Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Προφορικές μαρτυρίες για τους φονευθέντες την 27η Σεπτεμβρίου 1943 :
(΄Ολες οι παρακάτω προφορικές μαρτυρίες είναι διασκευασμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αλλοιώνεται το πραγματικό τους νόημα)
– Κωνστάντω Κόκκορη – Καράμπελα (κόρη του Χρ. Κόκκορη)
« Στις 24 Σεπτέμβρη του 1943 είχαν βγει στο οικοτροφείο του Αγίου Νικολάου οι Τουρκαλβανοί και φώναζαν : « ΄Οποιος θέλει να γλιτώσει, να έρθει στο Δημοτικό Σχολείο της Παραμυθιάς »
Εκείνον τον καιρό η μάνα έλεγε του πατέρα :
– Σήκω να φύγουμε. Αν πάθεις εσύ τίποτε, εγώ δε θέλω να ζήσω.
– Όχι, της απαντούσε ο πατέρας. Εγώ δεν έχω κάνει κακό σε Τούρκο, γιατί να με σκοτώσουν;
Την ημέρα αυτή εγώ μαζί με την αδερφή μου την Αρετή (αργότερα Μητρολώλαινα) είχαμε πάει απάνου στην Τριόδα, που είχε τα γρέκια ο θειος μας ο Νικόλας Γώγος, για να πάρουμε μερικά προικιά της. Τα είχαμε εκεί, επειδή φοβούμασταν μήπως μας κάψουν το σπίτι και μαζί καούν κι αυτά.
Επιστρέφοντας φορτωμένες, όταν φτάσαμε στο εικόνισμα της Αγίας Παρασκευής, είδαμε πολλούς Τούρκους με Γερμανούς. Γρήγορα ρίξαμε τα προικιά μέσα σ’ έναν τοίχο. Εκείνη τη στιγμή ήρθαν εκεί και η γυναίκα του Νικόλα Γώγου με την κόρη της, που γύριζαν κι αυτές από τα γρέκια. Όλες μαζί μας πήραν οι Τούρκοι και μας έκλεισαν στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου της Παραμυθιάς. Τότε η πόρτα της αυλής του Σχολείου ήταν εκεί που σήμερα είναι το περίπτερο. Εδώ και γύρα απ’ όλη την αυλή φύλαγαν μέρα νύχτα οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες. Μέσα εκεί ήταν και ο Γάκης Μάντης με την μικρή του κόρη. Μαζί του είχε και μια γίδα. Την άρμεγε και το γάλα της το ’πινε η κόρη του. Στην αυλή του Δημ. Σχολείου της Παραμυθιάς μείναμε αρκετές μέρες. Για φαγητό τρώγαμε τραχανά, που είχε πάρει μαζί της η γυναίκα του Νικόλα Γώγου μέσα σε μπινιότα. Από την κάτω πλευρά του Σχολείου υπήρχε μια μικρή βρύση. Παίρναμε με το καπάκι της μπινιότας νερό, ρίχναμε μέσα τραχανά και τον τρώγαμε. Για να περάσουμε την ώρα, θυμάμαι, παίζαμε πεντόβολα.
Στις 27 Σεπτεμβρίου το μεσημέρι σκότωσαν στην αυλή του Άγιου Νικόλαου της Παραμυθιάς τον πατέρα μου και το Βασίλη Μπρέστα. Εμείς τότε, επτά αδέρφια μείναμε ορφανά. Ο Μιχάλης ήταν μόλις δύο χρονών.
Ο πατέρας έμεινε εκεί άταφος. Η μάνα δεν μπορούσε να πάει για να τον θάψει, γιατί φοβούνταν τους Τούρκους. Πήγε όμως μετά από μια ή δυο μέρες. Μόνη της έσκαβε τον τάφο του. Την είδε ο Χαμντής Ντεμ, γείτονας Τούρκος, πήρε δυο ΄Ελληνες που τους είχε κρυμ-μένους στο σπίτι του και μαζί άνοιξαν το μνήμα. ΄Υστερα, έβαλαν τον πατέρα πάνω σε μια ξύλινη σκάλα, τον μετέφεραν στον τάφο και τον έθαψαν. Η μάνα από πίσω μάζευε τα μυαλά του.
Το πρωί της 29ης Σεπτέμβρη, πολύ πρωί, θολά, έβγαλαν από τα υπόγεια του Δημοτικού Σχολείου πολλούς άντρες. Αφού τους μά-ζεψαν όλους στην αυλή, διάβασαν τα ονόματα των 49, τους οποίους ξεχώρισαν και τους έβαλαν στη γραμμή δυο – δυο. Εμείς την ώρα εκείνη ήμασταν εκεί κοντά, πάνω σ’ ένα σωρό από πέτρες που ήταν προς την πλευρά των Νταναίων. Μπροστά από τους 49 στέκονταν ο Παπα-Βαγγέλης (Τσιαμάτος). Με το ’να χέρι κρατούσε αναμμένο ένα κερί και με τ’ άλλο το παιδί του. Δεξιά και αριστερά από τους παραταγμένους 49 ήταν άλλες δυο σειρές από οπλισμένους στρα-τιώτες. Από τη μια μεριά ήταν Γερμανοί και από την άλλη Τουρ-καλβανοί.
