Με την ευκαιρία της εθνικής επετείου του εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης δημοσιεύουμε ένα σύντομο σημείωμα επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας τόσο στα γεγονότα που συσχετίζουν την Πρέβεζα με τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας όσο και στη συμμετοχή Πρεβεζάνων σε αυτόν.
Η έναρξη της Επανάστασης βρήκε την Ήπειρο σε πολεμικό αναβρασμό εξαιτίας της εσωτερικής οθωμανικής σύγκρουσης μεταξύ Αλή πασά και σουλτανικών στρατευμάτων. Η ανταρσία του Αλή δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Πρέβεζα. Ήδη από τον Αύγουστο του 1820 η πόλη, που πριν βρισκόταν στα χέρια του Αλή και διοικείτο από τον γιο του Βελή, είχε καταληφθεί από τις σουλτανικές δυνάμεις.
Τον Μάιο του 1821, κοντά στην Πρέβεζα βρίσκονταν σουλιώτικες δυνάμεις σχεδιάζοντας την κατάληψη της πόλης. Τότε δύο κάτοικοί της ειδοποίησαν τον καπετάν Γιαννάκη Γιώργη, οπλαρχηγό της Καμαρίνας, δίνοντας πληροφορίες για την αριθμητική δύναμη και την κακή ψυχολογία της οθωμανικής φρουράς καθώς και την απειρία του επικεφαλής διοικητή της. Υπέδειξαν μάλιστα και σημείο του κάστρου από το οποίο θα μπορούσαν να εισέλθουν οι επιτιθέμενοι προκειμένου να το καταλάβουν. Ωστόσο, οι Σουλιώτες ολιγώρησαν με αποτέλεσμα να χαθεί η ευκαιρία καθώς η πόλη ενισχύθηκε με νέα στρατεύματα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα όσα αποκαλύπτει η αλληλογραφία του Άγλλου προξένου που βρισκόταν στην πόλη εκείνη την περίοδο. Καταρχάς, πληροφορούμαστε ότι πρόκριτοι της πόλης κρατούνταν ως όμηροι των Οθωμανών ενώ οι Έλληνες κάτοικοι είχαν αφοπλιστεί. Παράλληλα, όμως, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης βρισκόταν σε αβεβαιότητα και φοβόταν μια ενδεχόμενη κατάληψη της Πρέβεζας, με αποτέλεσμα να αποφεύγει εχθρικές ενέργειες κατά των χριστιανών, όπως άλλωστε τους είχαν προειδοποιήσει και οι επαναστάτες, που είχαν φτάσει στα πρόθυρα της πόλης, καταλαμβάνοντας το Μιχαλίτσι.
Ενώ οι Σουλιώτες επιχειρούσαν στην στεριά της ευρύτερης περιοχής της Πρέβεζας, σποραδικές πολεμικές ενέργειες αναπτύσσονταν και στη θάλασσα, τόσο στο Ιόνιο όσο και στον Αμβρακικό. Από τον Ιούνιο του 1821 δραστηριοποιούνταν ελληνικά σκάφη εντός του κόλπου με κάποιες αξιοσημείωτες επιτυχίες, όπως την βύθιση ενός εχθρικού σκάφους ή την σύλληψη ψαροκάικου από την περιοχή Σκαφιδάκι της Πρέβεζας και τη διακοπή της επικοινωνίας της πόλης, ενέργειες που προφανώς σκόπευαν στην τροφοδοσία των επαναστατών αλλά και στην επίδειξη ισχύος προς τους Οθωμανούς. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους τελευταίους να φέρουν τρία οπλισμένα σκάφη, ανεβάζοντας σε έξι την ναυτική τους δύναμη εντός του κόλπου. Λίγο αργότερα ανέλαβε δράση στο πλευρό των Ελλήνων ο Κορσικανός ναυτικός Antonio Passano που προηγουμένως βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά.
