periodikostep.gr

Αφιέρωμα: Το πρώτο καρναβάλι της Βέλλιανης

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Το πρώτο καρναβάλι της Βέλλιανης

Στη Βέλλιανη και στη γύρω περιοχή, κατά τη δεκαετία του 1950, δε γιόρταζαν καρναβάλι. Την Κυριακή της αποκριάς ο κάθε οικογενειάρχης αγόραζε δύο ή τρία κιλά κρέας από τους χασάπηδες της Παραμυθιάς, ή αν είχε δικά του πρόβατα ή γίδια,  έσφαζε ένα κι έτσι γιόρταζαν, αποκρεύοντας και τρώγοντας το βράδυ αυτό διαφορετικά από τα άλλα.  Την επομένη Καθαρή Δευτέρα, τα παιδιά έριχναν αυτοσχέδιους χαρταετούς και οι μεγάλοι πήγαιναν  στα πλάγια για κυνήγι, όπως έλεγαν, « χτυπώντας με μια πέτρα το γόνατο για να βγει αίμα και να μαζευτούν οι πέρδικες να τις σκοτώσουν ».

Από την Καθαρή Δευτέρα αρχίζει η Μεγάλη Νηστεία, η οποία κρατάει περίπου πενήντα μέρες, δηλαδή μέχρι το Πάσχα. Στις μέρες αυτές τότε έτρωγαν μόνο καλαμποκίσιο ψωμί με ελιές, φρέσκα σκόρδα ή κρεμμύδια, και φακές ή φασουλάδα, χωρίς όμως λάδι. Μόνο, αν κάποιος ήταν άρρωστος επιτρεπόταν να φάει φαγητό με λάδι και η νοικοκυρά που το μαγείρευε δεν επιτρεπότάν ούτε να το δοκιμάσει.

Βρισκόμαστε περίπου στο έτος 1958. Κυριακή της Αποκριάς. Οι Βελλιανίτες δείπνησαν νωρίς, επειδή το μαγαζί του Θωμά – Μπίκα, το μοναδικό τότε μαγαζί στο χωριό, το βράδυ αυτό δεν άνοιξε. Επίσης οι τηλεοράσεις, που σήμερα κρατάνε τον κόσμο ξύπνιο μέχρι τα μεσάνυχτα, ήταν την εποχή αυτή στην περιοχή μας άγνωστες.  Ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος, με τη συνηθισμένη παγερή ψύχρα της νύχτας. Μετά το φαγητό,  η μάνα έστρωσε στο μεγάλο κρύο δωμάτιο, το πάνω όπως το λέμαν, δύο τράγια κιλίμια για στρώμα, έβαλε τα προσκέφαλα (μαξιλάρια) γιομισμένα με άχυρο και ξεδίπλωσε για σκέπασμα δυο χοντρές, βαριές βαλέντζες.

        Βελλιανίτες σε συγκέντρωση στο πρώτο μαγαζί του Θωμά Μπίκα.  Αρχείο Μ.Α.Μ.  

Ύστερα εμείς τα παιδιά, τέσσερα αγόρια και μια αδερφή, μπήκαμε στη μέση, ενώ από τη μια μεριά ξάπλωσε η μάνα, πιστρώνοντας καλά τις βαλέντζες, και από την άλλη ο πατέρας. Ο ύπνος, λόγω  βέβαια και της ασυνήθιστης, για την εποχή εκείνη πολυφαγίας, ήρθε γρήγορα. Κι ο πρώτος βραδινός ύπνος, όπως λεν, είναι βαρύς σαν θάνατος, ενώ ο πρωινός ελαφρύς και γλυκός σα μέλι.

Εμείς τότε είχαμε μια πολύ έξυπνη σκύλα. Με τον παραμικρό θόρυβο γκλαφούναγε κι έτρεχε σαν αστραπή γύρω από το σπίτι σ’ ολόκληρο το περιβόλι.  ΄Ένα βράδυ γάβγιζε δυνατά και επίμονα κάτω από τη σκαμιά (μουριά) και με τα πόδια της έσκαβε το χώμα.  Η μάνα την πήρε είδηση. Άνοιξε με προσοχή την πόρτα, κοίταξε στο σκοτάδι της νύχτας και, με κάποιο φόβο, είπε στον πατέρα :

–  Ναστάση, σήκω. Κάποιος είναι κάτω από τη σκαμιά. Σήκω, σού λέω, θα είναι κανένας κλέφτης.

–   Τι κλέφτης θα είναι; θα είναι κανένας σκαντζόχοιρος και η σκύλα δεν τον αφήνει να φύγει.

Σηκώθηκε ο πατέρας. Πήρε το φακό και βγήκε στην αυλή. Η Σκύλα, μόλις άκουσε τα πατήματά του, θάρρεψε κι άρχισε να γαβγίζει δυνατότερα και να τρέχει κυκλικά στο ίδιο μέρος . Στο δωμάτιο επι-κρατούσε απόλυτη ησυχία. Η μάνα στεκόταν στην πόρτα, κοιτάζοντας προς το μέρος του πατέρα και μας έλεγε ό,τι έβλεπε.  Εκείνος που από μας  πραγματικά δεν φοβόταν ήταν ο Τέλης (Αριστοτέλης Κων. Μπίκας), που γρήγορα, γρήγορα έβαλε τα παπούτσια και βγήκε στην αυλή.