Όταν μας απόλυκαν από το Δημοτικό Σχολείο, πήγαμε να βρούμε τα προικιά, αλλά δε βρήκαμε τίποτε. Τα είχαν πάρει όλα οι Τούρκοι ».
– Στέλιος και Πήλιος Κόκκορης, γιοι του Χρήστου Κόκκορη :
– Στέλιος :
« Τον πατέρα μου, σύμφωνα με τη Ληξιαρχική πράξη θανάτου του, τον σκότωσαν οι Γερμανοτσάμηδες στις 29 Σεπτέμβρη του 1943, την ημέρα που εκτέλεσαν και τους 49 Πρόκριτους. Τον βάρεσαν στην απάνω πόρτα του Αγίου Νικολάου, ακριβώς μπροστά από το σπίτι της καλόγριας. Καλόγρια λέμαν τη γυναίκα που άναβε τα καντήλια και καθάριζε την εκκλησιά.
Δεν τον έθαψαν αμέσως, επειδή φοβούνταν τους Τούρκους και τους Γερμανούς. Τον έθαψαν, όταν κατέβηκε από το βουνό ο Αντάρτης Σπύρος Καπέτσης. Την ώρα που τον θάβανε τα δυο παιδιά του Χαμντή Ντέμ, που ήταν Τούρκος φίλος μας, φύλαγαν με τα όπλα για να μη χτυπήσουν οι άλλοι Τούρκοι. Στην ταφή του πατέρα ήταν και ο Λία Μάντης.
Όταν έθαψαν τον πατέρα, εγώ ήμουν παρών. Με κίνδυνο της ζωής μου είχα φύγει κρυφά από την αυλή του Δημοτικού Σχολείου της Παραμυθιάς, όπου με είχαν κλεισμένο μαζί με τ’ άλλα τρία αδέρφια μου, την Κωνστάντω, την Αρετή και το Δημήτρη …» .
– Πήλιος :
« Τον πατέρα μου τον σκότωσαν οι Γερμανοτσάμηδες την 27η Σε-πτέμβρη του 1943. Ο Αλβανοτσάμης Σουλεϋμάν, που πρώτος έριξε εναντίον του, καταγόταν από το χωριό Κουρτέσι. Μετά τη δολοφονι-κή του πράξη πήγε σε κάποιον Αλβανοτσάμη, γείτονά μας, και του’ πε :
– Ρίξε μου λίγο νερό, για να πλύνω τα χέρια. Σκότωσα στον Άι Νικόλα το Χρήστο Κόκκορη.
– Μωρέ, το Χρήστο βάρεσες; αυτός είναι φίλος μου. Είναι χρυσός άνθρωπος ».
– Φωτεινή Φάτσιου – Ρούμπου (1920- 2016) Άγ. Νικόλαος
Η Φωτεινή Φάτσιου ήταν κόρη του Γκέλη Φάτσιου (Σιαμέτια) και της Λαμπρινής Ντούμα από την Κρυσταλλοπηγή (παλιά Σέλιανη). Παντρεύτηκε δύο φορές : Την πρώτη το 1945 το Χαράλαμπο Μπρέστα, που σκοτώθηκε στον εμφύλιο και τη δεύτερη το 1956 τον Ευάγγελο Ρούμπο από το Πόποβο.
Με το Χαράλαμπο Μπρέστα απόκτησε τη Χρυσάνθη (1948–1948), η οποία απεβίωσε μετά από οχτώ (8) μήνες, λόγω ασιτίας, ενώ με τον Ευάγγελο Ρούμπο τη Γεωργία, εγκαταστημένη στα Σύβοτα.
« Οι Γερμανοί στις 27.09.1943 είχαν βγει μαζί με τους Τούρκους στη Σκάλα της Παραμυθιάς. Επειδή εκεί δεν μπόρεσαν να νικήσουν τους ΄Ελληνες Αντάρτες, γύρισαν πίσω, καίγοντας όλα τα σπίτια στα Σιαμέτια και τον ΄Αι Νικόλα. Δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Μάζεψαν γυναίκες, κοπέλες και παιδιά και τους έκλεισαν στο Δημοτικό Σχο-λείο της Παραμυθιάς. Εγώ τη γλίτωσα, γιατί η μάνα με είχε στείλει στο θειο μου, το Θωμά Φάτσιο.
