Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΒΕΛΛΙΑΝΗΣ 3ο
Το ξύλο…
Οι μαθητές των χωριών της Βέλλιανης, Προδρομίου και καμινιού, μετά το 1955 πήγαιναν στο Γυμνάσιο της Παραμυθιάς, το πρώτο και το μοναδικό τότε αυτοτελές Γυμνάσιο της Θεσπρωτίας, από τον ενδιάμεσο δρόμο[1], που απείχε από τα χωριά τους, περίπου μια ώρα, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να πάρουν για πρωινό κάτι μαζί τους. ΄Ετσι, από το πρωί ώρα 06.30 με 07.00 π.μ. που αναχωρούσαν από το σπίτι τους μέχρι το μεσημέρι 14-00 ή 15.00 μ.μ. – πάντα ανάλογα με το εβδομαδιαίο τους πρόγραμμα, το στομάχι έμενε άδειο, παρά τον ποδαρόδρομο που διάνοιγαν και το άγχος που τους δημιουργούσαν οι ώρες των μαθημάτων. Οι εύποροι μαθητές είχαν πάντα μαζί τους μία δραχμή με την οποία στα μεγάλα διαλείμματα αγόραζαν, κυρίως πλαστάρι γωνία με χαλβά ή τυρί, από τους φούρνους, του Γιώτη Μπάρμπα, των αδελφών Βαϊμάκη, του Λαμπρο – Μίχου και των αδελφών Μπότση. Και προτού καλά καλά δοκιμάσουν, χαπ έκοβε μια μπουκιά ο ένας συμμαθητής, χαπ ο άλλος μέχρι που στο τέλος έμενε δεν έμενε κάτι για τους ίδιους. Τότε οι μαθητές ήταν δεμένοι αναμεταξύ τους. ΄Ηταν σαν αδέρφια που λέει ο λόγος. Ο ένας αγαπούσε τον άλλο. Κάνανε αστεία – και πολλά μάλιστα – αλλά όλα είχαν μέσα τους το σπόρο της φιλίας, της πραγματικής αγάπης. Και σήμερα ακόμα, που έχουν περάσει από τότε τόσα χρόνια, υπάρχει μέσα τους αυτή η ίδια στενή, ανθρώπινη σχέση του συμμαθητή προς το συμμαθητή. Όταν σμίγουν, αμέσως η συζήτηση μόνη της μεταφέρεται στα δύσκολα, αλλά και ευχάριστα εκείνα μαθητικά γυμνασιακά χρόνια, αναφέροντας γεγονότα που ήταν άσβηστα χαραγμένα στη μνήμη τους. Ποιος απ’ αυτούς δε θυμάται σήμερα « το καταδικάστηκα κύριε καθηγητά », που είπε συμμαθητής προς το μαθηματικό Ζηκίδη Φωκίωνα, μετά το αποτυχημένο του πρόχειρο διαγώνισμα, ή τον ξυλοδαρμό που υπέστη άλλος συμμαθητής από το θεολόγο του Γυμνασίου, επειδή τόλμησε να τον ρωτήσει, « πού γράφουν οι Γραφές ότι βρισκόταν ο Παράδεισος ».
Σα σταγόνα βροχής στην ξεραμένη γη έπεσε η είδηση ότι η Κυβέρνηση θα χορηγήσει δωρεάν συσσίτια στους μαθητές των Δημοτικών σχολείων και των Γυμνασίων. Πιο πολύ όμως από όλους χάρηκαν οι μανάδες, οι οποίες από το πρωί που τα παιδιά τους έφευγαν από το σπίτι, το μυαλό τους ήταν τι θα μαγειρέψουν το μεσημέρι για να φάνε. Κι όταν μαγείρευαν δεν έβαζαν κουταλιά στο στόμα τους, αν δεν γύριζε και το τελευταίο τους παιδί από το μάθημα :
« Δεν πάει κάτου, έλεγαν. Πώς να φάω εγώ και το παιδί μου να πεινάει;»
Κι όταν έβρεχε ή μπουμπούνιζε είχαν άλλη στενοχώρια με τους κεραυνούς και με τον κατεβασμένο λάκκο του Καρυωτιού, γιατί τότε είχε διαδοθεί ότι ένα απόγευμα στο Καρυώτι, μετά τη Χούβιανη στην πρώτη στροφή, κάτω από μια γκορτσιά, έπεσε κεραυνός και σκότωσε δέκα πρόβατα του Κίτσιο Νικ. Κοντού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ορισμένοι πατεράδες έβγαιναν μέχρι τον λάκκο του Καρυωτιού και περίμεναν εκεί τα παιδιά τους, για να τα περάσουν από το πολύ νερό του.
