Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Προφοφικές μαρτυρίες ζώντων, που συνελήφθησαν από τους Γερμα-νούς στις 18.09.1943 και απελευθερώθηκαν στις 24.09.1943.
– Ηλίας Κωστούλας (Ιωάννινα)
Ο Ηλίας Κωστούλας γεννήθηκε στην Τ. Κ. Πλακωτή. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Κίτσου από τον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου. Υπήρξε λαδέμπορος και εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα. ( Βλ. Δήμητρα Αθανασίου – Μώκου : « Η Πλακωτή και οι Πλακατιώτες », Πλακωτή 2010 ), σελ.182 :
« Εμάς μάς έπιασαν οι Γερμανοί το Σάββατο το πρωί στα Σιαμέτια. Πηγαίναμε στην αγορά της Παραμυθιάς, για να ψωνίσουμε για τα σπίτια μας. Από το χωριό μου και από τις Πέντε Εκκλησιές ήμασταν δώδεκα άτομα, ένα μπουλούκι. Πίσω έρχονταν κι άλλα μπουλούκια.
Μόλις φτάσαμε πιο πάνω από τα Σιαμέτια, μάς σταμάτησαν οι Γερ-μανοτσάμηδες. Την ώρα αυτή τα μπουλούκια, που έρχονταν από πίσω, όταν είδαν ότι εμάς μάς έπιασαν, γύρισαν αμέσως πίσω. Από τα Σιαμέτια μάς πήγαν στην Παραμυθιά. Εκεί δώδεκα άτομα, όλο το μπουλούκι, όκτώ άντρες και τέσσερις γυναίκες, μάς έκλεισαν σε μια αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου. ΄Ο,τι πράγματα είχαμε πάνω μας, μάς τα πήραν. Μάς είπαν, όμως, ότι θα μας τα δώσουν πίσω. Εκεί μάς ανάκριναν. Μάς ρωτούσαν μήπως ερχόμασταν στην Παραμυθιά για να ψωνίσουμε για τους Αντάρτες. Στις ανακρίσεις ήταν ο Μαζάρ Ντίνο μαζί με τον αδερφό του το Νουρί. Στο Δημοτικό Σχολείο φέρανε αργότερα κι άλλα άτομα, κάπου ογδόντα, άντρες και γυναί-κες. Τα άτομα αυτά ήταν : Από το Βλαχώρι κάποιος Αναγνωστό-πουλος, αδερφός του γιατρού Αναστάση Αναγνωστόπουλου. Από την Πετροβίτσα η γυναίκα του Γάκη Κάλλη. Από τη Λαμπανίτσα σαράντα άτομα περίπου και από το Πόποβο μερικές γυναίκες. Εκεί
στο Δημοτικό Σχολείο συναντήσαμε και πεντέξι αιχμάλωτους Βελ-λιανίτες. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Τσίλης Μπίκας[1] με τον οποίο εγώ γνωριζόμουν από το στρατό. Υπηρετούσαμε στρατιώτες στο 627 Τάγμα. Σήμερα θα κοντεύει τα ενενήντα. Δεν ξέρω αν ζει.
Την άλλη μέρα Κυριακή, στις τρεις η ώρα το απόγευμα, ήρθε στην αίθουσα που μας είχαν κλεισμένους ένας Γερμανός, κρατώντας στα χέρια του μια κατάσταση με ονόματα. Μαζί του είχε κι έναν Τούρκο διερμηνέα.
- Μάστε τα πράγματά σας, μάς είπε.
΄Υστερα διάβασε πέντε ονόματα από την Πλακωτή και ένα από τις Πέντε Εκκλησιές. Εδώ έγινε κάποιο λάθος με τα ονόματα Γεωργίου Λάμπρος και Λάμπρου Γεώργιος. Αντί να πάρουν μαζί τους τον Γεωργίου Λάμπρο, πήραν τον Λάμπρου Γεώργιο. Τα πέντε αυτά άτομα τα πήρε μαζί του, χωρίς να τους πει που τα πάει. Μετά από μισή ώρα ακούσαμε κάτω από το Δημοτικό Σχολείο, σε απόσταση πενήντα μέτρων, πυροβολισμούς. Εγώ βγήκα στην αυλή του Σχο-λείου. Δεν μας είχαν κλειδωμένους. Εκεί είδα το γερμανικό απόσπα-σμα, δέκα περίπου στρατιώτες που έρχονταν από κάτω. Κρατούσαν ένα πολυβόλο και μερικοί γελούσαν. Αργότερα μάθαμε ότι τα άτομα που σκότωσαν ανήλθαν σε 9. Ανάμεσά τους ήταν και δυο από τη Λαμπανίτσα, ένας γέροντας 75 χρόνων μ’ ένα παιδί που πλησίαζε τα 15. Επίσης σκότωσαν και μια γριά από το Πόποβο, την Τσίλη Κουτούπαινα.