Τη νύκτα της 27ης Σεπτέμβρη 1943 μπήκαν στο σπίτι του θείου ένας Τούρκος γείτονας μαζί με έναν Γερμανό. Εγώ την ώρα εκείνη ήμουν εκεί όρθια.
- Σήκω Θωμά, είπε στο θείο ο Τούρκος.
- Τι με θέλετε εμένα. Εγώ είμαι γέρος άνθρωπος.
- Θα σε πάρουμε απόψε κι αύριο θα σε φέρουμε πίσω.
- Αθηνά, είπε ο θείος στην κόρη του, δώσε μου το παλτό και τα δόντια (μασέλα), που ’ναι κάτω από το μαξιλάρι.
Έτσι, πήραν το θείο και δυο μέρες αργότερα, στις 29 Σεπτέμβρη, τον εκτέλεσαν μαζί με τους 49.
Τις μέρες αυτές όποιον έβλεπαν οι Γερμανοτσάμηδες τον σκότωναν.
Το Χρήστο Κόκκορη και τον Βασίλη Μπρέστα τους βάρεσαν στις 27 Σεπτέμβρη του 1943. Το Χρήστο απέξω από την απάνω πόρτα της εκκλησιάς του Άι Νικόλα, ενώ το Βασίλη λίγο πιο κάτω. Η Βαρβάρα, η γυναίκα του Βασίλη Μπρέστα, πήγε κι είπε στην Τσιέβω του Χρήστο Κόκκορη ότι σκότωσαν τον άντρα της μαζί με έναν άλλον. Αυτή είχε πάει πιο μπροστά και δεν είχε αναγνωρίσει τον άντρα της, επειδή το κεφάλι του το είχαν διαλύσει τελείως. Τα μυαλά του τα είχαν φάει οι κότες. Όταν όμως ξαναπήγε, τον ανα-γνώρισε από τα άσπρα σουλβάρια που φόραγε. Οι γυναίκες πήραν τα πτώματα τους και τα έθαψαν όπως όπως χωρίς παπά. Οι άντρες μας τότε ήταν όλοι στο βουνό.
Ο Βασίλης Μπρέστας είχε πάει σώγαμπρος στη γυναίκα του. ΄Ηταν δυο μέτρα ψηλός. Πραγματικά λεβέντης. ΄Εφτιαχνε σκάλες, στέγες και μπουχαριά. ΄Ηταν πολύ καλός τεχνίτης. Η Μαρία, η κόρη του, ήταν πολύ όμορφη. Όταν περνούσε στο δρόμο, όλοι οι άντρες γύριζαν το κεφάλι για να τη δουν.
Η γυναίκα του Χρήστο Κόκκορη μετά το σκοτωμό του άντρα της, πήγαινε καθημερινά φορτωμένη ζαλίκια ξύλα στο φούρνο των Γερμανών κι έπαιρνε ένα ψωμί, για να θρέψει τα παιδιά της. Τι τρά-
βηξε αυτή η γυναίκα δεν μολογιούνται.
Φεύγοντας από τον ΄Αι Νικόλα οι Γερμανοτσάμηδες, κατέβηκαν στην Τριόδα. Από κει, αφού είδαν απέναντι τη γυναίκα του Γιάννη Παππά, τη Βασιλική, έριξαν και τη σκότωσαν. Τη Βασιλική τη θυμάμαι σαν να ’ναι τώργια. Ήταν ψηλή, μελαχρινή και λεπτή. Μαζί δουλεύαμε και μαζί τρώγαμε. Όταν διψούσε, έπινε ζουμί από γκόρτσα, που το’ χε μέσα σ’ ένα μικρό γαλάσκι.
Όταν τη σκότωσαν στο Λίβερη, ήταν γριά με μπαστούνι ».
– Χριστίνα Γώγου, πρώην Ληξίαρχος της Δημ. Ενότητας Παρα-μυθιάς του Δήμου Σουλίου :
« Το Σεπτέμβρη του 1943 πολλοί από τους κατοίκους του Ελευθε-ροχωρίου, της Παραμυθιάς και των γύρω χωριών εγκατέλειψαν τις εστίες τους και μετέβησαν στα ορεινά χωριά, Σαλονίκη, Κεράσσοβο, Πετούσι και Πόποβο, τα οποία προστατεύονταν από τους Αντάρτες.
Ο Ιωάννης Παππάς πήρε τα παιδιά του και πήγε στη Σαλονίκη. Στο Λίβερη, όμως, όπου είχε τα γρέκια μ’ ένα μικρό καλύβι, έμεινε η γυναικα του, η Βασιλική. Εκεί τη φόνευσαν οι Γερμανοτσάμηδες το απόγευμα της ίδιας μέρας, που φόνευσαν και τους Χρήστο Κόκκορη με το Βασίλη Μπρέστα ».