Από τον Ιανουάριο του 1822 η ναυτική δράση στον Αμβρακικό εντάθηκε με νηοψίες και συλλήψεις πλοίων ενώ στις αρχές Ιουνίου ο στολίσκος ανέλαβε και την μεταφορά πολεμοφοδίων των Ελλήνων ενόψει της εκστρατείας στο Πέτα. Ωστόσο, λίγες μέρες πριν τη μάχη εκεί, και προκειμένου οι Οθωμανοί να ανακτήσουν τον έλεγχο του κόλπου, ετοίμασαν τρεις μεγάλες κανονιοφόρους στην Πρέβεζα οι οποίες στάλθηκαν προς καταδίωξη των ελληνικών πλοίων. Ο Passano επιχείρησε να στήσει ενέδρα σε ένα από αυτά, χωρίς ωστόσο, θετικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, μάλιστα, οι ναυτες του και ο ίδιος συνελήφθη. Οι αιχμάλωτοι, μεταφέρθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Πρέβεζα όπου εκτελέστηκαν δύο τραυματίες ναύτες. Επακόλουθο της εξέλιξης αυτής ήταν η διακοπή της θαλάσσιας επικοινωνίας και του ανεφοδιασμού των ελληνικών δυνάμεων σε Ήπειρο και Ακαρνανία. Η ήττα στο Πέτα και αργότερα η συνθηκολόγηση των Σουλιωτών, τερμάτισε τον αγώνα στην Ήπειρο, μετατοπίζοντας νοτιότερα την ελληνική παρουσία.
Από τότε και μέχρι το 1828, παρατηρείται πλήρης κυριαρχία των Οθωμανών στον Αμβρακικό, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται ως θαλάσσια οδός για την μεταφορά του στρατού τους και πολεμοφοδίων για τις επιχειρήσεις τους στη Δυτική Ελλάδα, καθιστώντας την Πρέβεζα βάση ανεφοδιασμού αλλά και καταφύγιο για τα στρατεύματα τους, όταν η έκβαση των πραγμάτων δεν ήταν θετική για αυτούς. Η είσοδος των οθωμανικών στρατευμάτων στην πόλη αποτελούσε σημαντική επιβάρυνση και απειλή για τους Έλληνες κατοίκους της, ιδιαίτερα στις αρνητικές για τους κατακτητές συγκυρίες μιας ήττας. Αναφέρουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μετά την αποτυχία της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου από τον Ομερ Βρυώνη και τον Κιουταχή, οι τελευταίοι ήρθαν στην Πρέβεζα στις αρχές του 1823 με τα στρατεύματά τους, γεγονός που ανησύχησε όχι μόνο τους Έλληνες και τους ξένους χριστιανούς, αλλά και τους ίδιους τους μουσουλμάνους της πόλης. Από αναφορές του προξένου του Παπικού Κράτους πληροφορούμαστε ότι οι στρατιώτες των παραπάνω αξιωματούχων προξένησαν ταραχές στην πόλη επειδή ήταν απλήρωτοι.
Από πλευράς πάντως των Ελλήνων επαναστατών, η σημασία της ανάκτησης του ελέγχου του Αμβρακικού και των κομβικών πόλεων, όπως η Πρέβεζα, αποτελούσε θεωρητικό στόχο που διατυπωνόταν κατά καιρούς σε εισηγήσεις προς την ελληνική διοίκηση. Έτσι, εντοπίζουμε προτάσεις από πολιτικούς της Δυτικής Ελλάδας στις οποίες υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα ανάληψης δράσης στον Αμβρακικό με στόχο τον ναυτικό αποκλεισμό της Πρέβεζας καθώς χρησιμοποιείτο ως κέντρο ανεφοδιασμού του εχθρού.