Και τα παιδιά γνώριζαν τους κινδύνους. Γι’ αυτό, όταν έβρεχε πολύ κι ο λάκκος του Καρυωτιού γινόταν απέραστος, πήγαιναν από τον δημόσιο δρόμο (τον αυτοκινητόδρομο Παραμυθιά – Γλυκή Ε55). Ο δρόμος αυτός, αν και ήταν δυο φορές μακρύτερος από τον ενδιάμεσο, ήταν ασφαλής, χωρίς κανέναν κίνδυνο.
Στο χωριό την είδηση για τα δωρεάν συσσίτια έφερε ο Χαριση – Παπαφώτης,γιατί κάθε μέρα διάβαζε εφημερίδα. Διάβαζε την Ακρόπολη, όπως έλεγε, επειδή έγραφε με λεπτομέρειες όλα τα νέα και τα εγκλήματα που συνέβαιναν στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Και τότε οι εφημερίδες κόστιζαν μόνο 0,50 λεπτά, δηλαδή μισή δραχμή.
– Τώρα τα παιδιά μας θα την έχουν μια χαρά, είπε χαμογελώντας ο Χαρίσης στο μαγαζί του Θωμά. Η Κυβέρνηση θα τους φτιάξει και εστιατόρια στα σχολεία και στα Γυμνάσια. Μόνο τα βράδια θα έρχονται στο σπίτι μας για ύπνο. Αυτό θα πει δωρεάν παιδεία. Και… πού είμαστε ακόμα…
Οι παρευρισκόμενοι χωριανοί, όταν άκουσαν τα νέα του Χαρίση, πίστεψαν και δεν πίστεψαν στα λεγόμενά του. Όταν όμως αργότερα είπε τα ίδια, αλλά με άλλες λέξεις κι ο παπάς του χωριού, που διάβαζε άλλη εφημερίδα, « περισσότερο δημοκρατική », το χώνεψαν χωρίς καμία αντίρρηση.
Την άλλη μέρα ο Θωμάς, αστειευόμενος ρώτησε το Χαρίση :
– Εσύ μαγκαβέλη κάτι είχες διαβάσει και μάς έλεγες χτες το βράδυ για δωρεάν Παιδεία και για συσσίτια στα σχολεία και στα Γυμνάσια;
– Και βέβαια το έχω διαβάσει. Τώρα το επαναλαμβάνω, για να το ακούσουν κι οι άλλοι χωριανοί, που χτες δεν ήταν μαζί μας. Ξαναλέω λοιπόν, πως κάθε σχολείο ή Γυμνάσιο θα έχει το εστιατόριό του, που θα τρων δωρεάν οι μαθητές. Ορίστε, τι άλλο θέλουμε από την Κυβέρνηση.
Ραδιόφωνα στο χωριό την εποχή αυτή δεν υπήρχαν, για να ακούσουν τις ειδήσεις και τα άλλα νέα. Τα ραδιόφωνα ήρθαν λίγα χρόνια αργότερα. Μάλιστα στον πάνω μαχαλά το πρώτο ραδιόφωνο αγόρασε ο Μήτρο – Λώλος, ο πρόεδρος της Βέλλιανης. Κι ο Μήτρος τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν πήγαινε η ώρα επτά παρά τέταρτο (18.45) έπιανε το δημοτικό σταθμό της Κέρκυρας, άνοιγε την έντασή του ραδιοφώνου στο τέρμα και το έβγαζε έξω από το περβάζι του ανατολικού παραθυριού, για να ακούει το μισό χωριό μισή ώρα Ηπειρώτικα[2] δημοτικά τραγούδια.
Οι γυναίκες την ώρα αυτή σταματούσαν κάθε δουλειά. Ακουμπούσαν στο κατώφλι της πόρτας, έδεναν το μαντίλι τους γούσια και γεμάτες συλλογή – πολλές μάλιστα δάκρυζαν – άκουγαν τα τραγούδια :
Από το Στέλιο Μπέλλο :
Παραμυθιά, Παραμυθιά
Παραμυθιά, Παραμυθιά
γιατί φοράς τα μαύρα;
οι Γερμανοί μού σκότωσαν
Σαράντα Εννιά καμάρια
Τους πήραν από τα σπίτια τους
χωρίς να πουν ούτε μια καληνύχτα.
΄Ηλιε γιατί μας άργησες
Ήλιε γιατί μάς άργησες
να πας να βασιλέψεις,
σε καταριέται η εργατιά
κι οι ξενοδουλευτάδες.