– Ευθύμιος Γιάκης, συντ. δάσκαλος και εγγονός του Γιάννη Παππά :
« Τη γιαγιά μου τη βάρεσαν οι Γερμανοτσάμηδες με πυροβόλο όπλο το 1943 στο Καλάμι του Λίβερη, απέναντι από την Τριόδα, όπου είχε τα γρέκια με μια μικρή καλύβα.
Ο παππούς μου, ο Γιάννης Παππάς, για καλύτερη ασφάλεια, είχε πάει στο χωριό Σαλονίκη μαζί με τα παιδιά του. Η γιαγιά μου θα πήγαινε τις άλλες μέρες, αλλά δεν πρόλαβε.
Ο θάνατος του παππού μου. Οι Γερμανοί με τους Τσάμηδες ήταν ακόμα στην Παραμυθιά. Εγώ ήμουν τότε 10 χρονών. Μαζί με τον παππού φύλαγα τα γίδια στα πλάγια του Λίβερη. Ο παππούς κάθε απόγευμα άρμεγε τα γίδια και το γάλα το πήγαινε στην Παραμυθιά. Με τα χρήματα που έπαιρνε, αγόραζε αλεύρι, το οποίο κάναμε κουλούρα και την ψέναμε στη φωτιά.
Ένα απόγευμα, επιστρέφοντας από την αγορά της Παραμυθιάς, στου Γαλατά βρήκε έναν πυροσωλήνα. Τον πήρε, γιατί ήθελε να βγάλει τον κάλυκα και να τον βάλει στο κάτω μέρος της γκλίτσας. Φθά-
νοντας στην καλύβα, ανάψαμε φωτιά. Πάνω κρέμασε την κατσα-ρόλα με νερό. Για να μη γιομίσει η καλύβα καπνό, άφησε την πόρτα
της ανοιχτή. Στη συνέχεια προσπάθησε να βγάλει τον κάλυκα. Επειδή όμως δεν έβγαινε, τον έβαλε στη φωτιά, για να διασταλεί. Αυτός από τη θερμοκρασία άρχισε να στριφογυρίζει.
- Θύμιο, κλείσε την πόρτα, για να μην έρχεται μέσα ο αέρας, μου ’πε ο παππούς.
Εγώ, πηγαίνοντας να κλείσω την πόρτα, μόλις τράβηξα την πέτρα που εμπόδιζε το κλείσιμό της, ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και το κύμα των αερίων με πέταξε έξω από την καλύβα. Από την καλύβα δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Το αίμα του παππού είχε βγει έξω από την πόρτα της. Οι Γερμανοί, ακούγοντας το μπαμ και βλέποντας τον καπνό, άρχισαν να πυροβολούν. Εγώ, αφού διαπίστωσα ότι ο παππούς μου ήταν νεκρός, ανέβηκα στην Αγία Λαύρα και από κει έφθασα στο Λευτροχώρι, όπου ειδοποίησα τους συγγενείς για το θάνατο του παππού. Αμέσως κατέβηκαν στο Καλάμι, τον φόρτωσαν στό άλογο του Γάκη Πάσχου και τον έφεραν στο χωριό, όπου και τον κήδεψαν. Αν δεν είχα σηκωθεί να κλείσω την πόρτα της κα-λύβας, σίγουρα μαζί με τον παππού, θα ήμουν κι εγώ νεκρός» .
– Σωτήρης Γώγος (1928-2017) ΄Αγιος Δονάτος (Σιαμέτια).
Ο Σωτήρης Γώγος[1] γεννήθηκε στα Σιαμέτια. Γονείς του ήταν ο Γιάννης Γώγος (1896-1973) και η Σταματία (1905-1990), το γένος Γιάννη Καραγιάννη. Και οι δυο κατάγονταν από το Λευτροχώρι. Το 1956 παντρεύτηκε τη Φλωρένια του Γκέλη Φάτσιου (1935-2014). Μαζί της απέκτησε το Γιάννη και τη Σταματία. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λιμπόνι σε σπίτι που είχαν οι γονείς του, κοντά στο Μύλο του Νάσιο Γώγου :
« Δυο μέρες μετά το φόνο των έξι Γερμανών (24.09.1943) η μάνα μου με την ξαδέρφη της τη Μαρία του Ψεύτη πήγαν στο Λιμπόνι, στο μύλο του Φετήχ Πρόνιου, που ήταν καλός άνθρωπος και στενός συγγενής του Αγάκου Πρόνιου.
– Μωρέ Φετήχ, του’ πε η μάνα μου που τον γνώριζε, άκουσες τίποτε για μας, τι μας συμβουλεύεις να κάνουμε, να μείνουμε ή να φύγουμε;
– Να φύγετε αμέσως, της απάντησε ο Φετήχ. Αύριο κι όλας το πρωί θα βγουν οι δικοί μας με τους Γερμανούς και θα σας σκοτώσουν όλους στο Λίβερη.