–    Ξικ, φωνάζει ο πατέρας στη σκύλα.

Κι ή σκύλα  τώρα μπερδεύτηκε στα πόδια του, ενώ ο πατέρας με ένα ξύλο έσπρωξε κάτι στρογγυλό προς το κτήμα του Τσίλη Ντάγκα. ΄Υστερα έριξε μια πέτρα στη σκύλα και γύρισε στο δωμάτιο, λέγοντας στη μάνα :

–   Άδικα με σήκωσες Φώτω. Δεν σου ’πα σκαντζόχοιρος θα είναι;

–   Αν δε σηκωνόσουν τώρα, όλη τη νύχτα η σκύλα θα γκλαφούναγε και δε θα μας άφηνε να κλείσουμε μάτι.

Τα σκυλιά, όπως και πολλά άλλα ζώα, έχουν μέσα τους έμφυτο το φόβο και πολλές φορές κουλουριάζονται σε μια άκρη, τρέμουν σύγκορμα χωρίς να βγάζουν κικ. Τα τετράποδα αυτά αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο περισσότερο από τον άνθρωπο. Βλέπουν, ακούν και οσφραίνονται σε μεγάλη απόσταση. Και  φοβούνται, όταν συμβαίνει κάτι το ασυνήθιστο.

Δε θα είχε περάσει περίπου μια ώρα από τότε που πέσαμε για ύπνο, όταν άκουσα τη μάνα να φωνάζει πάλι σιγά :

–   Ναστάση, Ναστάση, ξύπνα. Κάτι συμβαίνει. Ξύπνα, σού λέω, δεν ακούς ;

Τ’ είναι, τ’ είναι, ακούστηκε ο πατέρας, ενώ η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε σιγά και με προσοχή. Μια ψηλή γυναίκα μπήκε μέσα με καλυμμένο το πρόσωπο, και, κρατώντας μια φωτιά πετρελαίου, τράβηξε κατ’ ευθεία προς το μέρος που κοιμόταν η αδελφή μου Δοξία, λες και ήταν άνθρωπος του σπιτιού.  Την άρπαξε από το χέρι και με νοήματα της είπε να σηκωθεί και να την ακολουθήσει.

–  Τι κάνεις εκεί; φώναξε άγρια ο πατέρας και απειλητικά πήγε να σηκωθεί, ενώ ένας άντρας, επίσης ψηλός και με καλυμμένο κι αυτός το πρόσωπο, του έκανε νόημα να μείνει στη θέση του και να μην κουνηθεί. 

–  ΄Υστερα, η κυρά Χαρίσαινα, πλησίασε τη μάνα, τη χαιρέτησε και χαμογελαστά της είπε :

–   Θειάκω, μη φοβάστε. Δε συμβαίνει τίποτε. Καρναβάλι είναι.

–  Ναστάση,  Ναστάση, καρναβάλι. Καρναβάλι είναι, τι κάνεις έτσι; φώναξε σιγανά η μάνα, για να μην ξυπνήσουν και πάθουν αίρεση τα παιδιά, που ήδη είχαν ξαναρώσει και, μόλις άκουσαν καρναβάλι, πετάχτηκαν από το στρώμα και βγήκαν στην αυλή. Εδώ είχαν μαζευτεί όλοι οι χωριανοί του κάτω μαχαλά.  Η νύφη με το γαμπρό μπήκαν το χορό,  ενώ όλοι μαζί, μια οι γυναίκες και μια οι άντρες , άρχισαν να τραγουδούν το γαμήλιο τραγούδι  :

 Εμπάτ’ αγόρια στο χορό, κορίτσια στα τραγούδια,

να δείτε και να μάθετε πώς πιάνεται η αγάπη.

Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει

κι από τα χείλη χύνεται και στην καρδιά ριζώνει. ….

Ο Γκέλης και ο βλάμης του ο Γιώργος πρωτοστατούσαν με τη γλυκιά και  δυνατή φωνή τους, η οποία, λόγω της νύχτας ακουγόταν, ακόμα και στα διπλανά χωριά.  Κι οι χωριανοί; Οι χωριανοί εύχονταν ο ένας στον άλλον, λέγοντας :  «  … και στους γάμους των παιδιών σου να χαρούμε  »

Η νύφη ψηλόλιγνη, ναζιάρα, με τις κινήσεις των χεριών της και του κεφαλιού της, κουβέντιαζε με το γαμπρό και τους παραβρισκόμενους, χωρίς να ακούγεται η φωνή της, για να μην την αναγνωρίσουν.

Μετά το σπίτι μας, η καρναβαλική πομπή επισκέφτηκε με τη σειρά τα σπίτια, του Τσίλη Ντάγκα, του Γάκη και Γρηγόρη Μπίκα, του Γκέλη Παναγιώτη, του Γάκη Ντάγκα  και του Στέφο –  Φίλη.  Εδώ το νιόπαντρο ζευγάρι χόρεψε με όλους τους ανύπαντρους Βελλιανίτες, ενώ ο κόσμος φώναζε  : « Να στρέξει και στο κεφάλι τους ».  Και οι ανύπαντροι, γελώντας ανταπαντούσαν :  « Απ’ το στόμα σας και στου Θεού το αυτί ».

Αυτό ήταν το πρώτο πρωτότυπο και τελευταίο  (;) καρναβάλι της Βέλλιανης

                                                                                      Μ.Α.Μ

Exit mobile version