Δωδώνη: Λατρεία, τρόποι μαντείας και γιορτές
Της Κωνσταντίνας Ζήδρου (αρχαιολόγος)
Η Δωδώνη λειτούργησε πρωτίστως και σχεδόν από την ίδρυσή της και έως την εγκατάλειψή της ως ιερό και μαντείο του Δία. Εκτός όμως από τον Δία, στα ιερά χώματά της λατρεύτηκαν, κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, και άλλοι θεοί.
Οι απαρχές της λατρείας και του θρησκευτικού της χαρακτήρα χάνονται, όπως σε κάθε μεγάλο πανελλήνιο ιερό, στα βάθη της προϊστορίας. Στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να τοποθετηθούν, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα τοπωνύμια και μεταγενέστερες πληροφορίες, στα μέσα της τρίτης χιλιετηρίδας π.Χ. Ακριβώς την περίοδο αυτή εμφανίζονται τα πρώτα προελληνικά φύλα, φέρνοντας μαζί τους και την πρώτη λατρεία, αυτή της Θεάς Γης ή της Μητέρας Φύσης, η οποία κυριαρχεί σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο.
Με την έναρξη της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ., στο ιερό εγκαθίσταται ένα παρακλάδι των Θεσπρωτών οι Ελλοί ή Σελλοί ή Έλλοπες, οι οποίοι αναφέρονται από τον Όμηρο και αργότερα από τον Ησύχιο, ως γένος ιερατικό και προφητικό στην υπηρεσία του Δωδωναίου Δία. Με βάση τις παραπάνω μαρτυρίες, τις σχέσεις των Μυκηναΐων του νότου με το ιερό, τα αρχαιολογικά ευρήματα, τη γλωσσολογική ανάλυση του ονόματος Ζευς, Διός και το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, προκύπτει ότι η λατρεία του Δία εισήχθη στη Δωδώνη κάπου ανάμεσα στον 19ο – 14ο π.Χ. αι. Τρεις είναι οι επικρατέστερες απόψεις: είτε ότι έφτασε στην Ήπειρο στις αρχές της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ. με τους Θεσπρωτούς, είτε ότι ήρθε από τη Θεσσαλία όπου διαμορφώθηκε το Ολυμπιακό Πάνθεο, είτε ότι μεταφέρθηκε από τους Μυκηναΐους αποίκους των Ηπειρωτικών ακτών στον 14 – 13ο π.Χ. αι.
Στη συνέχεια και ώσπου τα προϋπάρχοντα, εγκατεστημένα στον χώρο, προελληνικά φύλα να αφομοιωθούν εντελώς από τους νεοαφιχθέντες, στο ιερό συνυπάρχουν αρμονικά οι δυο λατρείες της Γης και του Δία, όπως μαρτυρούν οι δυο διαφορετικές κατηγορίες αγγείων. Σιγά – σιγά όμως η λατρεία της Θεάς Γης υποχωρεί και εξαφανίζεται για να κυριαρχήσει έκτοτε και έως την εγκατάλειψη και ερήμωση του ιερού, τον 4ο μ. Χ. αι., δηλαδή για πάνω από 20 αιώνες, η αντίστοιχη του Δία.
Βέβαια, από τη βαθιά ριζωμένη στον χώρο λατρεία της Θεάς Γης και ακόμη και μετά την εγκατάλειψή της διατηρήθηκαν τα βασικά της στοιχεία, τα οποία ενσωματώθηκαν στην κυρίαρχη λατρεία του Δία. Πιο συγκεκριμένα, σύμβολά της όπως ο ταύρος, οι αναθηματικοί πελέκεις, το περιστέρι, ο κάπρος, η φηγός με τις μαντικές ιδιότητες αλλά και ο χθόνιος χαρακτήρας του χώρου, άγνωστος στην ελληνική λατρεία του Δία, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της προελληνικής λατρείας της Γης. Πιο αναλυτικά, ο ταύρος, το ιερό ζώο της μεγάλης γυναικείας θεότητας, θυσιάζεται με διπλό πέλεκυ και το αίμα του γονιμοποιεί τη γη. Στη Δωδώνη, βρέθηκαν πολλοί λίθινοι πελέκεις της 3ης και 2ης χιλιετίας π.Χ. αλλά και των ιστορικών χρόνων, άλλοι διπλοί και άλλοι μονόστομοι οι οποίοι συμβολίζουν τη κεφαλή του ταύρου. Παράλληλα, ο ταύρος μέσα σε στεφάνι βαλανιδιάς αποτελεί σύμβολο της Δωδώνης και απεικονίζεται και στον οπισθότυπο νομισμάτων της Συμμαχίας των Ηπειρωτών, με τον Δία και τη Διώνη στον εμπροσθότυπο, τονίζοντας έτσι την ιερότητα του ζώου. Τέλος, ταύροι χρησιμοποιήθηκαν και από τους Ρωμαίους στις θηριομαχίες, γεγονός που αποδεικνύει ότι το συγκεκριμένο ζώο ήταν βαθιά ριζωμένο στη θρησκευτική παράδοση του ιερού.