Το ίδιο βράδυ ο πατέρας μου μαζί με άλλους χωριανούς ώρα δώδεκα τα μεσάνυχτα φόρτωσαν τα ζώα με όσα αναγκαία πράγματα μπορού-σαν κι ανέβηκαν, άλλοι στη Σαλονίκη κι άλλοι στην Λαμπανίτσα.
Στις 27.09.1943, πριν ακόμα ξημερώσει, απόσπασμα από Γερμανο-τσάμηδες ανέβηκε στην Άνω Σέλλιανη[2], την οποία έκαψε ολόκληρη. Στη θέση Δούγλα, δόθηκε μεγάλη μάχη. Στη μάχη αυτή η ομάδα του Σπύρο Κόκκορη σκότωσε τρεις Αλβανοτσάμηδες. Οι υπόλοιποι μαζί με τους Γερμανούς προσπάθησαν να καταλάβουν τη Σκάλα της Παραμυθιάς. Δεν μπόρεσαν όμως να σπάσουν την αντίσταση των Ανταρτών και στην οπισθοχώρησή τους δεν άφησαν ούτε καλύβα όρθια. Όλα τα έκαψαν. ΄Εκαψαν έξι μύλους στο Λιμπόνι, εκτός από
το μύλο του Νάσιο Γώγου, που ήταν τούρκικος. Έκαψαν τα Σιαμέτια και τον ΄Αι Νικόλα, συνοικισμούς της Παραμυθιάς. Μάζεψαν γυναικόπαιδα, ανάμεσα στα οποία ήταν και η μετέπειτα γυναίκα μου Φλωρένια, κοπέλα την εποχή εκείνη οκτώ (8) χρονών. Τα γυναικό-παιδα αυτά τα ’κλεισαν στη αυλή του Σχολειού της Παραμυθιάς. Τότε ήταν που βγήκε στο δρόμο μια Τουρκάλα και είπε στους Τούρκους :
– Δεν ντρέπεστε; γυναικόπαιδα μαζεύετε για να σκοτώσετε;
Το 1913 ο Μάρκος Δεληγιαννάκης[3] δε μάζεψε γυναικόπαιδα. Μάζεψε τους καλύτερους εβδομήντα (70) άντρες της Παραμυθιάς και τους σκότωσε στη θέση Μπιτούλια του Λίβερη.
Οπισθοχωρώντας οι Αλβανοτσάμηδες από τη Σκάλα, όταν έφθασαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Παραμυθιάς, ακριβώς στην απάνω πόρτα του, βάρεσαν από πίσω το Χρήστο Κόκκορη καιστη συνέχεια στην αυλή του, στο χασομέρι, όπως λέμαν το μέρος που χόρευαν το Πάσχα, το Βασίλη Μπρέστα.
Στο σκοτωμό του Χρήστο Κόκκορη και του Βασίλη Μπρέσα, είπαν ότι μαζί με τους Γερμανούς ήταν και οι Τουρκαλβανοί Σουλεϋ-μάνηδες. Οι Γερμανοί ποτέ δεν έβγαιναν έξω από την Παραμυθιά μόνοι τους. Πάντα είχαν μαζί τους Τουρκαλβανούς. Αυτοί ήξεραν τους δρόμους και τα μονοπάτια.
Κατεβαίνοντας στην Τριόδα, είδαν απέναντι στο Καλάμι του Λίβερη τη Βασιλική, γυναίκα του Γιάννη Παππά, έριξαν και τη σκότωσαν.
Το βράδυ, όταν νύχτωσε, πήγαν άντρες, τη φόρτωσαν σ’ ένα άλογο και την έθαψαν στην εκκλησιά του Λευτροχωριού.
Ο Χρήστος Κόκκορης ήταν ένας ήσυχος οικογενειάρχης. Είχε το σπίτι του κοντά στον ΄Αι Νικόλα. Συντηρούσε ένα μικρό κοπάδι πρόβατα και δούλευε που και που σαν μπατζιάρος. Ο ένας αδελφός του, ο Νίκος, εργαζόταν στις αποθήκες του Ρίγγα, ενώ ο άλλος, ο Βασίλης, ήταν Κυρατζής.
Ο Βασίλης Μπρέστας είχε πολλά αγόρια και μια κοπέλα. Τα δυο του αγόρια απεβίωσαν, ενώ υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία. Το τρίτο του αγόρι, ο Χαράλαμπος, που ήταν Αντάρτης και σκοτώθηκε στον εμφύλιο, είχε παντρευτεί την Κουνιάδα μου τη Φώτω ( τη Φωτεινή Φάτσιου – Ρούμπου ) ».
