Ο Μάριος Μπίκας για την χθεσινή καταιγίδα
Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Τοπική νεροποντή έπληξε τη Βέλλιανη.
Τα μεσάνυχτα της 25ης Δεκέμβρη ε.έ, τοπική νεροποντή με μεγάλες ποσότητες νερού έπληξε το μικρό χωριό Βέλλιανη του Δήμου Σουλίου. Αποτέλεσμα της μεγάλης αυτής νυχτερινής καταιγίδας ήταν ο Λάκκος της Γαλατσίδας, που αρχίζει από την ομώνυμη περιοχή του βουνού Κορύλα ( ΄Ορη της Παραμυθιάς ) να υπερχειλίσει και το νερό του να εισέλθει στο μαγαζί του Κωνσταντίνου Μιχαήλ, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Το οδόστρωμα του κεντρικού δρόμου λίμνασε. Η κυκλοφορία των οχημάτων διεξαγόταν με κίνδυνο. Ορισμένα σπίτια, όπως του Κωνσταντίνου Χαρ. Μπίκα, του Τέλη Μπίκα, του Νίκου Βασιλείου Ντάγκα και του Κωνσταντίνου Χρίστου Στεφάνου, κινδύνεψαν να πλημμυρίσουν από τη συνεχή ανύψωση της στάθμης του νερού. Και οι κάτοικοι του μικρού γραφικού χωριού Βέλλιανης έμειναν καθ’ όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι, εξ’ αιτίας του φόβου της επιδείνωσης της κατάστασης.
Ο Δήμαρχος της Παραμυθιάς κ. Καραγιάννης Ιωάννης ως και η αστυνομία αυτής επισκέφτηκαν τη Βέλλιανη, προκειμένου να σχηματίσουν ιδία επιτόπια εικόνα, ώστε σε έκτακτη ανάγκη να ζητήσουν την επέμβαση της πυροσβεστικής και προσφέρουν κάθε άλλη βοήθεια.
Σύμφωνα δε μαρτυρίες, παρόμοια καταιγίδα έπληξε την περιοχή της Παραμυθιάς το 1949 :
– Ο Τέλη Κωνσταντίνου Μπίκας (Πρώην Γραμματέας της Βέλλιανης και του Δήμου Σουλίου ) :
Το 1949 έπιασε τόσο δυνατή βροχή που ο Λάκκος της Γαλατσίδας έκοψε ακόμα και το γιοφύρι των Παπαφωταίων. Το νερό τότε βγήκε μέχρι το μέρος που σήμερα εγώ έχω το σπίτι μου. Στο μέρος αυτό ο θείος μου ο Νασταση – Μπίκας όταν έπεσε η στάθμη του νερού, μάζευε ξύλα για τη φωτιά, που είχε μεταφέρει ο λάκκος στο πέρασμά του. Ευτυχώς τότε δεν είχαμε καταστροφές, γιατί το χωριό είχε λιγότερα σπίτια και όλα ήταν κτισμένα μακριά από το λάκκο και σε ψηλότερα σημεία.
– Ο Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου ( Συνταξιούχος μαθηματικός Μ.Ε.)
Το 1949 κατοικούσαμε στο Πάνω Καρυώτι. ΄Εβρεξε τόσο πολύ, ώστε το νερό, αφού κατέβασε από το βουνό ολόκληρη σβάρα, τη μετέφερε στην αυλή του σπιτιού μας. Η μάνα μου, επειδή το κατώι γέμισε με νερό, πρόλαβε κι έβγαλε έξω τη γομάρα που είχαμε εκεί δεμένη. Εμείς το βράδυ αυτό κοιμηθήκαμε στο σπίτι της Κάκω Ρίκως (του Τσίλη Δημητρίου Κούρτη), γιατί ήταν κτισμένο πιο ψηλά και δεν κινδύνευε.
Φωτογραφία του Tasos I. Bikas από την σελίδα της Βέλλιανης