Κατά την περίοδο από το 1824 και ως τα μέσα του 1825 παρατηρούνται πρωτοβουλίες για την επέκταση της επαναστατικής κίνησης στην Ήπειρο και την λήψη δανείου για την υποστήριξη της. Οι σχετικές ζυμώσεις ξεκίνησαν στην Ήπειρο. Ετσι, επιτροπή από κατοίκους των ηπειρωτικών πόλεων, ανάμεσά τους και της Πρέβεζας, προσπαθούσε να προωθήσει την ιδέα της ανάληψης δράσεων για την επέκταση της επανάστασης στην Ήπειρο σχεδιάζοντας επίθεση κατά της Πρέβεζας. Για αυτόν το λόγο είχαν γίνει συζητήσεις με οπλαρχηγούς της περιοχής, ανάμεσά τους και με τον Γιαννάκη Γεωργίου, στον οποίο αναφερθήκαμε και προηγουμένως. Στη συνέχεια, η επιτροπή προσέγγισε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος γνωστοποίησε τα σχετικά σχέδια για την Πρέβεζα στο Εκτελεστικό, δηλαδή την κυβέρνηση, η οποία αρχικά δεν απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο, αλλά αργότερα απέκλεισε κάθε σχετική συζήτηση. Παρόλα αυτά, οι Ηπειρώτες και ο Μαυροκορδάτος δεν εγκατέλειψαν την ιδέα, συγκροτήθηκαν μάλιστα και ερανικές επιτροπές, μία στο Μεσολόγγι και μια στο Ναύπλιο στην οποία συμμετείχε και ο Πρεβεζάνος Ιωάννης Γενοβέλης. Μια από τις πρωτοβουλίες της επιτροπής του Μεσολογγίου με την ουσιαστική σύμπραξη του Μαυροκορδάτου ήταν η διαπραγμάτευση δανείου με στόχο την κάλυψη εξόδων ξένου μισθοφορικού στρατεύματος που θα επιχειρούσε στην Ήπειρο. Η υπόθεση αυτή εξελισσόταν παράλληλα με την προσπάθεια σύναψης δανείου στο Λονδίνο από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να υπάρξει πολιτική διαφωνία για το δάνειο της ηπειρωτικής επιτροπής, με κύριο πολέμιο τον Κωλέττη, που μετείχε τότε στο Εκτελεστικό. Το Εκτελεστικό τελικά δεν ενέκρινε τις ενέργειες για αυτό το δάνειο και έτσι η υπόθεση ναυάγησε.
Το 1826 η Πρέβεζα βίωσε ξανά τον αντίκτυπο των πολεμικών εξελίξεων καθώς στην πόλη συνέρρευσαν αιχμάλωτοι, κυρίως γυναικόπαιδα, που αιχμαλωτίστηκαν από τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν κάτοικοι των πόλεων Αιτωλικό και Μεσολόγγι που έπεσαν εκείνην τη χρονιά. Βέβαια, παρουσία σκλάβων μαρτυρείται και τα προηγούμενα χρόνια, το 1826 όμως φαίνεται ότι έχουμε μαζική εισροή και πώληση ανθρώπων στην πόλη. Μπροστά σε αυτό το ανθρωπιστικό δράμα, οι Πρεβεζάνοι δεν έμειναν ασυγκίνητοι, όπως μας πληροφορεί τόσο η τοπική προφορική παράδοση, που πέρασε στην πρεβεζάνικη βιβλιογραφία, όσο και γραπτά τεκμήρια που αποδεικνύουν την απελευθέρωση σκλάβων ή τη συγκέντρωση χρηματικών ποσών είτε για αυτόν τον σκοπό είτε για άλλους, φαινομενικά άσχετους λόγους. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή και από προηγούμενες χρονιές της Επανάστασης, όπως το 1823, οπότε επιτροπή προεστών της πόλης ζήτησε από το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου το ποσό των 800 γροσίων για την εξαγορά μιας γυναίκας και των τριών παιδιών της.
Την επόμενη χρονιά, δηλαδή το 1827, κυριαρχούν ως γεγονότα η συνθήκη των τριών δυνάμεων Αγγλίας – Γαλλίας – Ρωσίας και η συνακόλουθη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ο αντίκτυπος των γεγονότων αυτών έγινε αισθητός και στην Πρέβεζα. Η διάδοση της είδησης της συνθήκης θορύβησε τους Τούρκους της πόλης που εξοπλίστηκαν ενώ παράλληλα απαγορεύτηκε στους Έλληνες η κυκλοφορία μετά τη δύση του ηλίου. Η είδηση της ναυμαχίας επέφερε μεγαλύτερο εκνευρισμό και απειλή για τους χριστιανούς, αυτήν τη φορά και για τους υπηκόους των ξένων δυνάμεων.