Η ηρωίδα Παρασκευή (Τσιέβω), σύζυγος του Χρήστου Κόκκορη
Η Παρασκευή (Τσιέβω τη φώναζαν στην περιοχή) καταγόταν από το Συνοικισμό ΄Αγιο Νικόλαο της Παραμυθιάς. Ήταν κόρη του Γκέλη Γώγου και της Κωνστάντως (Πετούσι). Αδέρφια της ήταν ο Νικόλαος, η ΄Ολγα[4], σύζυγος του Περετζούκα Θοδωρή από τη Σέλλιανη και η Κρυ-στάλλω, γυναίκα του Χρήστο Ντίνου. Παντρεύτηκε τον ομοχώριό της Χρήστο Κόκκορη. Μαζί του απέκτησε 8 παιδιά
Μετά τη δολοφονία του άνδρα της παρέμεινε σ’ όλη της τη ζωή εν χηρεία, δουλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, για να μεγαλώσει τα ανήλικα επτά παιδιά της.
Η Παρασκευή είναι μια από τις ηρωίδες, όχι μόνο της Κατοχής, αλλά και των μετέπειτα δύσκολων χρόνων. Δεν λύγισε στους πολλούς κινδύνους.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, φόρτωσε από την Παραμυ-θιά μυλόπετρα, βάρους περίπου 100 κιλών και τη μετέφερε στο Πόποβο, ανεβαίνοντας τη μεγάλη ανηφόρα της Σκάλας της Παραμυθιάς. Καθη-μερινά πήγαινε ζαλικωμένη ξύλα στο φούρνο της Παραμυθιάς, για να πάρει ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά της. Ξενοδούλευε ολημερίς με το τσαπί και το δρεπάνι, αμειβόμενη μ’ ένα χαμηλό μεροκάματο.
Και το μεταεμφυλιακό ελληνικό κράτος, όχι μόνο της αρνήθηκε τη σύνταξη Θυμάτων πολέμου, για τον αδικοχαμένο άντρα της, αλλά και
την εξόρισε στην Κέρκυρα. Ο Μητροπολίτης Παραμυθιάς της εποχής εκείνης δε δέχτηκε να σιτίζεται στο Μητροπολιτικό οικοτροφείο ο μι-κρότερος γιος της, ο Μιχάλης, μαθητής τότε του Γυμνασίου, και αργό-τερα δασάρχης, με το επιχείρημα ότι είναι γηγενής κάτοικος της Παρα-μυθιάς.
Ηρωίδα δεν είναι μόνο η γυναίκα που με το ντουφέκι πολεμά για την ελευθερία της πατρίδας. Ηρωίδα είναι και η γυναίκα που αγωνίζεται, υποφέρει, παλεύει με την ψυχή στα δόντια, για να θρέψει και να ανα-θρέψει τα παιδιά της.
Όλα τα χωριά της Θεσπρωτίας ανέδειξαν ηρωίδες. Όλες τους έζησαν τόσο στην Κατοχή όσο και αργότερα, φτωχές μεν, αλλά υπερήφανες, διατηρώντας την παράδοση και αφιερώνοντας τη ζωή τους στη σωστή ανατροφή των παιδιών τους.
Στη Βέλλιανη για παράδειγμα, τη γενέτειρά μου, υπήρξαν :
Η Λάμπρω Λώλαινα (1900-1989). Η Λάμπρω ήταν αδερφή του Βασίλη Μπίκα (Τσίλη Γιάννη). Έχασε τον άντρα της, το Γιώργο Λώλο[5] στις 22.05.1942 από έκρηξη πυροσωλήνα, αφήνοντας πίσω του 6 ορφανά.
Η Αρετή (1925-2008), κόρη του Χρήστο Κόκκορη. Η Αρετή έχασε το σύζυγό της το Μήτρο Λώλο στις 26.08.1962, αφήνοντας πίσω πέντε ανήλικα παιδιά ( βλέπ. φωτό 12 ). Ο Μήτρος ήταν γιος της Λάμπρω Λώλαινας.
Η Γκέλω (1921-2011), ήταν κόρη του Κίτσιο Μπίκα (αλλάδερφη του Θωμά και Σωτήρη Μπίκα). Στις 07.11.1943 έχασε τον άντρα της, το Γιάννη Κούρτη, στο Κάστρο της Βέλλιανης, ενώ πολεμούσε εναντίον των Γερμανών. Ο Γιάννης άφησε πίσω του δυο μωρά, το Σπύρο και την Ελένη.
Και οι τρεις παραπάνω ηρωίδες παρέμειναν μέχρι το θάνατό τους εν χηρεία.
Γυναίκες Ηπειρώτισσες,
ξαφνιάσματα της φύσης,
εχθρέ, γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις ;
(στίχοι Πυθαγόρα)
Η Αγγέλω Μίνη (Καμίνι Παραμυθιάς)
΄Εξι παιδιά πώς κράτησες,
μάνα στην αγκαλιά σου,
χήρα, πώς τα μεγάλωσες
σαν τα ψηλά βουνά ; …
Η οικογένεια Κόκκορη της Παραμυθιάς
Οι πρώτοι από την μεγάλη οικογένεια Κόκκορη, που είναι εγγεγραμ-μένοι στο Μητρώο αρρένων της Παραμυθιάς, είναι τα αδέρφια, Χρήστος (1885), Νικόλαος (1889) και Βασίλειος (1891), γιοι του Σπύρου Κόκκορη και της Μαρίας. Για τους γονείς τους δεν υπάρχει κανένα στοιχείο.