Σε καταριέται και μια νια
μια μίκρο παντρεμένη
πού ’ χει τον άνδρα άρρωστο
βαριά για να πεθάνει
χαλεύει γάλα από λαγό,
τυρί απ’ άγριο γίδι.
Από τον Αλέκο Κιτσάκη :
Ξενιτεμένα μου πουλιά
Ξενιτεμένα μου πουλιά,
στον κόσμο σκορπισμένα,
η ξενιτιά σάς χαίρεται
τα έρημα τα ξένα.
Ανάθεμά σε ξενιτιά,
εσύ και τα καλά σου,
μας πήρες τα παιδάκια μας
και τα ’κανες δικά σου.
Τι να σού στείλω γιόκα μου
αυτού στα ξένα που’ σαι;
σού στέλνω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει
σού στέλνω και το δάκρυ μου
καίγεται το μαντίλι.
Από άλλους Ηπειρώτες τραγουδιστές :
Ο Γιάννος και η Βαγγελιώ
Ο Γιάννος και η Βαγγελιώ
σ’ ένα σχολειό πηγαίναν.
Μαθαίνει ο Γιάννος γράμματα
κι η Βαγγελιώ τραγούδια.
Τρεις χρόνους αγαπιότανε
κανένας δεν το ξέρει.
Μια Κυριακή και μια γιορτή
μιας Πασχαλιάς ημέρα.
Ο Γιάννος ξεγελάστηκε
στη μάνα του το λέει :
– Μάνα μ’ τη Βαγγελιώ αγαπώ,
γυναίκα θα την πάρω.
Κι αν δεν την πάρω θα χαθώ,
θα πάω να βρω το χάρο.
– Κάλλιο να σ’ είχε φάει το φίδι
μες στη γλώσσα, μες στα χείλη,
παρά το λόγο που ’πες.
Η Βαγγελιώ σου Γιάννο μου
είν’ πρώτη ξαδέρφισά σου. …
Μάνα με κακοπάντρεψες
Μάνα με κακοπάντρεψες
και μ’ έδωκες στους κάμπους.
Εγώ στους κάμπους δε βαστώ,
νερό ζεστό δεν πίνω.
Το πίνω και θερμαίνομαι,
το πίνω κι αρρωσταίνω….
Για μη με δέρνεις μάνα μωρ μάνα
Για μη με δέρνεις,
μάνα μωρ’ μάνα
με τ’ αργαλειού τ’ αντί (μακρύ ξύλο του αργαλειού…).
Και θα σου μαρτυρήσω
το ποιος με φίλησε.
Δεν ήταν ξένος,
μάνα, μωρ’ μάνα
ούτε και μακρινός,
ήταν ο γείτονάς μας
ο φίλος ο παλιός.
– Για πες μου θυγατέρα,
μωρ’ τσιούπρα,
με τη σε γέλασε;
– Με σύκα με καρύδια
και με γλυκό κρασί.
Εκτός από το ραδιοφωνικό σταθμό της Κέρκυρας οι Βελλιανίτες που είχαν αγοράσει ραδιόφωνο, έπιαναν και τους σταθμούς των πόλεων, Αμαλιάδας, Πύργου, Παρισιού, Βουδαπέστης[3], Deutsche Welle κ. ά. Από τους σταθμούς αυτούς άκουγαν, εκτός από τα δημοτικά ή λαϊκά τραγούδια, τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού ως και τις αφιερώσεις των ακροατών.
Ένα βράδυ όταν ο πατέρας γύρισε στο σπίτι κουρασμένος από το μαστραλίκι , η μάνα τού είπε :
– Ναστάση, δεν παίρνουμε κι εμείς ένα ράδιο (ραδιόφωνο); Σήμερα το βράδυ το ράδιο του Μήτρο Λώλου είχε κάτι τραγούδια, που σήκωναν και τον απεθαμένο. Άκουγες το κλαρίνο του Τάσιο Χαλκιά και σού’ ρχονταν να σκούξεις.
– Λεφτά. Δεν έχουμε λεφτά. Τώρα είναι καλοκαίρι κι έχω δουλειά. Άμα όμως έρθει ο χειμώνας και πιάκουν τα κρύα κι οι βροχές, ποιος ξέρει πόσους μήνες θα κάθομαι. Κι αν μ’ αρρωστήσουν τα παιδιά; με τι λεφτά θα πληρώσω το Φέστα (γιατρό) και τον Καντηλά (το μοναδικό τότε στην Παραμυθιά φαρμακοποιό). Δεν πρέπει εγώ να έχω στην πάντα πέντε παράδες για ώρα ανάγκης;
– Αγόρασε πατέρα, τού είπε κι η Δοξία. Τριακόσιες δραχμές κάνει (κοστίζει). Μπορούμε να το πάρουμε και με δόσεις από το Λάκη Μπάρμπα, όπως το πήρε κι ο Σωτηρη – Μπίκας.