Το 1828 χαρακτηρίζεται από την έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων στον Αμβρακικό. Τα πολεμικά γεγονότα αυτής της περιόδου εντάσσονται σε έναν ευρύτερο πολιτικό-στρατιωτικό σχεδιασμό του διαπρεπούς πολιτικού και έμπειρου διπλωμάτη Ιωάννη Καποδίστρια που αποσκοπούσε στην ενσωμάτωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης στο ελληνικό κράτος, η τύχη του οποίου αποτελούσε αντικείμενο διπλωματικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, ο Κυβερνήτης ήθελε να διαμορφώσει τετελεσμένα και για αυτό διαπιστώνουμε την πραγματοποίηση εκτεταμένων επιχειρήσεων στην Ανατολική και Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Η προετοιμασία για τις επιχειρήσεις στον Αμβρακικό ξεκίνησε από τον Μάρτιο του 1828 οπότε και αποφασίστηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της Πρέβεζας από μοίρα με επικεφαλής τον αντιναύαρχο Γεώργιο Σαχτούρη. Παράλληλα όμως, ικανός αριθμός σκαφών θα έπρεπε να διατεθεί στην υπηρεσία του αρχιστράτηγου Richard Church, διοικητή των επιχειρήσεων στη Δυτική Ελλάδα. Επικεφαλής της ναυτικής δύναμης που θα επιχειρούσε στον Αμβρακικό ορίστηκε ένας παλιός γνώστης της περιοχής, ο Passano, ο οποίος είχε στη διάθεσή του έναν στολίσκο από τα δύο ατμοκίνητα Καρτερία και Επιχείρησις, μια γολέτα, εφτά κανονιοφόρους, μια τράτα και εννιά μίστικα. Τα μίστικα αποτελούν είδος πλοίου, και με τη λέξη αυτή πέρασαν στη συλλογική μνήμη των Πρεβεζάνων οι ναυτικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησε ο παραπάνω στόλος. Είναι γνωστό άλλωστε το δημοτικό τραγούδι «στον καιρό με τα μίστικα» που αναφέρεται σε αυτήν την περίσταση και όχι στην εποχή της απελευθέρωσης της Πρέβεζας το 1912.
Ο σχεδιασμός του Church προέβλεπε διπλή πολεμική ενέργεια: ο στόλος θα έπρεπε να εκβιάσει την είσοδο στον Αμβρακικό ενώ παράλληλα στην ξηρά τα στρατιωτικά σώματα, σε δύο τμήματα, θα κατευθυνόταν αφενός προς το Άκτιο και αφετέρου προς το Λουτράκι. Ο Passano ήταν αντίθετος αρχικά στο σχέδιο εισόδου στον Αμβρακικό Κόλπο χαρακτηρίζοντας το στενό πέρασμα ως Μικρά Δαρδανέλια λόγω και της παρουσίας των οχυρώσεων στην ακτογραμμή. Τελικά ανέλαβε το εγχείρημα αλλά οι δύο πρώτες προσπάθειες εισόδου ήταν ανεπιτυχείς. Την ίδια στιγμή όμως, η έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη στεριά εξελίσσονταν θετικότερα αναπτερώνοντας το ηθικό των πληρωμάτων. Έτσι, επιχειρήθηκε νέα είσοδος στον Αμβρακικό στις 21 Σεπτεμβρίου χωρίς την συμμετοχή του Passano. Υπό την υποστήριξη των βολών των ατμοκίνητων Καρτερία και Επιχείρησις οι Έλληνες ναυτικοί κατόρθωσαν να εισέλθουν στον κόλπο με 5 σκάφη και με πλοιάρχους του Ανδρέα Τενεκέ, Ανδρέα Κωφό, Αν. Παρασκευά, Γεώργ. Θεοχάρη και Κων. Θεοφίλη. Οι ελληνικές απώλειες περιορίστηκαν στον θάνατο του Κωφού, ενώ υπήρξαν και τρεις τραυματίες, ανάμεσά τους ο Τενεκές και ο αδελφός του.
Εντός του κόλπου τα ελληνικά σκάφη πραγματοποίησαν βολές κατά της πόλης και των εχθρικών πολεμικών σκαφών εκ των οποίων το ένα βυθίστηκε, ενώ ένα δεύτερο, καταλήφθηκε με έφοδο. Αφού εξουδετερώθηκε κάθε άλλη αντίσταση, κυριεύτηκαν και όλα τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι της Πρέβεζας, 43 συνολικά. Ο Church σε αναφορά του προς τον Καποδίστρια για το παραπάνω κατόρθωμα εξήρε την γενναιότητα των αξιωματικών και ναυτών σημειώνοντας τη δυσκολία του εγχειρήματος.
