Ο Λάμποβος της Παραμυθιάς (Αφιέρωμα)
Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Ο Λάμποβος της Παραμυθιάς
Η ίδρυση – η ονομασία
Σύμφωνα με τις αμέσως παρακάτω μαρτυρίες, η εμπορική πανήγυρη της Παραμυθιάς ιδρύθηκε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους από κατοίκους του χωριού « Λάμποβο » της Βορείου Ηπείρου, στην οποία και έδωσαν το όνομά του.
Μαρτυρίες
– Ο Σπύρος Μουσελίμης : « Αρχαιότητες της Θεσπρωτίας », Γιάννινα 1980, σελ. 168 :
« Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους πολλοί κάτοικοι του Λαμπόβου της αρχαίας Χαονίας, πιεζόμενοι από τις βαρβαρικές ορδές, κατά-φεύγουν προς νότο. Μερικοί απ’ αυτούς έρχονται και εγκατασταίνονται στις όχτες της λίμνης Χότχοβας, όπου το σημερινό χωριό Κρυσταλοπηγή, μεταφέροντας και την εμποροπανήγυρη, δηλ. το Λάμποβο, που φέρει το όνομα τους χωριού τους. … »
Στη συνέχεια ο Σπ. Μουσελίμης αναφέρει ότι στην περιοχή αυτή, πλησίον του Πλάτανου του Αράπη, υπάρχει τοπωνύμιο με την ονομασία Λάμποβος και ότι εδώ βρέθηκαν θεμέλια παλαιών οικιών.
– Ο πατήρ Νικόλαος Μώκος, Κρυσταλλοπηγή (παλιά Σέλλιανη)
« Στην Κρυσταλλοπηγή, η περιοχή Βόρεια του Πλάτανου του Αράπη μέχρι το συνοικισμό Κοντάτες ονομάζεται Λάμποβος. Εδώ υπήρχε και μοναστήρι ή εκκλησία, που τιμώνταν στο όνομα της Παναγίας.
Στο συνοικισμό Κοντάτες σώζονται σε ξερολιθιά μερικά παλιά σπί-τια, τα οποία επισκέφτηκε και κατέγραψε η αρχαιολογία, ως και στο ψηλότερο σημείο του, τοπωνύμιο με την ονομασία « σήμαντρο ». Στο σημείο αυτό, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρχε σήμαντρο, το οποίο χτυπούσαν για να εκκλησιαστούν οι κάτοικοι της γύρω περιοχής.
Όλα τα παραπάνω δικαιολογούν στην περιοχή την ύπαρξη παλιού οικισμού με το όνομα Λάμποβος, ο οποίος σχετίζεται με το χωριό Λάμποβο της Βορείου ΄Ηπείρου ».
– Ο Μάτης Δημήτρης, Μαργαρίτι με καταγωγή από το χωριό Λάμποβο :
« Ο παππούς μου Ιωάννης Μάτης, τον αποκαλούσαν όμως Νάκο Λαμποβίτη, επειδή καταγόταν από το χωριό Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου, υποστήριζε ότι παλιά οι κάτοικοι του χωριού του, αφού εκδιώχθηκαν από τον τόπο τους, εγκαταστάθηκαν στο Λιμπόνι της Παραμυθιάς. Στο Λιμπόνι έκτισαν την Παναγία της Λαμποβήθρας μέσα στην οποία τοποθέτησαν την εικόνα της Παναγίας που είχαν πάρει μαζί τους. Στην Παραμυθιά όμως, που απείχε μόνο λίγα χιλιόμετρα από το Λιμπόνι, ίδρυσαν την εμποροπανήγυρη, η οποία ακόμα σήμερα φέρει το όνομα Λάμποβος … »
Ο Λάμποβος της Παραμυθιάς στη δεκαετία του 1950
Ο Λάμποβος της Παραμυθιάς στη δεκαετία του 1950 ήταν μια μεγάλη ζωοεμποροπανήγυρη. Άρχιζε την πρώτη Κυριακή εκάστου Οκτώβρη και διαρκούσε οκτώ (8) ημέρες. Τις ημέρες αυτές η πόλη της Παραμυ-θιάς άλλαζε μορφή.