– Πάρ’ το πατέρα, φώναξαν και τα άλλα τέσσερα παιδιά του.
– Εσείς, βγάλτε πρώτα μόνα σας λεφτά και, αφού δείτε πώς βγαίνουν, ύστερα πάτε και ψωνίστε ό,τι θέλετε. Εγώ τα λεφτά σας δεν τα θέλω. Με φτάνουν αυτά που βγάζω σα μάστρας (κτίστης). Όταν, όμως, θά ’ρθουν σε σας τα γελάδια (βάλετε μυαλό), στον τάφο μου στον ΄Αι Γιώργη θα φυτρώσουν γομαράγκαθα.
Αυστηρός ο πατέρας άλλαξε αμέσως τη συζήτηση, χωρίς κανένας από την οικογένεια να τολμήσει να τη συνεχίσει.
Μετά από μια πενταετία περίπου, όταν το ραδιόφωνο είχε μπει σε πολλές οικογένειες της περιοχής και το έπαιρναν μαζί τους ο βοσκός στο μαντρί, η νοικοκυρά καβάλα στο άλογο και πήγαινε στην αγορά της Παραμυθιάς, κι ο γεωργός στα χωράφια, το αγόρασε κι ο πατέρας. Προτού όμως το θέσει σε λειτουργία, τοποθέτησε τη γείωση στην έξω πλευρά της πρόσοψης που έβλεπε προς το σπίτι του Μίχο Ντάγκα, δίπλα στο δεύτερο παράθυρο του πάνω δωματίου[4], έδεσε καλά την κεραία σε ένα ξερό κλαδί της σκαμνιάς κι ύστερα είπε στα παιδιά :
Προσοχή. Το ράδιο το έχω με δοκιμή. Δεν το πλήρωσα ακόμα. Όταν βρέχει ή αστράφτει και μπουμπουνίζει, θα το έχετε πάντα κλειστό. Στο Προδρόμι από το ράδιο πήρε φωτιά ολόκληρο σπίτι, γιατί, ενώ άστραφτε και μπουμπούνιζε, το είχαν ανοιχτό.
Φώτω, τα μάτια σου δεκατέσσερα. Μόλις συννεφιάζει, κλείσ’ το αμέσως. Κι αν τα παιδιά δε σε ακούνε, όταν έρθω το βράδυ, να μού το πεις.
Το καινούριο ραδιόφωνο, μάρκας Filips, ο πατέρας το τοποθέτησε στην αρχή στο πάνω δωμάτιο και μετά, επειδή δεν τον βόλευε, το μετέφερε στη κουζίνα, στο περβάζι του παραθυριού, που είχε δίπλα στο κρεβάτι του. Από κει μαζί με τη μάνα, άκουγαν, όχι μόνο όλα τα νέα στις ώρες των ειδήσεων, αλλά και δημοτικά τραγούδια.
Μια μέρα το ραδιόφωνο μιας κυρίας – δώρο του άντρα της που δούλευε στη Γερμανία – απότομα σταμάτησε να παίζει. Η κυρία το χτύπησε από τη μια μεριά, το χτύπησε από την άλλη, πάτησε το ένα κουμπί, πάτησε το άλλο, τίποτε. Το ραδιόφωνο, αν και καινούριο και από τη Γερμανία, δεν έκανε κικ.
Μηχανήματα είναι και χαλάν, τής είπε η γειτόνισσά.
Κι αμέσως το πήγε στην Παραμυθιά στο ραδιοτεχνίτη, τον οποίο γνώριζε, γιατί ήταν από το διπλανό της χωριό. Ο ραδιοτεχνίτης το κοίταξε με προσοχή, ξεβίδωσε μπροστά της το καπάκι του, δοκίμασε μερικά καλώδια και, αφού διαπίστωσε τη « βλάβη του », τής είπε :
– Έλα κυρία μου την άλλη εβδομάδα. Έχει πολλή δουλειά. Μέχρι τότε ελπίζω να το έχω έτοιμο.
– Πιο νωρίτερα δε γίνεται; το έχω συνηθίσει και χωρίς αυτό δεν μού περνάει η ώρα.
– Πέρασε τη Δευτέρα. Για σένα, αν και έχω πολλή δουλειά, θα προσπαθήσω να το φτιάξω.