Εμάς μάς κράτησαν στην Παραμυθιά έξι μέρες. Κάθε μέρα μάς πήγαιναν πίσω στο Γαλατά ως την εκκλησία της ΄Αγιας Κυριακής και ανοίγαμε με κασμάδες και φτυάρια δεξιά από το δρόμο χα-ντάκια.. Το βράδυ μάς έφερναν πίσω στο Δημοτικό Σχολείο. Η αί-θουσα που κοιμόμασταν ήταν γεμάτη ψείρες. Φαγητό μάς έδιναν οι Γερμανοί κι ο Δήμαρχος (σ.σ. Πρόεδρος) της Παραμυθιάς. Μάς έφερναν ένα καζάνι πότε με πατάτες και πότε με κριθαράκι ή μακαρόνια. Δεν μπορούσαμε όμως να φάμε, γιατί ήταν γεμάτο με μύγες. Εγώ γνώριζα κάποιο Μάνο από την Παραμυθιά. Είχε ένα μικρό μαγειρείο. Αυτός κρυφά μου ’φερνε πού και πού φαγητό.
Την Πέμπτη 23.09.1943 ένας στρατιώτης μάς είπε :
- « Domani Mama. Domani ».
Εμείς με το Domani καταλάβαμε ότι την άλλη μέρα θα μας άφηναν ελεύθερους. Πράγματι το πρωί της Παρασκευής μας απελευθέρω-σαν, αφού μας έδωσαν πίσω ό,τι πράγματα μάς είχαν πάρει. Εμένα όμως έλειπαν από το πορτοφόλι, σχεδόν, όλα τα λεφτά. Όταν τους εξήγησα ότι σας έδωσα περισσότερα χρήματα, μού απάντησαν :
– Τ’ άλλα, έλα αύριο να τα πάρεις.
Δεν ξαναγύρισα. Χαλάλι τους τα λεφτά που μου κράτησαν. Πόλεμος ήταν. Αν επέμενα, μπορεί και να με σκότωναν.
Φεύγοντας, μάς έδωσαν ένα χαρτί, στο οποίο έγραφαν το δρόμο που έπρεπε να πάρουμε, για να επιστρέψουμε στα χωριά μας. Εμείς, που ήμασταν από τα χωριά Πετροβίτσα, Πλακωτή και Πέντε Εκκλησιές πήραμε το δημόσιο δρόμο του Μεταξά, Παραμυθιά – Γιάννενα. Οι άλλοι που ήταν από τη Λαμπανίτσα και Πόποβο, πήραν το δρόμο για τη Σκάλα της Παραμυθιάς. Όταν όμως έφθασαν πάνω από τα Σιαμέτια, άρχισε μεγάλη μάχη και χωρίστηκαν. ΄Αλλοι έκαναν το λάκκο κάτω κι άλλοι τον λάκκο πάνω προς τη Σκάλα. Γλίτωσαν όμως και δε σκοτώθηκε κανένας.
Εμείς, φθάνοντας στον Πλάτανο του Αράπη, συναντήσαμε τον Τούρκο Μουσάτη Εσίτη από την Πετροβίτσα. Κρατούσε μια αρα-βίδα. Γνώριζε πολλούς από μας και πολλούς απ’ αυτούς που είχαν σκοτώσει στο Δημοτικό Σχολείο. Αυτός μάς βοήθησε.
- Μην πάτε από το δημόσιο δρόμο, μάς είπε. Στρίψτε το μονοπάτι δεξιά και βγείτε στον παλιό δρόμο.
Τον ακούσαμε. Προχωρώντας, φθάσαμε στην Τσουρίλα (Καλλιθέα) κι από κει στα χωριά μας. … »
– Σταματία Μώκου, σύζυγος του Λάζαρου Χαλιάσου (Παραπόταμος)
Η Σταματία Μώκου – Χαλιάσου κατάγεται από την Τ. Κ. Ελαταριά ( Λαμπανίτσα ) του Δήμου Σουλίου. Στις 18.09.1943 συνελήφθη στον ΄Αι Δονάτο (Σιαμέτια) της Παραμυθιάς από τους Γερμανούς και τους Αλβανοτσάμηδες. ΄Εζησε από κοντά την εκτέλεση των Εννέα Επαρχι-ωτών και παρέμεινε αιχμάλωτη στην Παραμυθιά έξι μέρες :
« Το Σάββατο το πρωί 30 χωριανοί (28 γυναίκες και 2 άντρες) ξεκινήσαμε από την Λαμπανίτσα για να πάμε στο παζάρι της Παρα-μυθιάς. Εγώ ήμουν η μικρότερη κοπέλα. Είχε κι άλλες, αλλά ήταν μεγαλύτερες. Η μάνα μου, επειδή δεν είχε ζώο, είχε φορτωθεί μ’ ένα τσουβάλι πατάτες. Σ’ εμένα είχε δώσει ένα μικρό σακούλι. Πήραμε το δρόμο Λαμπανίτσα – ΄Ανω Σέλλιανη – Παραμυθιά, επειδή ήταν πλησιέστερος από το δρόμο της Σκάλας. Στη ΄Ανω Σέλλιανη συνα-ντήσαμε τον Πρόεδρο του χωριού. Αν και οι Γερμανοί τού είχαν πει, το Σάββατο να μην περάσει κανένας για την Παραμυθιά, αυτός δε μάς είπε τίποτε. Μετά τη Σέλλιανη ανταμώσαμε με τους Πλακω-τιώτες. Πήγαιναν κι αυτοί για το παζάρι της Παραμυθιάς. Ένας απ’ αυτούς, δυο μέτρα ψηλός, είπε στη μάνα μου :
- Και τώρα πού πάμε μωρ Τσιέβω;
- Τι μάρι τι τομάρι, του απάντησε.