Όλα σχεδόν τα καφενεία είχαν ζυγιές από οργανοπαίχτες, οι οποίες, πλαισιωμένες από καλλίγραμμες νεαρές τραγουδίστριες, έπαιζαν από το μεσημέρι ως τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Τα σοκάκια της, εξαιτίας της πραμάτειας των νεοαφιχθέντων εμπόρων, μίκρυναν τόσο πολύ, ώστε η διέλευση των πολλών επισκεπτών όχι μόνο από όλη την Ήπειρο, αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα, γινόταν με μεγάλη δυσκολία.
Τα εμπορεύματα
Τα εμπορεύματα που πωλούσαν, παραμονές του χειμώνα, ήταν : Κουβέρτες, φλοκάτες, βελέντζες, κιλίμια, σαΐσματα, σεντόνια, υφάσματα, αδιάβροχα, έτοιμα ενδύματα, παλτά, σακάκια, πουλόβερ, παντελόνια, πουκάμισα, εσώρουχα, υποδήματα, μπαχαρικά, καλαμπόκι, σιτάρι, γαλακτομικά, κ.π.ά. Και του πουλιού το γάλα, που λέει η παροιμία, αν ζητούσες, θα το έβρισκες στο Λάμποβο της Παραμυθιάς.
Εκτός, όμως των παραπάνω εμπορευμάτων, και γυναίκες από τα γειτονικά χωριά, Καριώτι, Βέλλιανη, Προδρόμι κ.ά. πουλούσαν τα κηπευτικά και φρούτα της εποχής, όπως φασόλια, πατάτες, καρύδια, αχλάδια κ.λπ.
Η Τρίτη του Λαμπόβου
Η Τρίτη του Λαμπόβου, έτσι την ονόμαζαν, συγκέντρωνε, από όλες τις άλλες μέρες, τους περισσότερους επισκέπτες. Ήταν τόσο πολύς ο κόσμος, ώστε « η μάνα έχανε το παιδί και το παιδί τη μάνα », που λέει και η παροιμία.
Την ημέρα αυτή το Γυμνάσιο της Παραμυθιάς δε λειτουργούσε. Ο Γυμνασιάρχης επέτρεπε στους μαθητές να επισκεφτούν το Λάμποβο καθ’ όλη την ημέρα. Μετά όμως τις οκτώ (8) η ώρα το βράδυ, έπρεπε να βρίσκονται όλοι στα σπίτια τους.
Μαθητές που έζησαν το Λάμποβο στη δεκαετία του 1950 :
Οι μαθητές του Γυμνασίου, που στη δεκαετία του 1950 έζησαν το Λάμποβο, θυμούνται :
Το γύρο του θανάτου. Ο γύρος του θανάτου ήταν ένα «ξύλινο βαρέλι », τεραστίων διαστάσεων, με τα ποδήλατα και τις μοτοσικλέτες να κυκλοφορούν συγχρόνως, ουρλιάζοντας στα εσωτερικά του τοιχώματα, πότε ανεβαίνοντας και πότε κατεβαίνοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και οι θαμώνες; οι θαμώνες, κοιτάζοντας από το χείλος του βαρελιού στο εσωτερικό του, θαύμαζαν τους ελιγμούς και τις απότομες κινήσεις των αναβατών, και μάλιστα πολλές φορές έκλειναν από τη λαχτάρα τους τα μάτια.
Τον αρκουδιάρη. Ο αρκουδιάρης, γυρνώντας τους δρόμους, σταματούσε σε μικρές πλατείες ή σταυροδρόμια, χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα, δεμένη με αλυσίδα από τα ρουθούνια της, χόρευε όρθια στα πισινά της πόδια. Και, μετά από λίγα λεπτά χορό, ο αρκουδιάρης αιτούσε προαιρετικά από τους ακροατές να ρίξουν στο ντέφι τον όβολόν τους.
– Ο Ιωάννης Σταύρου, συνταξιούχος μαθηματικός :
« Θυμάμαι τον αρκουδιάρη, που πολλές φορές ανέβαινε και στο Καριώτι. Εκεί οι γυναίκες, που είχαν κάποιον πόνο στη μέση, στην πλάτη ή στα πόδια, με εντολή του αρκουδιάρη, η αρκούδα τις πατούσε με τα πόδια της στο μέρος αυτό, με την ελπίδα να θεραπευτούν ».