Τη Δευτέρα η κυρία, πηγαίνοντας στην Παραμυθιά, πήρε στα χέρια της το ραδιόφωνο. Το δοκίμασε μπροστά στον τεχνίτη, δεν ήθελε να πάρει γουρούνι στο σακκί, που λέει και η παροιμία, και, αφού διαπίστωσε ότι τώρα λειτουργούσε και μάλιστα « καλύτερα », τού είπε χαρούμενη :
– Πόσο κοστίζει η δουλειά σου;
– Ένα εκατοστάρικο μαζί με τα ανταλλακτικά. Η τιμή αυτή είναι για σένα, επειδή ήμαστε κοντοχωριανοί.
– Ορίστε εκατόν δέκα.
Κι η βλάβη του ραδιοφώνου, σύμφωνα με τον ίδιο τον τεχνίτη, που την ομολόγησε τις επόμενες ημέρες σε φιλικό του πρόσωπο, ήταν μόνο η αλλαγή των μπαταριών. « Κάλλιο να ξέρεις, παρά να έχεις », που έλεγαν κι οι παλιοί.
Σάββατο βράδυ. Στο καφενείο του χωριού είχαν μαζευτεί πολλοί Βελλιανίτες, μόνο άνδρες, κι άρχισαν ξανά τη συζήτηση για τα δωρεάν συσσίτια στα σχολεία :
– Τώρα τα παιδιά μας θα μαθαίνουν γράμματα με γιομάτο το στομάχι. Δε θα κάθονται στα θρανία και θα σκέφτονται τη μπομπότα, έλεγαν οι οπαδοί της Κυβέρνησης.
– Αυτό έπρεπε να το είχαν κάνει από χρόνια. Τότε που ολόκληρο το χωριό δεν είχε ψωμί να φάει. Τώρα λίγες είναι οι οικογένειες, που λεν « το ψωμί ψωμάκι », υποστήριζαν οι λιγότερο πολιτικά φανατικοί.
– Καλά, καλά, έλεγαν οι οπαδοί της αντιπολίτευσης. Να δούμε πρώτα τι θα τρων τα παιδιά μας κι ύστερα τα κουβεντιάζουμε. Θα τούς δίνουν ένα κύπελλο νερωμένο γάλα με λίγα τρίμματα ψωμί και θα διαδίδουν ότι λειτουργούν συσσίτια κι έχουμε δωρεάν παιδεία.
– Ποιος ξέρει τι κρύβεται πίσω από αυτά τα συσσίτια; ποιος βάζει το χέρι του στο μέλι και δεν το γλείφει; είπε κάποιος ηλικιωμένος της παρέας, εννοώντας το κλέψιμο από την πίσω πόρτα.
– Θα αυξηθεί η κατανάλωση του Λάμπρου Μίχου, που δεν ξέρει που τα ’χει στην Ελβετία, συμπλήρωσε κάποιος άλλος πολύ προοδευτικός.
Κοπέλες της Βέλλιανης, λουλούδια του Μάη,
νεράιδες που λούζονται στον ποταμό του ΄Αδη.
Ο δάσκαλος αφού κάλεσε τους γονείς κι επίσημα τούς ανακοίνωσε τη δωρεάν χορήγηση συσσιτίου στους μαθητές, τους ενημέρωσε για τη διανομή του κι όλες τις άλλες λεπτομέρειες. Μάλιστα τους είπε ότι ο κάθε μαθητής υποχρεούται κάθε πρωί να φέρνει στο σχολείο από ένα χοντρό ξύλο για το βράσιμο του γάλατος και του μεσημεριανού φαγητού.
Οι χωριανοί, γονείς και μη, με προσωπική εργασία κατασκεύασαν στη βόρεια πλευρά του σχολείου προς το σπίτι του Θωμά Μπίκα (σήμερα του γιου του Τάκη) ένα υπόστεγο, το σκέπασαν με τσίγκο, το έστρωσαν τσιμέντο, τοποθέτησαν μέσα ξύλινους πάγκους και τραπέζια, για να κάθονται και να τρων οι μαθητές, κι έφτιαξαν και την αγκωνίστρα για να ανάβουν τη φωτιά και να βράζουν το γάλα και το φαγητό. Επίσης όρισαν και μια μητέρα, η οποία θα μαγείρευε και θα τελείωνε όλες τις άλλες εργασίες.