Το περιστέρι, με τη σειρά του, θεωρήθηκε ως το ιερό πτηνό της Θεάς Γης, το οποίο συμβόλιζε την ίδια τη θεότητα. Στη Δωδώνη, το περιστέρι αναφέρεται στον ιδρυτικό μύθο του μαντείου, κατά την εκδοχή του Ηροδότου. Επίσης, εμφανίζεται και στον οπισθότυπο νομίσματος, όπου απεικονίζεται η φηγός στην κορυφή της οποίας κάθεται το περιστέρι και άλλα δύο εκατέρωθεν του κορμού της στο έδαφος. Στον εμπροσθότυπο παριστάνεται ο αετός, το σύμβολο του Δία, επάνω σε βράχο, πιθανότατα στην κορυφή του Τόμαρου. Τα τρία περιστέρια ίσως αντιπροσωπεύουν τις τρεις γυναίκες προμάντεις της Θεάς Γης, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τους αντίστοιχους προφήτες του Δία.
Με τη λατρεία της προελληνικής θεάς σχετίζεται και η προσφορά μικρών κάπρων. Αναφορικά με τη Δωδώνη, υπάρχει η παράδοση, σύμφωνα με τον Παυσανία, ότι στο ιερό της Δήμητρας στη Βοιωτία θυσίαζαν μικρούς κάπρους που τον επόμενο χρόνο εμφανίζονταν στη Δωδώνη. Επομένως, συνηθιζόταν και εδώ παρόμοια προσφορά, χωρίς να έχει αποδειχθεί με αρχαιολογικά ευρήματα. Αλλά και η χρήση του κάπρου στις ρωμαϊκές θηριομαχίες, σε συνδυασμό με τους ταύρους, φανερώνει ότι συνδεόταν με τη λατρευτική παράδοση του ιερού.
Η δενδρολατρεία γενικά ταυτιζόταν με τη λατρεία της προελληνικής Θεάς Γης και ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη και συνηθισμένη τόσο στη μινωική όσο και στη μυκηναϊκή θρησκεία. Αντίθετα, η λατρεία της φηγού στην Ήπειρο έφτασε με τα πρώτα ελληνικά φύλα από τον βορά. Η φηγός μπορεί να χαρακτηριστεί ως το εκλεκτότερο είδος βαλανιδιάς στην Ήπειρο, το οποίο φτάνει μέχρι τα 20μ ύψος, ενώ επιβιώνει και για αρκετούς αιώνες. Παράλληλα, είναι ένα δένδρο προσβαλλόμενο συχνά από κεραυνούς. Επειδή λοιπόν κάθε σημείο που δεχόταν τον κεραυνό του Δία θεωρούνταν ιερό και εξαιτίας της αφθονίας των δρυών στην Ήπειρο, πολύ νωρίς η λατρεία τους συνδέθηκε με την αντίστοιχη του Δία. Στη συνέχεια, το λατρευτικό αυτό στοιχείο συνδυάστηκε με την προελληνική δενδρολατρεία και προέκυψε η φηγός με τις μαντικές ιδιότητες. Μια άλλη άποψη, βέβαια, θέλει τη φηγό στη Δωδώνη να αποτελεί ευθύς εξαρχής το ιερό δέντρο και την κατοικία της Θεάς Γης, ενώ με την εδραίωση της λατρείας του Δία να αποκτά επιπλέον και τις μαντικές ιδιότητες.
Το τελευταίο στοιχείο που επιβίωσε από την προελληνική λατρεία της Θεάς Γης και συνεισφέρει στον ιδιότυπο χαρακτήρα της θεολογία της Δωδώνης είναι η χθόνια μορφή του ιερού. Η παράδοση θέλει τη Θεά Γη να κατοικεί στις ρίζες της δρυός και εν συνεχεία και ο Δίας. Επειδή ακριβώς εδώ υπάρχει η επίγεια κατοικία του, γι’ αυτό ο ναός του ακολουθεί το αρχιτεκτονικό σχέδιο μιας περίστυλης οικίας και όχι ενός περίπτερου ναού, όπως σε άλλα ιερά π.χ. Ολυμπία. Γύρω από την κατοικία του Δία, διαβιούσαν οι προφήτες του, οι Σελλοί, για να τον υπηρετούν. Αυτοί, όπως αναφέρει ο Όμηρος, κοιμόντουσαν καταγής και δεν έπλεναν τα πόδια τους, σύμφωνα με μια αρχαιότατη θρησκευτική συνήθεια που μας φέρνει και πάλι πίσω στην προελληνική λατρεία της Γης, προκειμένου να έρχονται σε άμεση επαφή μαζί της, από όπου αντλούσαν και τις μαντικές τους ικανότητες.
