτερωτή τ’ ανεμόμυλου να κινήσουν οι μυλόπετρες για την άλεση του σταριού.
Από τις δυο μεγάλες πύλες, η μεν βόρεια γκρεμισμένη από κεραυνό, έχει αποκλειστεί από τα χαλάσματα, η δε νότια καλωσορίζει τα γομάρια …
Από τα δυο βαριά κανόνια, το ένα σκεπάστηκε από τα χαλάσματα, το δε άλλο κυλίστηκε σαν ψοφίμι τον κατήφορο προς του Ντάλα. ΄Εξι μήνες παιδεύονταν κι αγαναχτούσαν οι ραγιάδες του Φαναριού να τα’ ανεβάσουν, κυλώντας τα πάνου στα ξύλα, κάτου από τη Γλυκή….
Και τώρα; Τώρα αναμένει όπως ο αναγκεμένος το μοιραίο. Το 1,85 μ. πάχος των τοίχων δεν το γλυτώνει από το χαλασμό ».
– Ελευθέριου Διαμάντη : « Η Κιάφα και το κάστρο της », Ιωάννινα 2002, σελ. 33 κ. 36 :
« … Εις τούτο συμφωνεί και η τοπική παράδοση που θέλει αυτό το κάστρο χτισμένο από τους Βενετσιάνους. ΄Ετσι φέρεται ότι χρησι-μοποιήθηκε το κάστρο και από τους Σουλιώτες. ΄Ισως να κατασκευ-άστηκε την εποχή των Σουλιωτών κάποιος πολεμικός πύργος, ή κάποιο φυσικό οχυρό να μετατράπηκε από τους Σουλιώτες σε φρούριο, πάνω στα ερείπια παλαιότερης εποχής φρουρίου. …
Άρχισε να αναγείρεται το 1804 από τον ΄Ελληνα πρωτομάστορα κυρ Πέτρο από την Κορυτσά, ο οποίος προέβη προς τούτο, όπως αναφέρει ο Ληκ, σε «ταπείνωση » της στάθμης της κορυφογραμμής με εκτεταμένες εκχωματώσεις, προκειμένου να δημιουργεί πλάτωμα ή άνδηρο. …
Το κάστρο της Κιάφας περιέκλειε το φημισμένο εκεί σεράι του Αλή πασά, που σε πείσμα της μεγάλης χλεύης του από τη λαϊκή μούσα για την κατά κράτος ήττα του το 1792. …
Περιελάμβανε, κατά τους περιηγητές που το επισκέφτηκαν μετά την αποπεράτωσή του (περίπου το 1812), σπίτια αξιωματικών και καταλύματα για τη φρουρά του, στέρνες για πόσιμο νερό, δαιδα-λώδεις αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, ανεμόμυλο για το άλεσμα καλαμποκιού και σιταριού, αρτοποιείο για το ψωμί της φρουράς, μικρό τζαμί για τις θρησκευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων ανδρών της φρουράς, στάβλους ημιόνων και αποθήκες ζωοτροφών τους, είκοσι τρία υπόγεια θολωτά ασφαλή καταφύγια και καλυμμένα πυροβολεία … ».
– Henry Holland : « Ταξίδια στα Ιόνια νησιά, ΄Ηπειρο, Αλβανία (1812-1813) », εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1989, σελ. 235 :
« … Το σαράι του Σουλίου περικλείεται από την περιοχή του μεγάλου φρουρίου που πρόσφατα ανήγειρε ο Αλή Πασάς. Αρχιτεκτονικά μοιάζει πολύ με τα άλλα τούρκικα κτίρια, ως προς τη θέση όμως ίσως δεν έχει όμοιο. Απ’ το μεγάλο εξώστη κοιτάς στο βάραθρο, ίσως όχι πολύ λιγότερο από χίλια πόδια σε βάθος, τα σκοτεινά νερά του ποταμού, που βλέποντας τον έτσι ταιριάζει απόλυτα στον αρχαίο Αχέροντα. Γύρω-γύρω το σκηνικό είναι πολύ άγριο και ασυνήθιστο με κάποιο άτακτο μεγαλείο, το οποίο ίσως αποτελεί την πιο χτυπητή του ιδιομορφία. Τα βουνά και τα βάραθρα, όλα του μεγάλων δια-στάσεων, είναι ριγμένα άτακτα τριγύρω, λες και κάποιος άλλος παράγων, από την αργή επενέργεια της φύσης, είναι αυτός που επενέργησε και δημιούργησε αυτά τα αποτελέσματα. … »
– F.C. Pouquevile : « Ταξίδι στην Ελλάδα », εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1994, σελ. 197 κ.198 :
« … Τότε αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε σε μια απότομη πλαγιά, ακολουθώντας το μονοπάτι με συνεχείς στροφές, και σε τρία τέταρτα της ώρας φτάνουμε στον πύργο (σ.σ. το κάστρο) του Σουλιού, που έχτισε και οχύρωσε τον τελευταίο καιρό ο βεζύρης Αλή Πασάς. Πριν μπούμε σ’ αυτόν τον πύργο, παρατηρούμε στους γειτονικούς γκρεμούς, τα χαλάσματα δυο χωριών, καθώς και τα ερείπια από Κακοσούλι ….