Τη Δευτέρα άρχισε το πρώτο συσσίτιο. Οι μαθητές έρχονταν στο σχολείο, κρατώντας στα χέρια τους από ένα χοντρό ξύλο, ελιάς ή πουρναριού για τη φωτιά[5] κι ένα πλαστικό κύπελλο, για να πίνουν το πρωινό ρόφημα. Τα αλουμινένια πιάτα για το μεσημεριανό φαγητό, τα είχαν φέρει από το Σάββατο κι έμεναν μόνιμα στο μαγειρείο.
Η μαγείρισσα από το πρωί άναψε τη φωτιά, έβαλε πάνω στην πυροστιά το μεγάλο καζάνι κι έβρασε πρώτα το νερό. Αργότερα ήρθε ο δάσκαλος. Άνοιξε ένα μεγάλο κουτί με γάλα σκόνη και ένα άλλο με κακάο και, σύμφωνα με τις γραπτές οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας, ζύγισε στη ζυγαριά τις καθορισμένος ποσότητες και τις έριξε μέσα στο καζάνι με το βραστό νερό, ενώ η μαγείρισσα το ανακάτευε με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα. Οι μαθητές κοίταζαν με περιέργεια, λες και δεν είχαν δει στα σπίτια τους πως βράζουν γάλα.
Όταν το ρόφημα έβρασε, πρώτος δοκίμασε ο δάσκαλος
– Α, πολύ ωραίο. Πολύ ωραίο. Μπράβο σας το πετύχατε, είπε γεμάτος θαυμασμό ο δάσκαλος, απευθυνόμενος προς τη μαγείρισσα. Συγχαρητήρια. ΄Ετσι θέλουμε να μαγειρεύετε το πρωινό μας κάθε μέρα.
– Ορίστε, πρώτα να περάσει η πρώτη τάξη και στη συνέχεια οι υπόλοιπες. Ορίστε, γιατί η ώρα πέρασε. Πρέπει να κάνουμε και μάθημα. Συσσίτιο, συσσίτιο, αλλά και μάθημα, μάθημα.
Οι μαθητές περνούσαν ένας ένας κι η μαγείρισσα αφού τούς γέμιζε το κύπελλο με γάλα, στη συνέχεια έπαιρναν από το διπλανό τραπέζι μια μεγάλη φέτα, καθάριο, παζαρίσιο ψωμί, κι ένα κομμάτι κίτρινο τυρί, τρώγοντας με την ησυχία τους στα παρακείμενα τραπέζια.
Μετά το πρωινό οι μαθητές πέρασαν στην αίθουσα για μάθημα. Ο δάσκαλος τώρα δε θύμωνε, όπως παλαιότερα. Τώρα δίπλα στο μαγειρείο ήταν η μαγείρισσα και τα άκουγε όλα όσα συνέβαιναν στην Τάξη. Για το λόγο αυτόν, τις πρώτες ημέρες ήταν πολύ προσεκτικός, όχι μόνο στις εκφράσεις του, αλλά και στον τόνο της φωνής. Ορισμένες φορές, όταν γιγάντωνε μέσα του ο παιδαγωγικός οίστρος, εξαπέλυε, ως άλλος Δίας, κεραυνούς, μικρής όμως έντασης, γιατί ΄θυμόταν το συσσίτιο.
Όταν η ώρα πήγε δώδεκα και μισή και το φαγητό ρύζι με κοτόπουλο ήταν έτοιμο, ο δάσκαλος τελείωσε το μάθημα και μαζί με όλους τους μαθητές πήγε να γευματίσει. Πρώτος και πάλι δοκίμασε ο ίδιος, εξαίροντας με επαινετικά λόγια τις μαγειρικές ικανότητες της μαγείρισσας. Αμέσως μετά πρώτα οι μικροί μαθητές και ύστερα οι μεγάλοι, ένας ένας περνούσε με το αλουμινένιο πιάτο, λαμβάνοντας το φαγητό και μια μεγάλη μερίδα ψωμιού. Το συσσίτιο (πρωινό και μεσημεριανό) ήταν πολύ καλό και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Πάντα υπήρχε αρκετό και κάθε μαθητής μπορούσε να πάρει και περίσσευμα.
Τώρα τα παιδιά το μεσημέρι δεν πήγαιναν στο σπίτι τους. Οι μανάδες, αν και απαλλάχτηκαν από το μεσημεριανό φαγητό, δεν τους πολύ άρεσε. Μεσημέρι χωρίς παιδιά στο σπίτι, δεν μπορούσαν να το χωνέψουν. Γι’ αυτό μερικές, μην αντέχοντας την αλλαγή της ζωής τους με το συσσίτιο, πήραν τον κατήφορο για το σχολείο, για να δουν τα παιδιά τους, αν και είχαν εμπιστοσύνη στο δάσκαλο. Και τα παιδιά; τα παιδιά έπαιζαν ξέγνοιαστα και χορτάτα στην αυλή του σχολείου.
