Μνήμες ασπρόμαυρης εποχής
*Του Σωτήρη Λ. Δημητρίου
Μνήμες ασπρόμαυρης εποχής
Μνήμες και νοσταλγία, για μας τα παιδιά που μεγαλώναμε ανάμεσα στην αλάνα και σε δουλειές του σπιτιού.
Σκληρή ζωή, ιδιαίτερα στο χωριό, παιχνίδι ξέγνοιαστο, κυρίως με ό,τι προσέφερε η φύση, θεωρούνταν φυσιολογικό να συμμετέχουν τα μικρά παιδιά στις σκληρές και επίπονες τότε δουλειές του σπιτιού, κοπιαστική ζωή, δύσκολες οι συνθήκες ακόμη και για το διάβασμα αλλά πιο αγνές οι εποχές πιο καθαρές οι καρδιές για τους πολλούς.
Η επικοινωνία μας ήταν πάντα ευχάριστη και με γλυκό, εγκάρδιο το χαμόγελο, η χαρά της παρέας, η συμμετοχή και η ομαδικότητα, στο παιχνίδι, στις δουλειές και στις γιορτές. Απλόχερη η φιλοξενία, του φίλου, του συγγενή ή και του διαβάτη, του περαστικού από το χωριό μας.
Κάθε συνεύρεση μπροστά σε ένα λιτό τραπέζι, ήταν μια γιορτή ακόμη και για τους μεγάλους. Για τους μικρούς, δημοτικού και κάτω, ίσως να ήταν το «τραπέζι», ένα τραπεζομάντηλο απλό, ίσως αντί για πιάτα να ήταν ένα ταψί που όταν επρόκειτο για τσούρμο πολλών μικρών, ίσως να έτρωγαν χώρια από τους μεγάλους. Όλοι τότε καραδοκούσαν να δουν το ταψί στην μέση του κύκλου με ένα πιρούνι στο χέρι.
Το νερό ερχόταν από το πηγάδι ή την βρύση, στα χέρια με στάμνα ή σε φορτωμένη βαρέλα, μερικές φορές και με ζώο.
Η θέρμανση από την ακτινοβολία της φωτιάς που έκαιγε κούτσουρα στο τζάκι, ζέσταινε κυρίως άμεσα και η πλάτη έμενε παγωμένη, ως να «γυρίσουμε πλάτη» στην φωτιά. Ο ξυλόφουρνος επίσης απαιτούσε πολλά ξερά πουρνάρια και κλαδιά για να καεί ώστε να ψήσει μετά τις πίτες και τα ζυμωμένα από την νοικοκυρά, καρβέλια, πολύς κόπος! Επίσης η φωτιά με καυσόξυλα ζέσταινε το νερό στο καζάνι και τα ρούχα πλενόταν στην σκάφη. Έτσι ζεσταινόταν και το νερό για ένα μπάνιο, κάθε Σάββατο. Το πράσινο σαπούνι έτσουζε τα μάτια και μαζί με το κρύο, κατά τους ψυχρούς μήνες, προκαλούσε το κλάμα στα μικρότερα παιδιά…!
Η απειθαρχία έφερνε τον συνετισμό με το ξύλο, και η απειλή πάλι με το ξύλο συνιστούσε την παύση στο κλάμα!
Στο σχολείο ο δάσκαλος περίμενε να «πιάσει» μαθητές αδιάβαστους σε κάποιο μάθημα ή σε άλυτη άσκηση και η άμεση ποινή ήταν πάλι το ξύλο με πάντα ανανεωμένη βέργα από τους γλείφτες που φρόντιζαν να του φέρνουν καινούργια και ακολουθούσε ο σωφρονισμός μετά το τέλος του μαθήματος. Εγκλεισμός στην αποθήκη για να μείνουν οι «εγκληματίες» νηστικοί κάποιες ώρες ακόμα. Όταν τους ξεχνούσε ο δεσμοφύλακας – δάσκαλος, παρέμεναν περισσότερο από όσο κρατούσε ο θυμός του ή τα απωθημένα του!
Για ένα ταξίδι λίγων χιλιομέτρων ίσως χρειαζόταν πολλές ώρες αναμονής, σε ακατάλληλους δρόμους για την πόλη και το Γυμνάσιο.
Η αναμονή του λεωφορείου στις στάσεις, μέσα στο κρύο ή στο ανεμόβροχο και εμείς οι μαθητές του τότε Γυμνασίου, πολλές φορές παγωμένοι και βρεγμένοι, παρακαλούσαμε για να μας πάρει το λεωφορείο, να μην πέσουμε σε σωβινιστή εισπράκτορα που φωνάξει στον οδηγό για να μην σταματήσει:
«Φύγεεε…!»
Ενώ απευθυνόμενος σε μας τα παγωμένα παιδάκια της στάσης:
«Είναι γεμάτο… ελάτε με το άλλο… !»
Ήξερε όμως ότι και το άλλο θα είναι γεμάτο, ότι και «στο άλλο» θα ήμασταν στριμωγμένοι στον διάδρομο του λεωφορείου αλλά τιμωρούμασταν να περιμένουμε στο ανεμόβροχο και στο κρύο! Κάποιοι άλλοι όμως μας έβαζαν στο λεωφορείο, όσο πολύ κόσμο και να είχε, για να μη μας αφήσουν εκτεθειμένους στις άσχημες καιρικές συνθήκες!