Στις 27 Νοεμβρίου και υπό την διοίκηση πλέον του Αντωνίου Κριεζή, που είχε αντικαταστήσει τον Passano, επαναλήφθηκε το κατόρθωμα της παραβίασης της εισόδου του κόλπου από τέσσερα μίστικα με πλοιάρχους τους Δημήτριο Τενεκέ, Γεώργιο Περδίκη, Ιωάννη Σπαχή, και Ανδρέα Μάρα. Αυτήν τη φορά οι Οθωμανοί ήταν περισσότερο προετοιμασμένοι και παρέταξαν 4 σκάφη στο στόμιο του κόλπου ενώ ενίσχυσαν και τα πυροβολεία στις ακτές. Εντούτοις, και παρά τον αντίθετο άνεμο που υποχρέωσε τα πληρώματα να χρησιμοποιήσουν τα κουπιά, οι Έλληνες πλοίαρχοι κατόρθωσαν να εισέλθουν στον κόλπο, με τη βοήθεια και ενός ντόπιου ναυτικού ως οδηγού, ονόματι Θεοδώρου Γιώτη που αυτομόλησε και προσήλθε στο ελληνικό στρατόπεδο.
Έτσι, τα τέλη του 1828 η ελληνική ναυτική παρουσία είχε ήδη εδραιωθεί στον Αμβρακικό κόλπο και πέρα από την διακοπή της επικοινωνίας των οθωμανικών φρουρών είχε ως πρόσθετο αποτέλεσμα την ενίσχυση των υπόλοιπων επιχειρήσεων του στρατού ξηράς στην ευρύτερη περιοχή και πιο συγκεκριμένα στην Κορωνησία και στη Βόνιτσα. Παράλληλα, το ελληνικό ναυτικό πραγματοποιούσε και επιθέσεις κατά του λιμανιού της Πρέβεζας, κατορθώνοντας να αιχμαλωτίσει εχθρικά πλοία. Σε μια από αυτές, τον Ιανουάριο του 1829, συνελήφθη ο διοικητής του εχθρικού στολίσκου, αλλά φονεύτηκε και ο Έλληνας πλοίαρχος Δημήτριος Τενεκές.
Τον Αύγουστο του 1829 μαρτυρούνται διαπραγματεύσεις μεταξύ των διοικητών δύο φρουρίων της Πρέβεζας (του Παντοκράτορα και του Αγίου Γεωργίου) και του Κριεζή σχετικά με το ενδεχόμενο παράδοσης των φρουρίων της πόλης στους Έλληνες έναντι καταβολής χρηματικού τιμήματος.
Τα ονόματα των Ελλήνων πλοιάρχων που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της περιόδου 1828-1829 παραμένουν σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοινό της Πρέβεζας, όπως άλλωστε και μια σειρά ονομάτων Πρεβεζάνων αγωνιστών, οι οποίοι δεν καταγράφονται στα έργα της τοπικής ιστοριογραφίας. Αντίστοιχα, εμφαντική είναι και η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στον δημόσιο χώρο της πόλης, είτε σε επίπεδο μνημείου, είτε έστω σε επίπεδο οδωνυμίου. Έτσι, το μέχρι τώρα τοπικό πάνθεο ηρώων, αγωνιστών και προσώπων που συνέβαλαν στην Ελληνική Επανάσταση εμφανιζόταν αρκετά περιορισμένο στα ήδη γνωστά ονόματα πρωταγωνιστικών μορφών του Αγώνα όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Πρόσφατες έρευνες ανέσυραν από τη λήθη μια πλειάδα ονομάτων Πρεβεζάνων αγωνιστών. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τρία δικά μας δημοσιεύματα στα οποία παρατίθενται στοιχεία για τους παρακάτω Πρεβεζάνους, που εδώ θα αναφέρουμε μόνο ονομαστικά: ο Βασίλειος Αδάμης, ο Ιωάννης Αδάμης και ο γιος του Διονύσιος, ο Σταμούλης Αθανασίου, ο Βασίλειος Βασιλείου, ο Θεόδωρος Βουρκόλακας, ο Αθανάσιος Γάτος, ο Γεώργιος Γιαννίτζης, ο Ιωάννης και ο γιος του Μιχαήλ Γκούστης, ο Χρήστος Καγκιούζης και οι γιοι του Γιάννης και Κώστας, ο Αθανάσιος Γεωργίου Καζαντσής, ο Γ. Σ. Καλός, ο Αντώνιος Μποναπαρτάκης και ο Αναστάσιος Τζόγιας προστίθενται πλέον στα ονόματα άλλων αγωνιστών που ήταν ήδη γνωστά στην πρεβεζάνικη βιβλιογραφία, όπως οι αδελφοί Αλέξης και Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος, ο Ιωάννης Γενοβέλης, ο Πάνος Ντάρας και ο Χρήστος Πρεβεζάνος. Φυσικά ο κατάλογος των Πρεβεζάνων Αγωνιστών δεν εξαντλείται στους παραπάνω και σίγουρα μια λεπτομερέστερη έρευνα θα φέρει στο φως περισσότερα ονόματα.