– Κώστα, μην παίρνεις για το σχολείο από τα χοντρά ξύλα, είπε ένα πρωί η γιαγιά στο εγγόνι της. Πάρε καλύτερα δύο σκίντα , το ίδιο είναι.
– Όχι γιαγιά. Ο δάσκαλος μάς είπε να πηγαίνουμε κάθε πρωί στο σχολείο για τη φωτιά ένα χοντρό ξύλο από ελιά ή πουρνάρι.
– Σήμερα πήγαινε αυτά τα δυο σκίντα. Είναι το ίδιο σαν ένα χοντρό ξύλο. Δεν πειράζει. Ο δάσκαλος είναι καλός και δε θα σε μαλώσει.
Ο Κώστας θύμωσε. Πέταξε τα δυο σκίντα που του είχε δώσει η γιαγιά και τρέχοντας έφυγε για το σχολείο.
Η γιαγιά όμως, όταν είδε τον Κώστα να φεύγει χωρίς ξύλα, έτρεξε από πίσω του.
– Κώστα, Κώστα; έλα να πάρεις το χοντρό ξύλο. Πάρ’ το, γιατί αν δεν πας το ξύλο στο σχολείο, η μαγείρισσα δε θα μαγειρέψει και θα μας κόψουν το συσσίτιο.
Ο Κώστας, το αλεπουδάκι πιο έξυπνο από την αλεπού, έφυγε χωρίς να απαντήσει στη γιαγιά. Και, μόλις έφτασε στο τρίτο περιβόλι, που ήταν στο δρόμο του, εκεί ζούσε μόνη της μια γριά, αφού κοίταξε προς το σπίτι της και τη γειτονιά και δεν είδε κανέναν, έβγαλε από το φράχτη ένα χοντρό πουρναρίσιο πάσαλο και, προσπαθώντας να τον απελευθερώσει από το συρματόπλεγμα, που ήταν καρφωμένος με πρόκες, άρπαξε μια πέτρα κι άρχισε να τον χτυπά δυνατά και γρήγορα. Από τα χτυπήματα η γριά βγήκε στην αυλή και, βλέποντας τον Κώστα να φεύγει με τον πάσαλο, επειδή δεν τον αναγνώρισε, γιατί δεν μπορούσε να δει μακριά, άρχισε από τα νεύρα της να χτυπάει με το μπαστούνι τον αέρα και να τού λέει :
– Πού θα μού πας ωρέ ζαγάρ; τώργια θά ’ρθω στο δάσκαλο και θα τα πούμε.
Ο Κώστας, αν και είδε τη γιαγιά, από το θόρυβο που έκανε το νερό του λάκκου που ορμητικά κυλούσε ανάμεσα στις πέτρες, δεν άκουσε τι έλεγε. Γι’ αυτό τον πέρασε τρέχοντας, αφού το ένα πόδι του βούτηξε στο νερό μέχρι το γόνατο. Όταν έφθασε στο σχολείο, άφησε τον πάσαλο πάνω στα άλλα ξύλα και πήγε να παίξει με τους συμμαθητές του.
Μετά από λίγο, ενώ οι μαθητές κι ο δάσκαλος έπιναν το πρωινό τους, φάνηκε στην αυλόπορτα του σχολείου η γριά να έρχεται σιγά σιγά στηριζόμενη στο μπαστούνι της. Όταν έφθασε στο μαγειρείο του σχολείου, ο δάσκαλος τής φώναξε :
– Γιαγιά, έλα γιαγιά. ΄Ελα να πιεις μαζί μας ένα κύπελλο γάλα. Είναι πολύ νόστιμο. Είναι σα σπιτίσιο.
– Ευχαριστώ πολύ κυρ δάσκαλε. Σε ευχαριστώ πολύ, του απάντησε
θυμωμένα. Και, κοιτάζοντας προς τη θημωνιά των ξύλων, αφού άρπαξε τον πάσαλό της στα χέρια, απειλητικά συνέχισε :
– Κυρ δάσκαλε, ε κυρ δάσκαλε. Το βλέπεις αυτό το ξύλο; αυτό το ξύλο ανήκει στο φράχτη μου για να μην μπαίνουν μέσα στον μπαξέ τα ζώα.
Δεν ανήκει στη θημωνιά σου. Αν χρειάζεσαι ξύλα, στείλε τα παιδιά σου να σού δώσω…..