Όπως λοιπόν είναι φανερό, η θεολογία της Δωδώνης αποτελούσε έναν συνδυασμό λατρευτικών στοιχείων της προελληνικής λατρείας της Γης, βαθιά ριζωμένων στις παραδόσεις της περιοχής, με τα νέα στοιχεία της λατρείας του Δία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ούτε η μεγάλη Θεά Γη χάνεται. Απλώς, αλλάζει μορφή. Μετατρέπεται στη σύζυγο του ελληνικού θεού και σύμφωνα με τις πατριαρχικές αντιλήψεις της εποχής, παίρνει το όνομά του και μετονομάζεται σε Διώνη. Παράλληλα, μεταβιβάζει στον κυρίαρχο άρρενα θεό τα χθόνια σύμβολά της, την κατοικία της και τις μαντικές της ικανότητες.
Στη Δωδώνη, εκτός από τον Δία και τη Διώνη, λατρεύτηκαν ακόμη η Θέμιδα, ο Ηρακλής και η Αφροδίτη. Η Θέμιδα αναφέρεται σε επιγραφή, μαζί με τη Διώνη, ως νάιοι θεοί, δηλαδή σύνοικοι και σύνναοι του Δία. Επομένως, οι δυο θεές είναι οι δυο σπουδαιότερες, μετά τον Δία, και πάρεδροι αυτού. Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει και από την εικόνα των ναών τους στον χώρο, καθώς οι ναοί της Διώνης και της Θέμιδος περιβάλλουν την Ιερά Οικία, ευρισκόμενοι στην ίδια απόσταση από την Ιερή Φηγό και αποτελώντας μια ιερή τριάδα. Γενικά, η λατρεία της Θέμιδος ήταν αρκετά διαδεδομένη στην Ήπειρο και φαίνεται ότι συνεχίζει και αυτή την προϊστορική λατρεία της Γης. Η λατρεία του Ηρακλή εισάγεται στο ιερό επί Πύρρου, προκειμένου να τιμηθεί ο προγονικός ήρωας, μέσω επιγαμιών, των Μολοσσών Ηρακλής, ώστε να τονιστεί η συγκεκριμένη σχέση για πολιτικές σκοπιμότητες. Τέλος, η λατρεία της Αφροδίτης προϋπάρχει στο ιερό αλλά επί Πύρρου συγχωνεύεται με τη λατρεία της Αινειάδος Αφροδίτης. Ο συγκεκριμένος βασιλιάς καθιέρωσε και σε άλλες περιοχές της δυτικής Ελλάδος τη λατρεία της Αινειάδος Αφροδίτης και πάλι για πολιτικούς λόγους, καθώς συνδέεται με τον Τρώα ήρωα Αινεία και τους ιδιαίτερα αγαπητούς στους Μολοσσούς τρωικούς μύθους.
Βέβαια, η Δωδώνη, εκτός από ιερό, υπήρξε και ονομαστό μαντείο. Ωστόσο, η σχετικά δύσκολη πρόσβασή του αποτελούσε σημείο ανάσχεσης για τα κύματα των προσκυνητών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε δεχόταν πολλούς επισκέπτες από ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι χρησμοί δινόταν από τους Σελλούς, τους γνωστούς προφήτες του Δία. Αρχικά, τόσο οι ερωτήσεις όσο και οι απαντήσεις ήταν προφορικές. Από τον 6ο π.Χ. αι., οι ερωτήσεις αρχίζουν να υποβάλλονται και γραπτά, συνήθεια που θα παγιωθεί και θα γίνει κανόνας από τον 5ο π.Χ. αι. Οι ενδιαφερόμενοι χάρασσαν τις ερωτήσεις με ένα αιχμηρό εργαλείο επάνω σε ένα χάλκινο έλασμα, συνήθως ταινιωτού σχήματος. Τέτοια ελάσματα βρέθηκαν κατά εκατοντάδες στις ανασκαφές. Σε πολλές περιπτώσεις, το ίδιο έλασμα χρησιμοποιούνταν δεύτερη και τρίτη φορά. Οι απαντήσεις εξακολούθησαν να δίνονται κατά κανόνα προφορικά και μετά τον 5ο π.Χ. αι. ή να αναγράφονται με ένα ναι ή όχι στη μια πλευρά του ελάσματος. Οι ερωτήσεις υποβάλλονταν από μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων ή πόλεις και αφορούσαν τόσο αυστηρά προσωπικά όσο και δημόσια ζητήματα κάθε είδους.