Βλέπεις, κάποιοι από πολύ απομακρυσμένα χωριά, οι οποίοι εποίκησαν σε κάποια χωριά όχι πολύ μακριά μας, είχαν το μέσον να διοριστούν μισθωτοί και άρα προνομιούχοι ενώ εμείς οι ντόπιοι μιλούσαμε αρβανίτικα και αυτό ενοχλούσε κάποιους, έστω λίγους, «προνομιούχους» εργαζόμενους, υπαλλήλους της εταιρείας συγκοινωνιών τότε! Τα θυμήθηκα αυτά πριν λίγο καιρό που άκουγα κάποιον από αυτούς, τώρα στα γεράματά του, να μιλάει εντελώς απαξιωτικά και κοροϊδευτικά και να λέει και να επαναλαμβάνει συνεχώς:
«Τσι βέτε μίρ… Τσι βέτε μίρ…! » μαζί με πολλά άλλα υποτιμητικά, σμίγοντας στο μέτωπο τα φρύδια του ενώ στις άκρες τα αναγκάζει να κάνουν έντονα τόξα, με ένα ενάντιο πάθος προσπαθώντας να απαξιώσει με ιταμό στυλ τον τρόπο της ομιλίας, για να μειώσει κάποιους με τους οποίους είχε αδικαιολόγητες εμμονές, ίσως διότι κάτι που σε αυτόν δεν ήταν οικείο, του προκαλούσε μίσος. Τα έλεγε εντελώς απαξιωτικά σε κάποιον συνομιλητή του, ο οποίος καθόλου δεν συναινούσε στον υστερικό σωβινισμό του ασπρομάλλη πλέον συνταξιούχου. Δεν του είχαν φταίξει ποτέ βέβαια ούτε οι μεγάλοι, ούτε αυτά τα παιδάκια… εμείς! Το μόνο που είχαν κάνει οι παππούδες μας, ήταν ότι είχαν πολεμήσει για να ελευθερώσουν τον τόπο και είχαν δώσει το αίμα τους, για να έρθει να εποικίσει αυτός ο κύριος σε έτοιμη γη και να ουρλιάζει υστερικά σαν να του πατούσαν την ουρά, χωρίς ποτέ να τον έχει ενοχλήσει κανείς, ακόμη και τώρα στα γεράματά του, ήταν ένας από εκείνους τους λίγους που μας άφησε κάποιες φορές στο κρύο ή και στην βροχή!
Ας περιμένουμε λοιπόν στο ξεροβόρι του Χειμώνα για να πάμε παγωμένοι και βρεγμένοι στο μοναδικό Γυμνάσιο της Ηγουμενίτσας, με παγωμένες αίθουσες και σάπια, σε κάποιες τάξεις, πορτοπαράθυρα, στα οποία κάποιες φορές τα χαρτόνια συμπλήρωναν το σπασμένο τζάμι με ένα διαρκές «προσωρινά». Φυσικά ανύπαρκτη κάθε πηγή θέρμανσης στις αίθουσες τότε!
Πέρασε πια, πάνω από μισός αιώνας από τότε που και ο ποδαρόδρομος ήταν συνηθισμένος διότι μερικές φορές συνέβαινε αλλά ίσως κάποιο περαστικό φορτηγό γινόταν η μεγάλη χαρά μικρών και μεγάλων πεζοπόρων, αφού τα Ι.Χ. επιβατηγά ήταν σπάνια ως ανύπαρκτα. Αυτό όταν κάποιες φορές, όπως προαναφέρω, το λεωφορείο …δεν χωρούσε στην στάση μας, ούτε τους μαθητές.
Γλυκός ο ύπνος κι ας μην ήταν μαλακό το στρώμα του ύπνου. Είχε μέσα πολύ αγάπη για να το κάνει πουπουλένιο και να ζεστάνει την παγωνιά που έμπαινε από παντού τους κρύους μήνες!
Ο ήχος της τρομπέτας του ταχυδρόμου… η χαρά όλων ακόμη και αυτών που δεν περίμεναν τίποτε από κανέναν. Από παντού οι δρόμοι οδηγούσαν στον ήχο της τρομπέτας, χαίρονταν ακόμη και για τον συγγενή, τον φίλο, τον γείτονα, που θα έπαιρνε νέα από τον γιο που υπηρετούσε ή από τον οικογενειάρχη που δούλευε μακριά από το σπίτι του ή βρισκόταν ακόμη μακρύτερα, στην Γερμανία.
Η συμμετοχή όλων σε όλα! Κοινές οι χαρές και οι λύπες για όλους! Σκορπισμένοι στα κτήματα αλλά ενωμένες οι ψυχές.
Υπήρχε ζωή στους αγρούς ή μέσα και γύρω από το χωριό. Η καμπάνα του εσπερινού ήταν το σήμα για το σταυροκόπημα και για το τέλος εργασίας στην ύπαιθρο και η επιστροφή στο σπίτι, ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας.
Συγκριτικά με σήμερα τίποτε πια ίδιο! Γέμισαν πια οι πόλεις κόσμο… στον κόσμο τους!
Τώρα πια βιαζόμαστε χωρίς να ξέρουμε το γιατί ή είμαστε πίσω από την εικονική πραγματικότητα γυάλινης οθόνης. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για κανέναν, χτυπάει το κεφάλι στην πινακίδα και δεν το σηκώνει από το κινητό…!
Ας ελπίσουμε πως κάτι καλό θα βγει κι απ’ αυτό, δεν μπορεί να σβήσει το χαμόγελο του ήλιου έτσι εύκολα …!
*Ο Σωτήρης Λ. Δημητρίου ζει ανάμεσά μας.