Ο δάσκαλος, αφού εξέφρασε μπροστά στους μαθητές του τη λύπη για τον κόπο που έκανε η γιαγιά να έρθει από το σπίτι της στο σχολείο, τής πρόσφερε πρωινό κι αμέσως έστειλε δυο μεγάλους μαθητές μαζί με τον Κώστα, για να τοποθετήσουν το ξύλο στο φράχτη της, και ακριβώς στην αρχική του θέση ….
26.04.2024
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] . Ο ενδιάμεσος δρόμος : ο ενδιάμεσος δρόμος που τον διέσχιζαν πεζή ή με τα μεταφορικά ζώα τους οι κάτοικοι των χωριών Ζερβοχωρίου, Καμινιού, Προδρομίου, Βέλλιανης και Καρυωτίου, άρχιζε από το χωριό Ζερβοχώρι και μετά το Καρυώτι στο λάκκο του Χόντρου ενώνονταν με το δημόσιο δρόμο Ε55 ( Παραμυθιά – Γλυκή )
[2] . Ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια : Τα Ηπειρώτικά δημοτικά τραγούδια, χαρακτηριστικά για την ομορφιά τους και την ιστορική τους αξία, είχαν προκαλέσει το θαυμασμό σε πολλούς λόγιους Ευρωπαίους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γερμανός ποιητής Goethe (1749 – 1832), ο οποίος είχε εκφραστεί γι’ αυτά με τα καλύτερα λόγια και μάλιστα ορισμένα μοιρολόγια τα μετέφρασε και στη Γερμανική γλώσσα.
[3] . Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί Βουδαπέστης και Deutsche Welle. Από τη Βουδαπέστη άκουγαν κάθε Κυριακή την εκπομπή αφιερώσεις, ενώ από τη Deutsche Welle στις 21.40 καθημερινά ειδήσεις. (πληροφορίες : Χ. Ν. Γ.)
[4] . Πάνω δωμάτιο : Το πατρικό μας σπίτι βρισκόταν στην τοποθεσία Γκέλη Μάγκου της Κάτω Βέλλιανης και σε οικόπεδο, που μέχρι το ήμισυ της δεκαετίας του 1930 ανήκε στην Πρεσβυτέρα του Παπαβαγγέλη (Ντάγκα). Κτίστηκε για πρώτη φορά το 1935. Πυρπολήθηκε τον Αύγουστο του 1943 από τους Γερμανοτσάμηδες. Ξανακτίστηκε το 1945 από τη Στέγαση. Και το 1990 κατεδαφίστηκε, λόγω τοπικού σεισμού. Το σπίτι που κτίστηκε το 1945 είχε δύο δωμάτια. Το πάνω και το κάτω, που τα χώριζε αμπάρι, στο οποίο έβαζαν τα γεννήματα σιτάρι, βρώμη και καλαμπόκι. Το πάνω δωμάτιο, ονομάζαμε και επίσημο, γιατί σε αυτό υποδέχονταν τους χωριανούς, τους έξω χωριού συγγενείς ή ξένους επισκέπτες. Το δωμάτιο αυτό η αδερφή μας η Δοξία το είχε πάντα συγυρισμένο και καθαρό και εμάς τα αγόρια δε μάς επέτρεπε να το επισκεφτούμε την ημέρα. Το βράδυ όμως εδώ κοιμόταν όλη οικογένεια, και, επειδή ήταν πολύ κρύο, αργότερα τοποθέτησαν μαγκάλι και μετά από δύο περίπου χρόνια σόμπα με ξύλα.
Περίπου το 1955 ο πατέρας έκτισε δίπλα στο κάτω δωμάτιο πέτρινη κουζίνα, με ξεχωριστή εξωτερική πόρτα, παράθυρο, τζάκι και φούρνο. ( Πληροφορίες : Μπίκας Αριστοτέλης και Μπίκας Ιωάννης του Αναστασίου )
[5] . Φωτιά : φωτιά ονόμαζαν το πυροφάνι με πετρέλαιο ή τη μικρή από ξύλα εστία πυρκαγιάς ( στιας) με την οποία μαγείρευαν ή ζέσταιναν το δωμάτιο του σπιτιού τους. Την εποχή αυτή δεν είχε έρθει το ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά της Παραμυθιάς και η αίθουσα του σχολείου της Βέλλιανης δεν είχε ούτε φως ούτε σόμπα. Τη σόμπα με ξύλα δώρισε στο σχολείο περίπου το 1964 ο Γάκη Μπίκας του Παναγιώτη, που εργαζόταν στη Γερμανία.