Όταν φθάσαμε κοντά στη Μεγάλη βρύση, πάνω από τα Σιαμέτια, είδαμε τους Γερμανούς. Ο χωριανός μας ο Γκέλη Σιαμάντης είχε μια μαύρη σακούλα με λεφτά. Τη σακούλα αυτή προσπάθησε να τη δώσει στη μάνα μου. Η μάνα μου όμως αρνήθηκε να την πάρει. Το ίδιο έκαναν και οι άλλες χωριανές. Μόλις φτάσαμε στη βρύση, μας έπιασαν οι Γερμανοί με τους Τούρκους. Μας έκαναν αμέσως έρευνα παντού. Εγώ είχα πλεγμένα τα μαλλιά κοτσίδες. Οι Τούρκοι μ’ έβαλαν και τις έλυσα, για να δουν μήπως είχα μέσα κάτι κρυμμένο. Εκεί ήρθαν και γυναίκες από το Πόποβο, φορτωμένες με ζαλίκια ξύλα (σκάρπες). Τα πήγαιναν για να τα πουλήσουν στην Παραμυθιά. ΄Αρχισαν να τις χτυπάν με τον υποκόπανο των όπλων. Στη συνέχεια, αφού μάς πήραν ό,τι είχαμε μαζί μας, μάς έκλεισαν όλους σε μια αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου της Παραμυθιάς. Στο πάτωμα ήταν σχισμένες πολλές παλιές εφημερίδες. Τους άντρες άρχισαν να τους ανακρίνουν. Η μάνα μου φοβόταν μήπως ανακρίνουν κι εμένα και πω τίποτε για τον πατέρα που είχε όπλο και ήταν Αντάρτης. Ευτυχώς όμως δεν με ανάκριναν.
Την άλλη μέρα πήραν εννιά άτομα και τους εκτέλεσαν κάτω από το Σχολείο. Εμείς ακούσαμε τους πυροβολισμούς και κάναμε το σταυρό.
Τη Δευτέρα εφτά γυναίκες ανάμεσα στις οποίες ήμουν κι εγώ με τη μάνα, μας έβαλαν και καθαρίζαμε τις αυλές των σπιτιών του Μαζάρ Ντίνο και άλλων Τούρκων. Μια μέρα ο Μαζάρ Ντίνο μού ’δωσε μια σκούπα για να σκουπίσω. Η μάνα μου, που δε φοβόταν κανένα, αγρίεψε.
– Τι κάνεις εκεί; τού ’πε. Στο μωρό δίνεις σκούπα, να σκουπίσει;
Ο Μαζάρ την πήρε πίσω, χωρίς να απαντήσει.
Μια άλλη μέρα πήγαμε πάλι να καθαρίσουμε την αυλή του σπιτιού του Μαζάρ Ντίνο. Το σπίτι του ήταν μεγάλο και ψηλό. Απ’ έξω περίμεναν για ανάκριση πεντέξι άντρες. Η μάνα μου, αφού κουβέ-ντιασε για λίγο μαζί τους, μάς είπε :
– Οι άντρες που κάθονται έξω είναι από τη Βέλλιανη. Περιμένουν να τους ανακρίνουν. Θα τους σκοτώσουν τους καημένους. Κρίμα.
Οι άλλοι φυλακισμένοι από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν στο δρόμο.
Τις μέρες που ήμασταν φυλακισμένοι, ο Δήμαρχος (σ.σ.Πρόεδρος) της Παραμυθιάς μάς έφερνε κάθε βράδυ ψωμί, τυρί κι ελιές. Μας έδινε κουράγιο. Μη φοβάστε, μάς έλεγε, δε θα πάθετε τίποτε. ΄Ηταν πολύ καλός. Μας έφερναν κι οι Γερμανοί μακαρόνια σε μεγάλο καζάνι, αλλά δεν μπορούσαμε να τα φάμε.
Την Παρασκευή μάς έδωκαν ένα χαρτί και μάς είπαν :
– Φύγετε για τα χωριά σας. Μη μείνετε όμως πολύ στην Παραμυθιά, γιατί θα ’χετε προβλήματα.
Φεύγοντας, μόλις φτάσαμε κάτω από τη Σκάλα της Παραμυθιάς, μάς σταμάτησαν Γερμανοί στρατιώτες. Τους δείξαμε το χαρτί και μάς άφησαν να φύγουμε. Προχωρώντας, ακούσαμε πυροβολισμούς. Από τη Σκάλα άρχισαν να μάς φωνάζουν οι Αντάρτες να γυρίσουμε πίσω, γιατί εκεί γινόταν πραγματική μάχη. Εμείς χωριστήκατε. 7 κάναμε το λάκκο κάτω και βγήκαμε στο δρόμο που πήγαινε για τη Σέλλιανη. Πίσω μας έρχονταν Τούρκοι, αλλά δεν μας πρόλαβαν. Οι υπόλοιπες έκαναν το λάκκο προς τα πάνω. Βγήκαν στη Σκάλα της Παραμυθιάς κι από κει μέσα από το χωριό Σαλονίκη έφθασαν στη Λαμπανίτσα. Αργότερα μάθαμε ότι οι Αντάρτες στη Σκάλα είχαν σκοτώσει ένα Γερμανό … ».
– Δήμητρα Αθανασίου – Μώκου, νύφη της συλληφθείσης από τους Γερμανούς Παρασκευής Μώκου :
Η Δήμητρα Αθανασίου είναι σύζυγος του Ηλία Μώκου. Γεννήθηκε στην Πλακωτή του Δήμου Σουλίου, στην οποία και ζει. Οικοκυρά στο επάγγελμα, είναι συγγραφέας του βιβλίου « Η Πλακωτή και οι Πλακω-τιώτες … », Πλακωτή 2010. Αγαπά την παράδοση. ΄Εχει συγκεντρώσει πολλά παλιά αντικείμενα από την αγροτική, κτηνοτροφική και οικιακή ζωή του χωριού της. Οι αρμόδιοι ας εκτιμήσουν τη συλλογή της.
Η πεθερά της Δήμ. Αθ.- Μώκου είχε συλληφθεί από τους Γερμανοτσά-μηδες στον ΄Αι Δονάτο ( Σιαμέτια ) της Παραμυθιάς στις 19.09.1943 :
« Η πεθερά μου η Παρασκευή, γυναίκα του Γιάννη Μώκου κατάγονταν από την Ελαταριά (Λαμπανίτσα). Στις 18 Σεπτέμβρη του 1943, πηγαί-νοντας για τη Παραμυθιά μαζί με την κόρη της και με άλλους χωριανούς της, τούς έπιασαν οι Γερμανοτσάμηδες. Αφού τούς έκαναν γενική έρευνα, τούς έκλεισαν στο Δημοτικό Σχολείο της Παραμυθιάς. Εκεί ώρες τους ανάκριναν. ΄Ηθελαν να μάθουν, αν συνεργάζονταν με τους Αντάρτες.
Την άλλη μέρα Κυριακή μπήκε στην αίθουσα του Σχολείου, που τους είχαν κλεισμένους, ένας Γερμανός. Μόλις άρχισε να διαβάζει δυνατά τα εννιά ονόματα, η πεθερά μου φώναξε μέσα σ’ όλους:
- Παναγιά μου, Παναγιά μου.
Πήρε κοντά της την κόρη της κι άρχισε με το δεξί χέρι να κάνει το σταυρό.
Μετά από λίγο είδε από το παράθυρο τους Εννιά, που είχαν φω-νάξει τα ονόματα, να τους πηγαίνουν κάτω από το Δημοτικό Σχολείο. Εκεί άρχισαν να τους σκοτώνουν με πολυβόλο. Τα δυο αδέρφια ο Μάνθος και ο Βαγγέλης Γεωργίου αρπάχτηκαν αγκαλιά. ΄Ετσι αγκαλιασμένους τα βρήκαν οι σφαίρες. Οι γυναίκες των αδερ-φών Γεωργίου την εποχή της εκτέλεσής τους ήταν έγκυες και απέ-κτησαν αργότερα …
Μετά την εκτέλεση των Εννιά, όσοι παρέμειναν στη ζωή, τους έστελναν για δουλειά. Την πεθερά μου μαζί με άλλες γυναίκες και την κόρη της, τις έβαλαν στην Παραμυθιά και καθάριζαν τις αυλές των σπιτιών του Μαζάρ Ντίνου και άλλων μεγάλων Τούρκων. Όταν το βράδυ τελείωναν το καθάρισμα, οι Τουρκοτσάμηδες τις πήγαιναν στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου. Εκεί δεν τις επέτρεπαν να μπουν στην αίθουσα του Σχολείου, για να ξεκουραστούν, αλλά τις άφηναν όρθιες μέχρι να ’ρθουν και οι άλλοι που δούλευαν στο δρόμο…
Όλα τα παραπάνω μου τα είχε πει η συχωρεμένη πεθερά μου ».
Ο δρόμος Πέντε Εκκλησιές – Παραμυθιά
– Χρίστος Παπαγιάννης ( Πετροβίτσα )
« Ο παλιός δρόμος που άρχιζε από τις Πέντε εκκλησιές και κατέληγε στην Παραμυθιά, περνούσε μέσα από τα χωριά Πλακωτή, Πετρο-βίτσα. Διακόσια μέτρα πάνω από το Μοναστήρι των Παγανιών και, ανεβαίνοντας στο Σέλωμα, αντάμωνε το δρόμο που ερχόταν από τη Λαμπανίτσα.. Στη συνέχεια πέρνούσε μέσα από την ΄Ανω Σέλλιανη. Τότε η ΄Ανω Σέλλιανη ήταν μεγάλο χωριό. Αργότερα οι κάτοικοί του κατέβηκαν, σχεδόν όλοι, στην Κάτω, τη σημερινή Κρυσταλλοπηγή. Από την ΄Ανω Σέλλιανη κατεβαίνοντας τη μεγάλη κατηφόρα, περ-νούσε το λάκκο του Λίβερη και συναντούσε τη Μεγάλη Βρύση κάτω από ένα ψηλό και γέρικο πλάτανο. Εδώ ενώνονταν με τον επί Τουρκοκρατίας κεντρικό, πλατύ δρόμο που ερχόταν από τα Γιάννενα – Πόποβο – Κακιά Σκάλα – Παραμυθιά – Μαργαρίτι – Πάργα. Στη συνέχεια περνούσε πάνω από το χωριό Σιαμέτια και κατέληγε στην Παραμυθιά.
Το δρόμο αυτόν τον είχα περπατήσει πολλές φορές. Τον ξέρω βήμα προς βήμα. Σήμερα δεν λειτουργεί πια ».
Γραπτές μαρτυρίες :
– Θ. Γ. Παπαμανώλη : « Κατακαημένη ΄Ηπειρος », ΄Ικαρος, Αθήνα 1945, σελ. 63 :
«… Δια να αποκόψουν δε πάσαν μετά της Παραμυθιάς επικοινωνίαν των χωρικών οι Μουσουλμάνοι, συλλαμβάνουν πάντα επιχειρούντα να μεταβεί εις Παραμυθιάν και τον παρέδιδον εις τους Γερμανούς ως δήθεν τροφοδότην των ανταρτών. Ούτω εντός μιας μόνον ημέρας συλλαμβάνουν περί τους 28 άνδρας και γυναίκας μεταβαίνοντας εις Παραμυθιάν και παραδίδουν αυτούς εις τους Γερμανούς, οίτινες εκτελούν 8 εξ’ αυτών, καταγομένους εκ των χωρίων Πλακωτής και Πέντε Εκκλησιών ».
– Δημητρίου Ι. Μακριώτη : « Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα Κατοχής κατά τα έτη 1941 – 1944), σελ. 265 : ( Το βιβλίο κυκλοφόρησε περίπου το 1950 ) (Από το Αρχείο του Μαθηματικού Αναστασίου Ναπολέοντα Μπίκα).
« … Τα αλβανικά συμβούλια υπεκατέστησαν εν τη Θεσπρωτία την ελληνική διοίκηση. Τα αστυνομικά αυτά όργανα την 19ην Σεπτεμ-βρίου 1943 συνέλαβον έξωθι της πόλεως Παραμυθίας εννέα (9) χωρικούς, μεταξύ των οποίων και μία γυναίκα εκ του χωρίου Αγ. Κυριακή. Και με την κατηγορία ότι μεταφέρουσι τρόφιμα εις τας ανταρτικάς ομάδας, παρέδωσαν αυτούς εις τας Γερμανικάς Αρχάς. Κατόπιν δε ανακρίσεων που έκανεν ο Τουρκαλβανός Μαζάρ Ντίνο εξετελέσθησαν υπό Γερμανοτουρκαλβανικού αποσπάσματος εις το προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου της Παραμυθίας… »
– Ιωάννου Αρχιμανδρίτου : « Τσάμηδες Οδύνη και δάκρυα της Θε-σπρωτίας », εκδόσεις Γεωργιάδης σ. 92 (το βιβλίο κυκλοφ. περίπου του 1953)
« … ΄Ετσι την 18.09.1943 οι Τουρκοτσάμηδες συλλαμβάνουν οκτώ άνδρες και 29 γυναίκες μεταβαίνοντας εις Παραμυθιά και τους παραδίδουν εις τους Γερμανούς, οι οποίοι την επομένην εξετέλεσαν και τους οκτώ άνδρας καταγομένους από τα χωρία Πλακωτή, Πέντε Εκκλησιές και Ελαταριάν και μίαν γυναίκα καταγομένην από Αγίαν Κυριακήν (Πόποβο) :
Βλ. και σελ. 163 Αγ. Κυριακή (Πόποβο), σελ. 177 Ελαταριά (Λαμπανίτσα), σελ.202 Πέντε Εκκλησιές (Οσδίνα) και σελ. 207 Πλακωτή
Στις σελ. 207 αναφέρει : « στις 22.05.43 … Η Αθηνά Αηδόνη εφονεύθη υπό των Ιταλών »
Διευκρίνιση: Η Αθηνά Αηδόνη ήταν το μικρό κορίτσι για το οποίο εγράφη στις εφημερίδες Θεσπρωτική της Ηγουμενίτσας, 25.04.2014, σελ. 9, και ΄Ερευνα των Ιωαννίνων, 24.04.2014, σελ. 20 ότι εφονεύθη στις 28.10.1940 κατά το βομβαρδισμό των ιταλικών αεροπλάνων.
α. Η Δήμητρα Αθανασίου – Μώκου : «Η Πλακωτή και οι Πλακωτιώτες » , Πλακωτή 2010, σελ. 107 : «… Την Αθηνά Αηδόνη που τη σκότωσαν το 1943 οι Γερμανοί ».
β. Η Χριστίνα Γώγου, Ληξίαρχος της Δ. Ε. Παραμυθιάς του Δήμου Σουλίου : «Για την Αθηνά Αηδόνη δεν υπάρχουν στοιχεία στο Δημοτολόγιο της Τ. Κ. Πλακωτής ».
– Νικολάου Γ. Ζιάγκου : « Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντί-σταση 1940-45), Αθήνα 1978, τόμος πρώτος, σελ. 158 :
« … στις 19.09.1943 πιάστηκαν στην Παραμυθιά 11 πατριώτες ανάμεσά τους και μια γυναίκα σαν τροφοδότες των ανταρτών. Ανακρίθηκαν από το Μαζάρ Ντίνο και οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα (σ.σ. Εννέα (9) )…. »
– Βασίλη Κραψίτη : « Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας », Αθήνα 1986, σελ.100 :
« 18 Σεπτεμβρίου 1943, μέρα Σάββατο, του παζαριού (εβδο-μαδιαίας αγοράς) της Παραμυθιάς. Στο συνοικισμό « Σιαμέτια » οι Γερμανοτσάμηδες συνέλαβαν πέντε άντρες, δυο αγόρια και λίγες γυναίκες που από το χωριό τους Πλακωτή κατευθύνονταν, λόγω του «παζαριού», στην Παραμυθιά. Την ίδια μέρα στο κέντρο της πόλεως οι Γερμανοί με τους μουσουλμάνους τσάμηδες συνέλαβαν 28 γυναίκες και 2 άντρες κατοίκους του χωριού Ελαταριά (παλ. Λαμπανίτσα), 1 άντρα από το χωριό πέντε Εκκλησιές και μια γυναί-κα από το Πόποβο, σαν ύποπτους συνεργασίας με τους αντάρτες. Οι 28 γυναίκες της Ελαταριάς και τα 2 αγόρια της Πλακωτής αφέθηκαν λεύτεροι την ίδια μέρα, όλοι δε οι άλλοι κρατήθηκαν στις φυλακές τους Γερμανικού Φρουραρχείου Παραμυθιάς…»
– Κώστα Σωτ. Μητσέλου : « Η ταυτότητα του χωριού μου », εκδόσεις Σοκόλη, Λαδοχώρι Ηγουμενίτσας 1989, σελ. 127 : …
« 1) Γεώργιος Ιωάν. Λάμπρου (Θεοδώρου), που σκοτώθηκε στην Παραμυθιά μαζί με άλλους 10 (σ.σ. Εννέα (9)) κατοίκους άλλων χωριών στις 19.09.1943 »
– Βασίλη Παυλίδου : « Οι Αλβανοτσάμηδες της περιοχής Παρα-μυθιάς και η κατοχή » , 2009, σελ 95 :
« Τυφεκισμός των 9 εν Παραμυθία
Το Σεπτέμβριο 1943 αμέσως μετά την εγκατάστασιν των Γερμανών εις Παραμυθιάν, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται εις το Δημοτ. Σχολείο Παραμυθίας 28 γυναίκες εξ Ελαταριάς Παραμυθιάς και αρκετές από άλλα ορεινά χωριά ως ύποπται τροφοδοτήσεως των ανταρτών. …
… Τυχαίως διενεργηθείσα έρευνα επί του εις τινα απόστασιν ακο-λουθούντος Ε. Διαμαντή έφερεν εις φως πέντε χρυσάς λίρας, που ο οπλαρχηγός του ΕΔΕΣ Δημ. Πανταζής είχεν δώσει προς δραχμα-ποίησιν, δια τούτο δε διετάχθη η σύλληψίς του, καθώς και του συνοδοιπόρου του Ρίζου, μη έχοντος ιδέαν του πράγματος. Τούτων διετάχθη η εκτέλεσις … »
– Αθανάσιου Γκότοβου : « Η Παραμυθιά στο στόχαστρο », Φ. Ο. Π., 2007, σελ. 20 :
Το παρακάτω πρωτότυπο στρατιωτικό Γερμανικό έγγραφο του Φρούραρχου της Παραμυθιάς προς την 1η Μεραρχία Ορεινών Κατά-δρομών 2ο Γραφείο, έφερε για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας ο καθηγητής του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων Αθανάσιος Γκότοβος :
( Μετάφραση Αθανασίου Γκότοβου ) :
« Το Σάββατο 18.9.43 συνελήφθησαν από τα φυλάκιά μας 60 ΄Ελλη-νες (18 άνδρες και 42 γυναίκες). Ερχόταν από τα χωριά Βλα-χώρι, Πέντε Εκκλησιές, Πλακωτή, Πετροβίτσα. Η διαδρομή προς την Παραμυθιά ήταν δια μέσου του ανταρκτικού χωριού Σέλλιανη προκειμένου, όπως ανέφεραν, να φτάσουν πιο σύντομα στην Παρα-μυθιά, για να πάνε στην αγορά. Τα άτομα αυτά συνελήφθησαν από Γερμανούς στρατιώτες στο δρόμο Σέλλιανη – Παραμυθιά. Μια άλλη ομάδα ερχόταν από τα ανταρτικά χωριά Ελαταριά και Αγ. Κυριακή. Όταν οι χωρικοί αυτοί αναχαιτίστηκαν από τις δικές μας και αλβανικές φρουρές, δέκα από αυτούς προσπάθησαν να διαφύγουν. Για να αποτρέψουν τη διαφυγή και να τους φέρουν πάλι πίσω, οι Αλβανοί άνοιξαν πυρ. Την ίδια στιγμή άνοιξαν πυρ και οι δυτικώς του Ελευθεροχωρίου κρυπτόμενοι αντάρτες εναντίον της φρουράς μας. Με βάση την ανάκριση διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι από τους συλληφθέντες συμμετείχαν στον εφοδιασμό των ανταρτών της γραμμής Πλακωτή – Ραβοστίβα – Μονή Παναγιάς – Παραμυθιά και αντιστρόφως. Τα εφόδια αποθηκευόταν στη Μονή Παναγιάς και παραλαμβάνονταν από εκεί από τους αντάρτες. Κατά καιρούς βρι-σκόταν στη Μονή πάνω από 300 αντάρτες.
Από τους φυλακισμένους εκτελέστηκαν 8 άνδρες και 1 γυναίκα. Οι υπόλοιποι 35 γυναίκες και 10 άνδρες, χρησιμοποιήθηκαν σε έργα οδοποιίας.
(Υπογραφή)
Υπολοχαγός φρούραρχος »
Σύμφωνα με το παραπάνω γερμανικό έγγραφο :
Οι συλληφθέντες χωρικοί ανήρχοντο σε 60 (18 άνδρες και 42 γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της σύλληψής τους διεξήχθη μάχη ανάμεσα στις φρουρές των Γερμανοτσάμηδων και τους Αντάρτες της Σκάλας της Παραμυθιάς.
Οι Συλληφθέντες προήρχοντο από τα χωριά[2] Βλαχώρι, Πέντε Εκκλη-σίες, Πλακωτή, Πετροβίτσα, Ελαταριά και Αγία Κυριακή.
Από το σύνολο των 60 συλληφθέντων οι 9 (8 άνδρες και 1 γυναίκα) εκτελέστηκαν, επειδή, με βάση τις ανακρίσεις, συμμετείχαν στον εφο-διασμό των Ανταρτών. Τα τρόφιμα για την τροφοδοσία των ανταρτών συγκεντρώνονταν στη Μονή Παναγίας (των Παγανιών) και ότι σ’ αυτή κατά καιρούς σύχναζαν 300 περίπου αντάρτες.
Από τους υπόλοιπους χρησιμοποιήθηκαν : α. 45 (35 γυναίκες και 10 άνδρες) σε έργα οδοποιίας. β. Παραμένουν όμως 6 γυναίκες για τις οποίες το έγγραφο δεν αναφέρει που απασχολήθηκαν κατά το χρόνο της κράτησής τους. Οι γυναίκες αυτές, σύμφωνα με μαρτυρίες, αφέθησαν ελεύθερες στις 19.09.1943, επειδή είχαν μωρά στις οικίες τους ή ήσαν έγκυες.
– Δήμητρας Αθανασίου – Μώκου : « Η Πλακωτή και οι Πλακωτιώτες » , Πλακωτή 2010 :
σελ. 148. Για το Γεωργίου Ευάγγελο.
σελ. 151. Για το Γεωργίου Μάνθο.
σελ. 272-273. Για τον Σταύρο Πέτση.
σελ. 282. Για τον Ευάγγελο Πέτση.
Και σελ. 299. Για τον Δημήτριο Σταυρόπουλο.