Τον αόμματο. Ο αόμματος, άντρας μεσήλικος, λεπτός, μετρίου αναστήματος και καλλίφωνος, επειδή παράλληλα τραγουδούσε, στεκόταν όρθιος απέναντι από το φούρνο του Λάμπρου Μίχου. Από εκεί, με στραμμένο το πρόσωπο προς τον κεντρικό δρόμο και με κλειστά τα μάτια, φώναζε :
« … Κόσμε, κόσμο ακούω και κόσμο δε βλέπω … »
Κι ο κόσμος, ακούγοντας τη παραπάνω φράση, τον συμπονούσε κι έριχνε ό,τι είχε ευχαρίστηση στο προκείμενο πηλίκιο.
Για τον αόματο αυτόν είχε κυκλοφορήσει η μη εξακριβωθείσα πληροφορία ότι δεν ήταν τυφλός και ότι καταγόταν από κάποιο απομακρυσμένο, μικρό χωριό του Φαναριού.
Η πώληση και η ανταλλαγή των ζώων
Δεξιά και αριστερά του τμήματος του δρόμου, που άρχιζε από το παλιό πρακτορείο, και τελείωνε στη διακλάδωση, που σήμερα οδηγεί στο Λευτροχώρι και κατασκήνωση, εξέθεταν προς πώληση ή ανταλλαγή τα διάφορα ζώα, υποζύγια, άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, βόδια, αγελάδες, πρόβατα, γίδια, γουρούνια, κότες κ. ά. .
Οι τσαμπάσηδες, αντί αμοιβής, προσπαθούσαν, ανοίγοντας τα στόματα των αλόγων και των άλλων υποζυγίων, να διαπιστώσουν από τα δόντια τους την πραγματική τους ηλικία.
Τα χάνια
Τις μέρες του Λαμπόβου τα δύο κυρίως χάνια της Παραμυθιάς, του Νικόλα Κλη στο κέντρο της και κοντά στον Πλάτανο και της Μάτως, συζύγου του Κώστα Τσίλη πλησίον και νότια του παλιού Πρακτορείου των Λεωφορείων, ήταν γεμάτα. Το κόστος για την ημερήσια παραμονή ενός υποζυγίου στα χάνια ήταν μία δραχμή. (Πληροφορίες : Χριστίνα Γώγου, πρώην Ληξίαρχος της Δημοτικής Ενότητας Παραμυθιάς)
Η συγκοινωνία τις ημέρες του Λαμπόβου
Τις ημέρες αυτές από τον κεντρικό δρόμο της Παραμυθιάς, το μοναδικό τότε δρόμο που τη συνέδεε με τη Γλυκή, την Ηγουμενίτσα και τα Γιάννενα, περνούσαν τα καθημερινά λεωφορεία, τα λίγα φορτηγά, τα τέσσερα (;) ταξί, ως και τα ελάχιστα γιώτα χι. Ως εκ τούτου, αντιλαμβάνεται κανείς τις δυσκολίες διάβασης αυτών, καθότι ο δρόμος ήταν μεν στρωμένος με άμμο, είχε όμως λακκούβες, οι οποίες, όταν έβρεχε, γέμιζαν λασπόνερα.
Οι κοινωνικός χαρακτήρας του Λαμπόβου
Ο Λάμποβος της Παραμυθιάς είχε και κοινωνικό χαρακτήρα. Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί αντάμωναν μετά από μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα μάτια του νεαρού στη βόλτα συναντούσαν τα μάτια της νεαρής και στη συνέχεια επακολουθούσε γνωριμία με απώτερο σκοπό το γάμο (;)
Στα καφενεία « έδιναν λόγο » ή «έκοβαν » μέρα, όπως έλεγαν. Άλλαζαν δηλαδή βέρες ή όριζαν την ημερομηνία που θα γινόταν ο γάμος. Κι ο τελάλης της Παραμυθιάς, ο Κώστα Μος διαλαλούσε τα χαρούμενα αυτά γεγονότα, κάνοντας χρυσές δουλειές.