Εκτός όμως από την Παραμυθιά, το επώνυμο Κόκκορης απαντάται πριν το 1900 :
– Α΄. Στην Τοπική Κοινότητα Κουκκουλίου του Δήμου Ζαγορίου ως Κόκκορος. Στο Μητρώο αρρένων της είναι εγγεγραμμένοι :
Ο Κόκκορος Χριστόφορος του Αναστασίου (1865). Ο Κόκκορος Γεώργιος του Λεωνίδα, (1873). Ο Κόκκορος Μιχαήλ του Γαληνού (1883). Ο Κόκκορος Δημήτριος του Γρηγορίου (1890). Και ο Κόκκορος Πέτρος του Αχιλλέα (1899).
– Β΄. Στην Τοπική Κοινότητα Ανθοχωρίου (παλιά Κόπρα) του Δήμου Σελλών ως Κόκκορης. Στο Μητρώο αρρένων της είναι εγγεγραμμένος :
Ο Κόκκορης Γεώργιος[6] (1865) του Χρήστου και της Βασιλικής.
Παιδιά : Χρήστος (1881), Αθανάσιος (1890), Λάμπρος (1898), Θωμάς (1900) και Κωνσταντίνος (1907). Από τα παραπάνω παιδιά του Γεωργίου Κόκκορη ο Αθανάσιος και ο Λάμπρος μετοίκησαν ως σώγα-μπροι στην Τ. Κοινότητα Αγίου Νικολάου (παλιά Ζαραβούτσι), στην οποία σήμερα δεν ζει κανείς από τους απογόνους τους.
Ο Μιχάλης Κόκκορης γιος του Χρήστου Κόκκορη, δασάρχης :
« Οι πρόγονοί μου, η μεγάλη οικογένεια του Κόκκορη της Παραμυθιάς, σύμφωνα με την έρευνα που έκανε η κόρη μου Τατιάνα, έχει την καταγωγή της στη πόλη Μοναστήρι (σήμερα Μπίτολα των Σκοπίων). Γύρω στα 1650 ορισμένοι απ’ αυτούς εγκα-τέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Κουκκούλι του Ζαγορίου. Εκεί έκτισαν τη μονότοξη γέφυρα, τη γέφυρα του Κόκκορη[7], που σώζεται ακόμα σήμερα. Από το Κουκκούλι απόγονοί τους μετοίκησαν στο χωριό Ανθοχώρι (παλιά Κόπρα) κι από κει αργότερα ήλθαν στην Παραμυθιά. Λόγω της θρησκευτικότητάς τους, έφτιαξαν τα σπίτια κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Τον πατέρα μου το Χρήστο Κόκκορη τον βάρεσαν οι Γερμανο-τσάμηδες την 27η Σεπτέμβρη του 1943 ».
Βιβλιογραφία
1. Θ. Γ. Παπαμανώλη : « Κατακαϋμένη ΄Ηπειρος. ΄Ικαρος, Αθήνα 1945.
2.Ιωάννου Αρχιμανδρίτου : « Τσάμηδες … », εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα 1951.
3. Ν. Ι. Ζιάγκου : « Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα 1978, Τόμος Α.
4. Βασίλη Κραψίτη : « Η Ιστορία της Παραμυθιάς », Αθήνα 1991.
5. Σταύρου Παπαμώκου : « Η Σέλλιανη » , Αθήνα, 1997.
6. Μάριου Μπίκα : « Στ’ απόσκια του Κορύλα », Θεσσαλονίκη 1999.
7. Αθανάσιου Γκότοβου : « Η Παραμυθιά στο Στόχαστρο », Φ.Ο.Π., Παραμυθιά 2007
8.Βασιλείου Π. Παυλίδη : « Οι Αλβανοτσάμηδες της περιοχής Παραμυθιάς και η Κατοχή », 2009.
9. Γιάννη Παρόλα : « Γη Θεσπρωτών », Τέσσερα Πι, Αθήνα 2011, Τόμος πρώτος.