Ωστόσο, η συμμετοχή μιας περιοχής και των κατοίκων της δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα εκείνα που αγωνίστηκαν στα πεδία των μαχών. Εκτείνεται και σε εκείνους που με διάφορους τρόπους υπηρέτησαν τον Αγώνα, είτε προσφέροντας ανθρωπιστική βοήθεια και εξαγορά σκλαβωμένων Ελλήνων και Ελληνίδων, όπως ήδη είπαμε, είτε με την παροχή πληροφοριών, είτε με την οικονομική τους συνεισφορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα παροχής οικονομικής συνδρομής στην Επανάσταση αποτελεί ο εγκατεστημένος στην Κέρκυρα Πρεβεζάνος έμπορος Ιωάννης Κεφαλάς, ο οποίος μετείχε στην εφορία της Φιλικής Εταιρείας στο νησί και με δικά του έξοδα εξόπλισε και απέστειλε στην Ήπειρο τους εγκατεστημένους εκεί Παργινούς και Σουλιώτες.
Μια άλλη πτυχή συμμετοχής των κατοίκων της Πρέβεζας στον Αγώνα έγκειται στη μετάδοση πληροφοριών στρατιωτικού ενδιαφέροντος στους επαναστατημένους Έλληνες. Είναι περιττό να αναφέρουμε τη σημασία της έγκαιρης και έγκυρης πληροφόρησης για τις κινήσεις του αντιπάλου σε κάθε πολεμική σύγκρουση. Οι πληροφορίες μεταδίδονταν σε Έλληνες οπλαρχηγούς είτε μέσω επιστολών που στάλθηκαν απευθείας σε αυτούς, είτε δια ζώσης, από πρόσωπα που μετακινούνταν από την Πρέβεζα προς τις επαναστατημένες περιοχές. Οι επιστολές αυτές, όπως και οι αυτοπρόσωπες ενημερώσεις, αποτελούν μέρος της συμβολής των Πρεβεζάνων στην Ελληνική Επανάσταση, στην κοινή προσπάθεια για την ελευθερία και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Δυστυχώς, τα ονόματα των πληροφοριοδοτών δεν είναι γνωστά.
Μπορεί όλοι οι παραπάνω άγνωστοι ή λησμονημένοι ήρωες να μην έχουν την αίγλη των μεγάλων αγωνιστών που τα ονόματά τους τα κατέγραψε η Ιστορία, ακόμα και αν κάποιοι από αυτούς έλαβαν πολιτικά ή στρατιωτικά αξιώματα. Είναι όμως αυτοί που αποτέλεσαν την βάση του Αγώνα, επανδρώνοντας τα ένοπλα σώματα των ηγετών τους και μεγάλων ηρώων της Επανάστασης, είναι οι άνθρωποι εκείνοι που αγωνίστηκαν με το καριοφίλι ή με άλλους τρόπους για την ελευθερία του έθνους και για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, χωρίς να έχουν την τύχη να δουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους να περικλείεται σε αυτό. Οι Πρεβεζάνοι θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1912 για να δουν την εθνική τους αποκατάσταση την οποία οραματίζονταν μετά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μιας και οι συγκυρίες το έφεραν να βρίσκονται ακριβώς στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σήμερα, τιμώντας την Ελληνική Επανάσταση οφείλουμε να εντείνουμε τις προσπάθειες μας να φέρουμε στο φως τα στοιχεία εκείνα που συσχετίζουν την πόλη με τα ευρύτερα πολεμικά γεγονότα της εποχής και αποδεικνύουν την συμβολή της Πρέβεζας και των κατοίκων της στον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Σε αυτήν την διαδικασία όμως δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και τους υπόλοιπους Έλληνες αγωνιστές που πολέμησαν στην Πρέβεζα, κάποιοι μάλιστα από τους οποίους θυσιάστηκαν εδώ. Και ίσως κάποια στιγμή, θα πρέπει η πόλη να σκεφτεί να τιμήσει όλους αυτούς τους μέχρι πρότινος άγνωστους αγωνιστές στο δημόσιο της χώρο.
Σπύρος Σκλαβενίτης
Αρχειονόμος, δρ. Ιστορίας, προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας