Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων 21 Φλεβάρη 1913 (Μέρος Α΄)
Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων 21 Φλεβάρη 1913
Μέρος Α΄.
Ο Βενιζέλος στην πρώτη γραμμή του μετώπου
Το 1912 – 1913 Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών της Ελλά-δας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Επειδή οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων παρουσίαζαν στασιμότητα, επισκέφτη-κε στα μέσα του Γενάρη του 1913 μαζί με τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο, υπεύθυνο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, την πρώτη γραμμή του Μετώπου[1], τα Οχυρά του Μπιζανίου.
Τα οχυρά του Μπιζανίου
Το υψόμετρο του Μπιζανίου βρίσκεται περίπου 15 χιλ. νότια της πόλης των Ιωαννίνων. Έχει σχήμα πεταλοειδές και περιβάλλεται από φυσικά βραχώδη υψώματα. Πάνω στο υψόμετρο αυτό ο Γερμανός στρατηγός Colmar von der Goltz κατασκεύασε οχυρωματικά έργα, τα οποία ονομά-στηκαν Οχυρά του Μπιζανίου. Στην κατασκευή τους συμμετείχε ως μηχανικός και ο Zigmount Mineiko πολωνικής καταγωγής. Την κόρη του Mineiko, Σοφία, παντρεύτηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου και από το γάμο αυτόν γεννήθηκε ο Ανδρέας, ο μετέπειτα αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
– Ιστορία του Ελληνικού έθνους, εκδοτική Αθηνών, Τ. 1Δ, σελ. 303
« Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου που δέσποζε σε όλα τα περάσματα που οδηγούν από τα νότια στα Ιωάννινα, αποτελούσε από τη φύση του εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα κάτω από την επίβλεψη της γερμανικής οργανωτικής αποστολής του τουρκικού στρατού, στις θέσεις Γαρδίκι, Σαδοβίτσα, Βοδιβίτσα, Μεγάλο Μπιζάνι και Καστρίτσι, ενώ πρόχειρα πυροβολεία είχαν στηθεί στην Τσούκα, στον ΄Αγιο Νικόλαο και στη Μανωλιάσα, στα δυτικά του δρόμου από την Πρέβεζα στα Ιωάννινα. Ο Εσάτ πασάς είχε διαθέσει 906 πυροβολητές, ως μόνιμη φρουρά του Μπιζανιού για να χειρίζονται τα 112 τοπομαχικά πυροβόλα διαφόρων διαμε-τρημάτων, που είχαν ταχθεί εκεί ».
– Αθανάσιου Τσεκούρα : « Αναμνήσεις από του 98ου υψώματος (12.626Α), Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών, 1979 » (Απόσπασμα. από το Διαδύκτιο)
« ΤΑ ΟΧΥΡΑ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ
Πρόκειται για απόρθητα φρούρια των Τούρκων που βρίσκονται στην κορυφή του λόφου του Μπιζανίου.
Κατασκευάστηκαν υπό την εποπτεία του Γερμανού στρατάρχη Γκόλτς (VON DER GOLTZ) κατά τα έτη 1909 -1912 αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Προφανώς οι Τούρκοι ανέμεναν τον πόλεμο αυτό και είχαν λάβει τα μέτρα τους.
Το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα τα οχυρά είναι το μπετόν – αρμέ. Είναι σε ημικυκλική τροχιά. Είναι δε αθέατα από την πλευρά που πρόκειται να δεχθούν επίθεση, εκτός από το στόμιο των πυροβόλων που ήταν ορατό. Ο πυροβολητής είναι καλυμμένος και μόνο όταν πρόκειται να σκοπεύσει βγάζει το κεφάλι του. Τα οχυρά βλέπουν και έχουν στραμμένα τα κανόνια προς τη νότια πλευρά, γιατί από εκεί περιμένουν επίθεση αλλά και μερικά προς ανατολάς. (…)
Δίκαια λοιπόν, και προπάντων λόγω της τέτοιας οχύρωσής του, το Μπιζάνι ονομάστηκε από όσους έλαβαν μέρος στα γεγονότα, φοβε-ρό, τρομερό, απόρθητο, ανδροφόνο άπαρτο κάστρο κ.τ.λ. Πληροφο-ρίες για τη θέση και τα σχέδια των οχυρών έδωσαν πολλοί Έλληνες πατριώτες και προπάντων ο υπολοχαγός του τουρκικού στρατού ομογενής μας ο Νικολάκης Μιζαντζιόγλου ο αλλιώς γνωστός Νι-κολάκης Εφέντης, πράγμα που του στοίχισε το μαρτυρικό του θάνα-το, όταν αποβιβάστηκε στη Σμύρνη μετά το τέλος του πολέμου ».
Ο Εσάτ Πασάς
Ο Εσάτ Πασάς γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1862. Ήταν απόγονος της εξισλαμισμένης ελληνικής χριστιανικής οικογένειας Γλυκήδων. Υπήρξε ελληνομαθέστατος. Αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Σπούδασε στην πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Εκεί ήταν συμμαθητής με το Διάδοχο Κωνσταντίνο, Αρχιστράτηγο των ελλη-νικών δυνάμεων. Το 1913 ηγείτο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμε-ων στα Γιάννινα. Στις 21 Φλεβάρη του ιδίου έτους παράδωσε στο Διάδοχο Κωνσταντίνο την πόλη των Ιωαννίνων. Μετά το τέλος του πολέμου μετέβηκε στην Τουρκία. Εκεί, όταν ο Κεμάλ ανάγκασε τους Τούρκους να λάβουν και από ένα οικογενειακό επίθετο, ο Εσάτ πασάς, για να τιμήσει τη γενέτειρα των προγόνων του, προτίμησε το όνομα « Μπουλζιάτ Γιανγιαλή[2] » . Επισκέφτηκε ως απόστρατος πολλές φορές τα Γιάννινα. Απεβίωσε στις 2 Νοεμβρίου του 1952
– Κώστα Φωτόπουλου : « Τα Γιάννινα ». Ηπειρωτική Εταιρεία Αθη-νών, 1986. (Αναδημοσίευση από το Διαδίκτυο)
« Γέννημα και θρέμμα της πόλεώς μας (ο Εσάτ Πασάς), Υπήρξε εξέχουσα μορφή, ήπιος, μειλίχιος μ’ ευγενικά αισθήματα, γενναίος και ιπποτικός. Στα Γιάννινα η αγαθή μνήμη του εξακολουθεί, να είναι πάντα ζωηρά. Μαζί με τα άλλα προσόντα του τα ψυχικά ήταν και η συμπεριφορά του σώφρων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πολιορκίας των Γιαννίνων. (…)
Όταν με χρόνια, απόστρατος πια ήρθε στα Γιάννινα ο Εσάτ, επισκέφτηκε τον τότε Στρατηγό μας, ο οποίος τον φίλεψε εγκάρδια. Του έδωκε μάλιστα και χάρτη επιτελικό ο Εσάτ με πολλές λεπτομέ-ρειες του Φρουρίου του Μπιζανίου που είχε οχυρώσει ο Γερμανός Φον Ντερ Γκολτς. Ένας Ηπειρώτης δημοσιογράφος στη Θεσσαλο-νίκη τον ρώτησε, αν ήταν στην απογραφή που είχε γίνει τις μέρες εκείνες, και δήλωσε για μητρική γλώσσα και ποιο το επάγγελμα. Η απάντηση :
– Μητρική γλώσσα η Ελληνική. Επάγγελμα : Πασιάς των Γιαννίνων.
– Γιάννη Κ. Παπαϊωάννου : « Γεγονότα από τη νεώτερη ιστορία ». Ιωάννινα 2006 ( Αναδημοσίευση από το Διαδίκτυο )
« Ο Εσάτ Πασάς είναι Τουρκογιαννιώτης καστρινός, ο οποίος λύνει την απορία σχετικά με την καταγωγή του, όταν ερωτάται από τον Γιαννιώτη μελετητή της πόλης κ. Σωτήρη Ζούμπο σε επίσκεψη του στα Γιάννινα το 1934. Πρόγονος του Εσάτ πασά ήταν ένας από τους Τουρκομάνους της επιτροπής που πρωτοήρθαν στα Γιάννινα το 1379 με τον στρατηγό Γαζή Εβρενόζ να παραλάβουν το κάστρο κι εγκατα-στάθηκαν στην συνοικία Τουρκοπάλουκο. Και πήρε για γυναίκα του τη χριστιανή Βασιλική της οικογένειας Γλυκήδων, αρπάζοντάς την από την εκκλησία του ταξιάρχου Μιχαήλ στο κάστρο, νύχτα των Χρι-στουγέννων ».
Η παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων
Στις 5 Οκτωβρίου του 1431 ο Σινάν Πασάς κατέλαβε ειρηνικά τα Γιάν-νινα. Στις 21 Φλεβάρη του 1913, μετά από σκλαβιά 480 χρόνων, ο Τουρκογιαννιώτης Εσάτ Πασάς παράδωσε ειρηνικά την πρωτεύουσα της Ηπείρου στον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο.
– Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου : « ΄Ηπειρος », Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 698 – 700 :
« Ο διοικητής του στρατού της Ηπείρου αντιστράτηγος Κ. Σαπουν-τζάκης έφτασε στην Άρτα στις 2 Οκτωβρίου του 1912. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε περιορίσει σε αμυντικό ρόλο το στρατό της Ηπείρου, λόγω της αδυναμίας του να καταλάβει τα οχυρά του Μπι-ζανίου παρά το γεγονός ότι από το Νοέμβριο του 1912 άρχισαν να μεταφέρονται ισχυρότατες δυνάμεις. Ο καθαρά αμυντικός ρόλος του ελληνικού στρατού της Ηπείρου έληξε στις 20 Οκτωβρίου του 1912. Μια μέρα αργότερα καταλήφτηκε η Πρέβεζα, και ακολούθησε η σφοδρότατη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση των Πέντε Πηγαδιών (23 – 30 Οκτωβρίου). Στις 5 Νοεμβρίου ο Χιμαριώτης οπλαρχηγός του μακεδονικού αγώνα Σπύρος Σπυρομίλιος, ο καπετάν Μπούας, αποβιβάστηκε με εθελοντικά σώματα Κρητών και άλλων συμπατρι-ωτών του στη Χιμάρα και απελευθέρωσε ολόκληρη την περιοχή. Το Μέτσοβο αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό στις 27 Οκτωβρίου και στις 23 Νοεμβρίου καταλήφθηκε το Συράκο. Ο αγώνας για την κατά-ληψη των Ιωαννίνων υπήρξε σκληρός και μακροχρόνιος. (…)
Στις 23 Φεβρουαρίου καταλήφτηκε το Λεσκοβίτσι και την επομένη η Κόνιτσα (σ. σ. και η Παραμυθιά[3] ). Στις 27 του ιδίου μήνα απελευθερώθηκε η Πρεμετή, ενώ ήδη οι κάτοικοι του Μαργαριτιού, της Πάργας και των Φιλιατών γνώριζαν και πάλι τη λευτεριά. Στις 3 Μαρτίου « Απόσπασμα Αχέροντος » μπήκε στους Αγίους Σαράντα. Την ίδια μέρα τμήματα της 8ης Μεραρχίας εισέδυσαν στο Αργυρόκαστρο και στην Κλεισούρα, ενώ άλλα κατέλαβαν το Δέλβινο, ύστερα από αίτηση των κατοίκων του. Στις 6 Μαρτίου ο ελληνικός στρατός έφτασε στο Τεπελένι ».
– Διονυσίου Κόκκινου : « Ιστορία της νεώτερης Ελλάδος », Μέλισσα 1971, Τ. 3ος , σελ. 1016
« Τη νύχτα της 20ής προς την 21ην Φεβρουαρίου ο Εσάτ Πασάς εδή-λωνεν ότι επιθυμεί να παραδοθεί. Δύο δε ώρας βραδύτερον ήρ-χοντο εις το εν Εμίν Αγά στρατηγείον δύο Τούρκοι αξιωματικοί και ο πρωτοσύγκελος της μητροπόλεως των Ιωαννίνων.
Ο εχθρικός στρατός ήτο ήδη αιχμάλωτος πολέμου, το δε ελληνικό στρατόπεδο επανηγύριζε δια την νίκην. Μετ’ ολίγας ώρας υπεγρά-φετο το προτόκολλον της ποραδόσεως, κατά το οποίο το φρούριον των Ιωαννίνων παρεδίδετο εις τον ελληνικόν στρατόν, ο δε στρατός ανερχόμενος εις 32.000 άνδρας θα εθεωρείτο αιχμάλωτος πολέμου. Το πρωτόκολλον τούτο έχει ως εξής :
« Π ρ ω τ ό κ ο λ λ ο ν
Μεταξύ των υπογεγραμμένων Λοχαγού Μεταξά[4] και Λοχαγού Στρατηγού πληρεξουσίων της Α.Β.Υ. του αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού Μακεδονίας και Ηπείρου και του Βεχήπ[5] Βέη Αντ/χου και Διοικητού της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων ανακοινώθησαν τα εξής :
1) Η οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν.
2) Τα στρατεύματα άτινα ευρίσκονται σήμερον εις την οχυρω-μένην τοποθεσίαν παραδίδονται ως αιχμάλωτα πολέμου.
3) ΄Απαν το υλικόν πολέμου, όπλα, σημαίαι και ίπποι ανή-κοντα εις τον στρατόν θα παραδοθώσιν εις τον Ελληνικόν στρατόν εις οίαν κατάστασιν ευρίσκονται σήμερον.
4) Πάντες οι αξιωματικοί, στρατιώται, τραυματίαι και ασθε-νείς υπαχθήσονται εις τον νόμον του πολέμου .
Ιωάννινα 6.3.1913 (νέα ημερομηνία)
21.12.1328 (Τουρκική ημερομηνία)
ΒΕΧΗΠ, Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ, Ξ.ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ “
Ο Διάδοχος εισήλθεν εις την πόλιν την επομένην, 22 Φεβρουαρίου, εν μέσω θριαμβευτικής ατμοσφαίρας.
Προς προϋπάντησιν του Κωνσταντίνου μετέβη ο εν τω μεταξύ διορισθείς στρατιωτικός διοικητής Ιωαννίνων Σούτσος, επί κεφαλής ίλης. Οι πρόξενοι της Γαλλίας, Ρωσίας, Αγγλίας, Αυστρίας, Ιταλίας, Ρουμανίας, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερβάσιος, οι επίσκοποι Δωδώνης και Περιστεράς μετείχον εις την υποδοχήν. Και ενώ αερο-πλάνον με πιλώτον τον Αδαμίδην διέγραφε κύκλους υπεράνω της πόλεως και ερίπτοντο κανιοβολισμοί θριάμβου, ο νικητής Στρατη-λάτης εισήρχετο εις την πόλιν ».
Ο Νικολάκη Εφέντης
Ο Νικολάκη Εφέντης ήταν Έλληνας Χριστιανός. Γεννήθηκε στην Ά-γκυρα. Εκεί κατοικούσαν οι γονείς του και οι πέντε αδελφές του. Από-φοίτησε από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης. Εισήλθε στις τάξεις του τουρκικού στρατού. Σπούδασε μηχανικός στο Μόναχο. Συμμετείχε στην κατασκευή των οχυρών του Μπιζανίου. Κατά τη διάρ-κεια της πολιορκίας τους από τον Ελληνικό στρατό, παράδωσε στο ελ-ληνικό Στρατηγείο τα σχέδια κατασκευής τους. Μετά την πτώση των Ιωαννίνων συνελήφθηκε αιχμάλωτος. Μαζί με όλους τους άλλους Τούρ-κους αιχμαλώτους μεταφέρθηκε στην Τουρκία. Εκεί, όταν έγινε γνωστό ότι παράδωσε στον ελληνικό στρατό τα σχέδια κατασκευής των οχυρών του Μπιζανίου, πέρασε από στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο και μετά από πολλά βασανιστήρια τον κρέμασαν στη Σμύρνη.
– Ζωσιμάδες : (Περιοδικό, τεύχος 2ο ) , σελ. 46 – 47 (Ανατύπωση από το βιβλίο του Αθανάσιου Τσεκούρα (ό.π.) :
« Η μοίρα του Νικολάκη Εφέντη
(…) Ένα πρωί βλέπω και μπαίνουν μέσα (στο μαγαζί μου) οι τρεις Επιτελικοί του Στρατού μας. Ο Δουσμάνης, ο Εξαδάκτυλος κι ο Μεταξάς. Τους έφερε ο Θεοδωρίδης.
– Θέλουμε το Νικολάκη Εφέντη, μου λεν, τον γυρεύει ο Διάδοχος. Πού μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε;
– Δεν τον είδα καθόλου, τους απαντώ, θα κοιτάξω όμως να τον βρω και θα του πω την παράκλησή σας. ΄Εφυγαν.
Σε λίγο να σου κι ο Νικολάκης. Κούτσαινε ελαφρά. Τον είχε χτυπήσει στο πόδι βλήμα οβίδας.
– Σε γυρεύει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, του λέω. Θέλει να σ’ ευχα-ριστήσει για τη μεγάλη βοήθεια, που μας έδωσες στο Μπιζάνι και να σε ρωτήσει σαν τι καλό θα ήθελες να σου κάνει.
– Δεν θέλω τίποτε ! μου απαντά, αφού σκέφτηκε λίγο. Έχω γονείς και πέντε αδελφές στην ΄Άγκυρα. Τι θα γίνουν, άμα το μάθουν οι Τούρκοι; Το μόνο που θέλω, είναι να με πιάσουν κι εμένα αιχμά-λωτο πολίτη κι όταν υπογραφεί ειρήνη να επιστρέψω στους δικούς μου. Μου φτάνει η ικανοποίηση, που αισθάνομαι για την υπηρεσία που πρόσφερα κι εγώ στην αγαπημένη μου πατρίδα.
– Μήπως σου χρειάζονται χρήματα; Τον ερωτώ.
– Όχι! Τι να τα κάμω; Έχω να λάβω τόσους μισθούς ! Μου φτάνουν. Κι αυτά πού να τα ξοδέψω; (…)
Έτσι κι έγινε. Μόλις υπογράφηκε η ειρήνη, οι Τούρκοι αξιωματικοί με τον Εσάτ Πασά – μαζί κι ο Νικολάκη Εφέντης – γύρισαν στην πατρίδα τους. Εκεί ο Νικολάκη Εφέντης, ο ήρωας του Μπιζανιού, πλήρωσε ακριβά την υπηρεσία, που πρόσφερε στην πραγματική του Πατρίδα, την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι έμαθαν ότι αυτός είναι εκείνος, που είχε δώσει στο Ελληνικό Στρατηγείο τα σχέδια του οχυρού του Μπιζανιού και τον τιμώρησαν πολύ αυστηρά. Τον πέρασαν από Στρατοδικείο. Τον καταδίκασαν σε θάνατο – για Εθνική προδοσία – και τον κρέμασαν στη Σμύρνη, ύστερα από φοβερά βασανιστήρια. Την ίδια τύχη είχε και η οικογένειά του – ο πατέρας του, η μητέρα του και οι πέντε αδελφές του. Τους σκότωσαν όλους ως προδότες »
Βιβλιογραφία Δημοσιεύτηκε στις 25.01.13 (Θεσπρωτική)
– Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών, Τ. 1Δ
. Ηπειρωτική Εστία (περιοδικό ) : έτος ΙΣΤ, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος 1967, τεύχ. 177 – 178
– Διον. Κόκκινου : «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδος »,Μέλισσα 1971, Τ. 3ος
– Γεώργιος Ρούσος : « Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826 – 1924 », Αθήνα 1976, Τ. Ε΄.
– Αθανάσιου Τσεκούρα : « Αναμνήσεις από του 98ου υψώματος (12.626Α), Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών, 1979 »
– Κώστα Φωτόπουλου : « Τα Γιάννινα », Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών, 1986
– Βασίλη Κραψίτη : « Ιστορία της Παραμυθιάς », Αθήνα 1991
– Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου : « ΄Ηπειρος », Θεσσαλονίκη 1992
– Λεωνίδα Παρασκευοπούλου : « Βαλκανικοί πόλεμοι 1912 – 13», εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
– Γιάννη Κ. Παπαϊωάννου : « Γεγονότα από τη νεώτερη ιστορία ». Ιωάννινα 2006
– Ζωσιμάδες : Περιοδικό, Τεύχος 2ον
[1] . α. Παρασκευόπουλου Λεωνίδα : « Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912 – 13 », εκδόσεις Καστανιώτη 1998.
β. Γεώργιου Ρούσου : « Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826 – 1924 », Αθήνα 1976, Τ.Ε΄., σελ. 362 – 364
[2] . Ηπειρωτική Εστία (περιοδικό ) : έτος ΙΣΤ, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος 1967, τεύχ. 177 – 178
[3] Βασίλη Κραψίτη : « Ιστορία της Παραμυθιάς », Αθήνα 1991, σελ. 246
[4]. Λοχαγού Μεταξά : (σ.σ.) Ο Ιωάννης Μεταξάς (1871 – 1941). Ο Ι. Μ. εγκαθίδρυσε στις τέσσερις Αυγούστου του 1936 τη δικτατορία στην Ελλάδα και στις 28 Οκτωβρίου του 1940 απηύθυνε στην Ιταλία του Μουσολίνι.το Ιστορικό ΟΧΙ .
[5] Βελήχ Βέη : (σ.σ.) Αδελφός του Εσάτ Πασά.