Το καινούριο αυτό οχυρό του Σουλιού, που η νυχτερινή φύλαξή του εμπιστεύεται σε μια ομάδα σκυλιών, της ράτσας των μολοσσών, περικλείνει στον περίβολό του ένα σεράι του Βεζύρη, ένα τζαμί και καταλύματα για τη φρουρά, που συντηρούν εκεί. Η οχύρωση αυτής της θέσης αποτελείται από ένα οδοντωτό τείχος, που προστατεύεται από μερικούς προμαχώνες, που διαθέτουν καμιά δεκαριά πολεμί-στρες.
Στα βόρεια βλέπουμε καμιά εκατοστή απομονωμένα σπίτια, που κατοικούνται από φερτούς Μουσουλμάνους Σκιπετάρηδες από τη φυλή Τόσκηδες. …
΄Ετσι, χρειάζεται να προσανατολιστεί κανείς πολύ καλά, για να αναγνωρίσει το οχυρό της Κιάφας, που ήταν το Αρχηγείο της ελεύθερης φυλής των Σουλιωτων… »
Οι πηγές του Αχέροντα ανατολικά της Γλυκής
Ευρισκόμενοι στο χωριό Γλυκή και ανεβαίνοντας την αριστερή πλευρά της κοίτης του Αχέροντα, συναντάμε τις πηγές του. Το νερό τους εξέρχεται από τα βάθη των πανύψηλων ορέων της Παραμυθιάς (Κορύλα) με βουητό, πολύ ψυχρό και σε μεγάλη ποσότητα σμίγει με τα υπόλοιπα νερά της κοίτης του. Παλιά στο μέρος αυτό υπήρχε δράκος που δηλη-τηρίαζε το νερό τους. Το δράκο αυτόν σκότωσε ο ΄Αγιος Δονάτος και έκτοτε το μεν νερό μετατράπηκε σε γλυκό (πόσιμο), το δε παρακείμενο χωριό ονομάστηκε Γλυκή.
– Ερμείας Σωζομενός : Βιβλίο Β΄., κεφ. ΚΕ, σελ.103
« Κατά δε τούτον (τον καιρό) πολλοί πολλαχού της οικουμένης εν επισκόποις διέπτρεπον, και Δονάτος ο Ευρείας της Ηπείρου, ω δη τε πολλά τε και άλλα θαυματουργείσθαι μαρτυρούσιν οι επιχώριοι, μάλιστα δε την αναίρεσιν του δράκοντος, ος περί τας καλουμένας χαμαιγεφύρας παρά την λεωφόρον εφώλευε, και πρόβατα και βόας και ίππους και ανθρώπους και άλλα εξήρπαζεν. Ου γαρ ξίφος ή δόρυ φέρων ουδέ άλλο τι βέλος έχων επί το θηρίον ήλθεν. Αλλ’ ως ήσθετο και την κεφαλήν ως εξόρμήσον εξανέστησεν, αντιπρόσωπον αυτώ εις σταυρού σύμβολον τον αέρα τω δακτύλω κατεσήμανε και επέπτυσε. Το δε τον σίελον εις το στόμα δεξάμενον αυτίκα κατέπεσεν και νεκρόν κείμενον ου μείον των παρ’ ινδοίς ιστορουμένων ερπετών διεφάνη το μέγεθος, αμέλει τε ως επυθόμην, υπό ζεύγεσιν οκτώ εις το πλησίον πεδίον εξελκύσαντες αυτοί οι επιχώριοι κατέκαυσαν, όπως μη διασαπείς τον αέρα λυμανείται και λοιμώδη νόσον ποιήσει. …»
(Πηγή : Σπύρου Μουσελίμη : « Ο αρχαίος ΄Αδης και το νεκρομαντείο της Εφύρας », Ιωάννινα 1971, σελ. 45)
Το νερό των πηγών του Αχέροντα, μετά την 21η Μαρτίου 2020, που ο σεισμός έπληξε την περιοχή του Καναλακίου, εξήρχετο από τα έγκατα του βράχου, έντονα θολό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι κατά τη διάρκεια του σεισμού εντός της κοίτης του υπόγειου ποταμού κατέπεσαν πολλά γήινα υλικά (χώματα, πέτρες κλπ.)