( Πληροφορίες : Σταύρου Ιωάννης, συνταξιούχος μαθηματικός, Ζαρανίκας Γεώργιος, συνταξιούχος δικηγόρος και Τάχιας Κωνσταντίνος, συνταξιούχος Πανεπιστημίου Στουτγκάρδης)
Η Φωνή της Ηπείρου
Η εφημερίδα « Φωνή της Ηπείρου » μέχρι τις 23.02.1913 εκδιδόταν στην Αθήνα κάθε Παρασκευή, σε τέσσερις (4) ή έξι (6) σελίδες. Την εποχή της τουρκοκρατίας στην Ήπειρο, 1892 και 1896 δημοσίευσε και για το Λάμποβο της Παραμυθιάς. Τα δημοσιεύματα αυτά φανερώνουν τη μεγάλη σημασία που είχε την εποχή εκείνη η εμποροπανήγυρη της Παραμυθιάς, όχι μόνο για την Ήπειρο αλλά και για όλη την ΄Ελλάδα :
Α΄. 23-10-1892, φύλλο 12, σελ. 3 :
Β΄. 11-10-1896, φύλλο 208, σελ. 1η
(Συνεχίζεται το άρθρο της εφημερίδας)
« Φέτος δε ένεκα της μεγάλης ανεχείας και της ανησύχου (πολιτικής) καταστάσεως σχεδόν ουδέν εγένετο, και ολίγιστοι συνέρρευσαν, μη έχοντες προσωπικήν ασφάλειαν ένεκα των αρπακτικών και κακοβούλων τάσεων βέηδων τινων, καταπιέσωσι τους δυστυχείς χριστιανούς της επαρχίας ταύτης και καταστήσωσι τη χώραν λείαν αυτών. Καθ’ εκάστην και νέον είδος μηχανορραφίας και συκοφαντίας εξυφαίνουσι προς ενελεή εξολόθρευσιν του χριστιανικού στοιχείου του αείποτε και υπό τας μάλλον δυσμενείς περιστάσεις οργώντος προς πρόοδον και σχετικήν ευημερίαν του. Προς δε έστρεψαν τα βλέμματα των και κατά του αγίου Παραμυθίας Κωνσταντίνου Μικρούλη, ούτινος ο ανδρικός, χριστιανικός και εθνικός χαρακτήρ εσκανδάλισε τους προύχοντας της επαρχίας και εζήτησαν και επέτυχον, όπως ευρίσκονται εις διένεξιν, μη επιδεχομένην θεραπεία αι δύο αρχαί του τόπου, η εκκλησιαστική και διοικητική, αίτινες και μόναι δύνανται να επουλώσωσι τας πληγάς του πάσχοντος λαού υπό θεομηνιών, ως των πέρισυ σεισμών, περί ων επομένως θα γράψομεν, και των άλλων εν γένει καταστρεπτικών στοιχείων. Τα πάνδεινα πάσχουσιν οι δυστυχείς χωρικοί και αστοί της επαρχίας ταύτης από πολλών ετών υπό ισχυρού τινος και αιμοβόρου βέη, όστις ουδέν άλλο έχει να πράττει, ειμή του μεν να τρώγει τα χρήματα, άπερ λόγω δανείου έλαβε, του δε να εξαφανίζει και λαμβάνει ως λίαν τα κτήνη και παν το υπό τα όμματα αυτού προσπίπτον, άλλους δε δια διαφόρων εξυφαινομένων κατηγοριών και συκοφαντιών να πειράται και εξορίζει εις μέρη ένθα κακόν κακώς οι ατυχείς ευρίσκουσι το τέλος των απορφανουμένων ούτω και των οικογενειών από των μόνων προστατών αυτών, και άλλα τοιαύτα και παρόμοια διαπράττοντος ανενοχλήτως και τα πάντα μηχανώντος προς τελείαν καταστροφήν του τόπου. – Πάντες εύχονται όπως ο ύψιστος απαλλάξει αυτούς χριστια-νούς και μωαμεθανούς από του αιμοβόρου και απανθρώπου τούτου και ο τόπος ίδει ημέραν τινά ευημερίας και ησυχίας. Εις αυτόν δε οφείλεται και αισχρά συκοφαντία ήτις ανεκαλύφθη εσχάτως κατά αθώων πολιτών ».