– Εφημερίδα Πρώτο θέμα, 23.06.2019 : Μιχάλης Στούκας « Η Σφαγή των 49 Προκρίτων της Παραμυθιάς από Γερμανούς και Τσάμηδες (29 Σεπτεμβρίου 1943)
…. Η σύλληψη και η εκτέλεση 9 χωρικών
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1943, ανιχνευτική περίπολος Γερμανών και Τσάμηδων στάλθηκε στα αποκαλούμενα (από τους ίδιους) « συμμο-ριτοχώρια » Ελαταριά, Σέλλιανη, Ελευθεροχώρι και Αγία Κυριακή »…
Οι Εννέα εκτελεσθέντες Επαρχιώτες
Οι Εννέα χωρικοί
έπεσαν την Κυριακή,
σαν τους έπιασαν στη Βρύση[3],
Αλβανοί και Γερμανοί.
Όλοι τους ήταν εξήντα,
πήγαιναν στην αγορά,
ν’ αγοράσουν ό,τι ψώνια
θέλαν τα νοικοκυριά.
Τους επήραν τ’ άλογά τους,
λίρες κι όλα τα λεφτά,
στο Σχολείο τους μαντρώσαν,
τους ρωτούσαν στη σειρά.
Τους ρωτούσαν, αν γνωρίζουν
τους Αντάρτες των βουνών
κι αν θα πήγαιναν τα ψώνια
στη Μονή των Παγανιών[4].
Διάλεξαν εννιά νομάτους,
έναν γέρο, μια γριά,
έξι άντρες κι έναν νέο,
δάδα για τη λευτεριά.
Τους κατέβασαν στη σκάλα
έστριψαν αριστερά,
και πλησίον του Σχολείου
μπήκαν όλοι στη σειρά.
Η Βασίλνα του Κουτούπη,
χήρα μ’ άσπρα τα μαλλιά,
φώναξε φωνή μεγάλη,
π’ αντιχήσαν τα βουνά.
Άναντροι, σκληροί φασίστες,
της πατρίδας μου σκυλιά,
ντουφεκάτε μια γυναίκα,
στα βαθιά της γερατειά.
΄Εχω όμως παλικάρια
στου Κορύλα την κορφή,
που το αίμα μου θα βγάλουν
πριν μου γίνει η ταφή.
Οι Εννιά σαν αντικρίσαν,
του θανάτου τη μορφή,
δεν προδώσαν τους Αντάρτες
της πατρίδας την τιμή.
Τα κορμιά τους τρυπημένα,
έπεσαν στη μάνα γη,
γίναν λίχνοι που στο χρόνο
θα’ ναι πάντα φωτεινοί.
Την κλαγγή του πολυβόλου
κι αν την άκουσαν πολλοί
δεν ετρόμαξε κανέναν
κι ας σκοτώναν οι εχθροί.
Με το πέρασμα του χρόνου
λησμονήσαν τους Εννιά,
τους θυμούνται όμως γέροι
στα μαρτυρικά χωριά.
Μ.Α.Μ.
Ευχαριστήριο
Ευχαριστώ όλες και όλους, που με οποιονδήποτε τρόπο με βοήθησαν στη συγγραφή, « Της εκτέλεσης των Εννέα Επαρχιωτών ». Ιδιαίτερα όμως θέλω να ευχαριστήσω τις κυρίες : Χριστίνα Γώγου, συνταξιούχο Ληξίαρχο της Δ. Ε. Παραμυθιάς του Δήμου Σουλίου, Παναγιώτα Κολιούση – Νικολάου, συνταξιούχο Νηπιαγωγό και Δήμητρα Αθανασίου – Μώκου, συγγραφέα.
(Τέλος)
( Την ερχόμενη
εβδομάδα θα δημοσιευθεί « Ο φόνος των
έξι (6) Γερμανών στις 24.09.1943 » )
[1]. Ο Τσίλη Μπίκας του Παναγιώτη ( Τσίλη Παναγιώτης) είχε συλληφθεί στην ΄Ανω Βέλλιανη από τους Ναζί στις 12.09.1943 μαζί με άλλους πέντε χωριανούς του. Στις 18 και 19 Σεπτέμβρη του 1943 οι Βελλιανίτες ήταν αιχμάλωτοι των Γερμανών στην Παραμυθιά.. Κλεισμένοι στο Δημοτικό Σχολείο της Παραμυθιάς, άκουσαν τους πυρο-βολισμούς της εκτέλεσης των Εννέα. Αργότερα, άνοιξαν τον τάφο τους και στη συνέ-χεια τους χωμάτισαν.
[2]. Οι ελληνικές ιστορικές πηγές αναφέρουν τα χωριά : Πέντε Εκκλησίες (Οσδίνα), Πλακωτή, Ελαταριά (Λαμπανίτσα) και Αγία Κυριακή (Πόποβο)
[3] . Πρόκειται για τη Μεγάλη Βρύση, που βρίσκεται πλησίον και ανατολικά της Τ.Κ. ΄Αγιος Δονάτος (Σιαμέτια) του Δήμου Σουλίου.
[4]. Η Μονή των Παγανιών καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής ήταν το κέντρο παρα-μονής των Ανταρτών και ο χώρος συγκέντρωσης γι’ αυτούς τροφίμων.