Λέγεται δε ότι το νερό των πηγών αυτών πηγάζει από τη λίμνη των Ιωαννίνων και με υπόγεια διάβαση, που διέρχεται από το χωριό Πραδαλίτσα και Βέλλιανη, χύνεται στην κοίτη του Αχέροντα.
Το νερό της Γαλατζίδας (Βέλλιανη)
Ανατολικά του χωριού Βέλλιανη, στους πρόποδες του Κορύλα και ακριβώς στη θέση Γαλατσίδα κάθε φθινόπωρο, μετά από βροχές, εξέρχεται μεγάλη με αφρούς ποσότητα νερού, το οποίο χύνεται στον ομώνυμο λάκκο. Με τη συνέχιση των βροχοπτώσεων και την πάροδο ολίγων ημερών στη θέση Τζιουμερτούλα (λίγα μόνο μέτρα βόρεια της Γαλατσίδας) εξέρχεται επίσης νερό, μικρότερης όμως ποσότητας.
Τα νερά αυτά μετά την πάροδο των βροχών εξαφανίζονται. Και μάλιστα, πρώτα εξαφανίζεται το νερό της Τζιουμερτούλας και ύστερα της Γαλατσίδας.
Έχουν κάποια σχέση τα νερά αυτά με την διέλευση του υπόγειου ποταμού που χύνει τα νερά του στον Αχέροντα;
Η μπούκλα του βοσκού (παράδοση)
Στην Ασπρόσκαλα, τοποθεσία που βρίσκεται βορειοανατολικά της Μονής της Βέλλιανης και πλησίον της αρχαίας Ελέας, πάνω στο γυμνό πετρώδες βουνό, υπάρχει μια μεγάλη τρύπα, από την οποία εξέρχεται κρύος αέρας και ακούγεται μακρινή υπόγεια βοή. Εδώ, λενε ότι κάποτε ένας τράγος κάποιου βοσκού, που έβοσκε τα γίδια, αφού εξαφανιζόταν για λίγο από το κοπάδι, επέστρεφε με βρεγμένα τα γένια του. Ο βοσκός, βλέποντας βρεγμένα τα γένια του τράγου, επειδή στην περιοχή δεν υπάρχει πουθενά πηγή, τον παρακολούθησε και διαπίστωσε ότι αυτός κατέβαινε στην τρύπα και, όταν έβγαινε απ’ αυτήν, είχε βρεγμένα τα γένια. Στη συνέχεια ο βοσκός, παίρ-νοντας τη μπούκλα του (ξύλινο δοχείο μεταφοράς ποσίμου νερού), θέλησε να κατεβεί κι αυτός εκεί που κατέβαινε ο τράγος, στα άδυτα της τρύπας, της οποίας το βάθος – αμέτρητο στο σκοτάδι – δεν μπόρεσε να υπολογίσει. Δυστυχώς όμως, ενώ κατέβηκε λίγα μέτρα, η μπούκλα τού έπεσε, χωρίς να καταλάβει που κατέληξε. Μετά από καιρό μετέβηκε στο Φανάρι (περιοχή του Αχέροντα), για να αγοράσει καλαμπόκι. (Εδώ παλιά πήγαιναν πολλοί Βελλιανίτες για εργασία ή για αγορά καλαμποκιού ή ρυζιού). Εκεί, στο σπίτι κάποιου Φαναριώτη, πίνοντας από την μπούκλα νερό – έτσι έπιναν τότε – διαπίστωσε ότι η μπούκλα που κρατούσε στα χέρια του ήταν η δική του, που τού είχε πέσει στην τρύπα της Ασπρόσκαλας. Αμέσως, γεμάτος περιέργεια, αφού είδε και το όνομά του που είχε γραμμένο πάνω της, ρώτησε το Φαναριώτη που βρήκε την μπούκλα αυτή. Κι ο Φαναριώτης αυθόρμητα τού απάντησε ότι τη βρήκε στην άκρη του ποταμού, χωρίς να έχει ακούσει ότι παραπόταμος του Αχέροντα περνάει υπόγεια από το χωριό Βέλλιανη και μάλιστα ακριβώς κάτω από την εκκλησία της Μονής της.