( Τέλος )
[1] . Η Σταματία Γώγου – Κούρτη, κόρη του Σωτήρη Γώγου : « Η γιαγιά μου η Σταματία (από την πλευρά του πατέρα μου), της οποίας φέρω το όνομα, ήταν πολύ καλή και πολύ όμορφη γυναίκα. ΄Ηταν γαλανομάτα, μετρίου αναστήματος, με υπερή-φανο περπάτημα. Ο παππούς μου, ο Γιάννη Γώγος, έλαβε μέρος στη Μικρασιατική Καταστροφή. ΄Ηταν στο επίλεκτο Σώμα του στρατηγού Πλαστήρα. Επιστρέφοντας, παντρεύτηκε στις 02.03.1924 τη γιαγιά. Επειδή είχαν τέσσερα χρόνια παντρεμένοι κι η γιαγιά δεν είχε κάνει παιδιά, σκεφτόταν να τη χωρίσει. ΄Ετσι ήταν τότε. Τα Χριστού-γεννα, όμως, του 1928 γέννησε τον πατέρα μου, το πρώτο της παιδί. Επειδή ήταν πολύ όμορφο, το τρύπησε στο αυτί και του ’βαλε σκουλαρίκι, για να μην το ματιά-σουν. Στα επόμενα χρόνια η γιαγιά απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά ».
[2] . Βλ. Σταύρου Παπαμώκου : « Η Σέλιανη » , Αθήνα, 1997, σελ. 7 κ. 208 έ.220
[3] . σ.σ. Το 1912-1913 ο Κρητικός Οπλαρχηγός Μάρκος Δεληγιαννάκης (1869-1957) πολεμούσε εναντίον των Τούρκων στην Ήπειρο, περιοχή Ποπόβου, μαζί με το Νικόλαο Κουτούπη, τους Ζωτικιώτες αδελφούς Καρρά Γεώργιο και Αθανάσιο, τον Παπατρομάρα, τον Μάρκο Κολιούση κ.ά.. Στην κατάληψη της Σκάλας της Παραμυ-θιάς (25.12.1912) έχασε τον ανιψιό του Μανώλη Πατεράκη (μοναχογιό της αδελφής του). Για να εκδικηθεί το θάνατο του, μετά την απελευθέρωση της Παραμυθιάς (23.02.1913) συγκέντρωσε εβδομήντα (70) (κατ’ άλλους εβδομήντα δύο (72) αγάδες από την Παραμυθιά και τη γύρω περιοχή, τους οποίους και εκτέλεσε σε χαράδρα του Λίβερη. Για την εκτέλεση αυτή οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες διαμαρτυρήθηκαν στη Διεθνή Κοινότητα. Μετά από αίτημα της Αυστρίας και της Ιταλίας ο Δεληγιαννάκης συνελήφθηκε, κλείστηκε φυλακή στα Γιάννενα και καταδικάστηκε σε θάνατο. Με επέμβαση του Ε. Βενιζέλου έγινε εικονική η εκτέλεσή του και στη συνέχεια φυγαδεύ-τηκε κρυφίως στην Αθήνα, όπου για δέκα (10) περίπου χρόνια έζησε εκεί ελεύθερος. Αργότερα επέστρεψε στο χωριό του την Αργυρούπολη της Κρήτης. Οι συγγενείς των εκτελεσθέντων εβδομήντα (70) αγάδων θεώρησαν υπεύθυνο για το θάνατό τους τον Ελληνισμό της Παραμυθιάς. Γι’ αυτό το λόγο ήθελαν να πάρουν εκδίκηση.
[4]. ΟΒελλιανίτης Χρήστος Δ. Λώλος (ό.α.) : « Η ΄Ολγα βύζαινε στην Παραμυθιά το παιδί πλούσιου Μουσουλμάνου, επειδή η γυναίκα του δεν είχε γάλα. Για το βύζαγμα της έδινε κάθε φορά δυο ή τρεις χούφτες αλεύρι. Και η ΄Ολγα το αλεύρι αυτό δεν το κρατούσε όλο για τον εαυτό της, αλλά το μισό το έδινε στην αδερφή της, την Παρα-σκευή, τη γιαγιά μου, που είχε να θρέψει επτά παιδιά ».
(σ.σ. Η πληροφορία είναι διασταυρωμένη)
[5] . Μάριου Αν. Μπίκα : « Στ’ απόσκια του Κορύλα », Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 42-44.
[6] . Ο πατέρας του Γεωργίου Κόκκορη (Κόπρα), ο Χρήστος, κι ο πατέρας του Χρήστου Κόκκορη (Παραμυθιά), ο Σπύρος, ήταν αδέρφια (;), παιδιά του Χρήστου Κόκκορη. ΄Ισως, γι’αυτό το λόγο έδωσαν στο πρώτο τους αγόρι το όνομα Χρήστος, δηλαδή το όνομα του πατέρα τους. Έτσι ήταν τότε η συνήθεια.
[7]. σ.σ. Το γιοφύρι του Νούτσου ή Κόκκορη βρίσκεται ανάμεσα από τα χωριά Καπέ-σοβο και Τσεπέλοβο. Κτίστηκε, περίπου, το 1750 και το 1910 επισκευάστηκε από το μυλωνά Γρηγόρη Κόκκορο (Κόκκορη), γι’ αυτό και φέρει και το όνομά του.