Από την Οδύσσεια, πληροφορούμαστε ότι η χρησμοδότηση γινόταν σύμφωνα με το θρόισμα των φύλλων της ιερής βαλανιδιάς ή το πέταγμα και το κρώξιμο των περιστεριών στα κλαδιά της. Αργότερα, από τα μέσα του 8ου π.Χ. αι., όταν η φηγός περιβλήθηκε από χάλκινους λέβητες επάνω σε τρίποδες, γινόταν σύμφωνα με τον ήχο των λεβήτων. Επειδή οι λέβητες εφάπτονταν μεταξύ τους, όταν κάποιος έκρουε έναν από αυτούς, ο ήχος μεταδιδόταν από τον έναν στον άλλο και δε σταματούσε ώσπου κάποιος να αγγίξει έναν λέβητα. Τέλος, στον 4ο π.Χ. αι., οι λέβητες αντικαταστάθηκαν από το χαλκείον, το ανάθημα των Κερκυραίων. Το χαλκείον αποτελούνταν από δυο κιονίσκους. Ο ένας στήριζε ένα χάλκινο αγαλμάτιο παιδιού που κρατούσε μια μάστιγα, αποτελούμενη από 3 μαστίγια με χάλκινους αστραγάλους και ο έτερος έναν χάλκινο λέβητα. Οι μάστιγες αιωρούνταν από τους συχνούς στη Δωδώνη ανέμους, έκρουαν τον λέβητα και από τον ήχο που παραγόταν χρησμοδοτούσαν οι ιερείς. Βέβαια, σε κάθε περίοδο δε χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ένας τρόπος μαντείας αλλά συνδυασμός περισσοτέρων.
Στη Δωδώνη, όπως και σε κάθε μεγάλο ιερό, προκειμένου να τιμηθεί ο θεός προστάτης του τελούνταν αγώνες, τα γνωστά Νάια προς τιμήν του Νάιου Δία. Τα Νάια διοργανώνονταν κάθε 4 χρόνια, όπως και όλοι οι μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες. Σύμφωνα με επιγραφές από το ιερό, θα πρέπει να καθιερώθηκαν την περίοδο διακυβέρνησης του Πύρρου, καθώς πρώτος αυτός ο βασιλιάς επιδίωξε την πανελλήνια προβολή του. Εξάλλου κατά την ελληνιστική περίοδο και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο παρατηρείται αναβίωση ή καθιέρωση παρόμοιων εορτών και αγώνων. Επιπλέον, πριν από τον εξωραϊσμό του ιερού, που πραγματοποιήθηκε επί Πύρρου, δεν υπήρχε η κατάλληλη υποδομή για τη διοργάνωση παρόμοιων αγώνων.
Τα Νάια τελούνταν με μεγάλη λαμπρότητα και επισημότητα και περιλάμβαναν γυμνικούς, δραματικούς, μουσικούς αγώνες και αρματοδρομίες. Άρχοντες των αγώνων ήταν ο ναΪαρχος, οι ναΪκοί και ο αγωνοθέτης. Στο μεγάλο θέατρο της Δωδώνης διδάχτηκαν και αρκετά δράματα, με εξέχουσα θέση να κατέχουν οι τραγωδίες του Ευριπίδη, καθώς και όσες σχετίζονταν με τον τρωικό κύκλο επειδή οι ομηρικοί ήρωες ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στους Μολοσσούς. Μετά την ανοικοδόμηση του σταδίου, οι γυμνικοί αγώνες και οι αρματοδρομίες τελούνταν σε αυτό. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, το θέατρο μετατράπηκε σε αρένα και φιλοξενούσε μονομαχίες και θηριομαχίες. Τα Νάια εξακολούθησαν να τελούνται με βεβαιότητα έως το 240 μ.Χ., όπως προκύπτει από σχετική επιγραφή. Πιθανότατα, θα συνεχίστηκαν και έως τα τέλη του 4ου μ. Χ. αι., οπότε εγκαταλείφθηκε η αρχαία λατρεία και τα ιερό οριστικά.