Άρθρο: Ο λήσταρχος Γιώργος Κιάμος (Γ. Τζώρτζης ) – Β΄μέρος
Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Ο λήσταρχος Γιώργος Κιάμος (Γ. Τζώρτζης ) 2ο
Η εφημερίδα Ελευθερία Ιωαννίνων :
Α. Ημερομηνία[1] : 19 Μαρτίου 1925, σελ. 1η
……………………………………………………………
« ΑΙ ΑΜΝΗΣΤΕΙΑΙ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
Παραμυθιά 14 Μαρτίου 1925
Ο εκ Ποπόβου της Παραμυθίας, Σωτήριος Κουτούπης, μεταβάς εις Αθήνας, εσχάτως επανέκαμψε, δι’ ατομικάς του υποθέσεις, ενήργησε δια των κ.κ. Βουλευτών Ηπείρου παρά τη Κυβερνήσει, όπως δοθεί αμνηστεία εις τον άλλοτε επικηρυγμένον ληστήν Τσίλην Μάστραν, εκ Κορίστιανης της Παραμυθίας, ούτινος η επικήρυξις ως και των λοιπών ληστών Γ. Κιάμου, Κοντού και Μπόλοση, ανασταλείσα επί τινα καιρόν, επανήλθε εσχάτως εν ισχύι δια πάντας τους λοιπούς, πλην του ρηθέντος Τσίλη Μάστορα, επι τω λόγω ότι δήθεν ούτος μόνος συνετέλεσεν εις την εξόντωσιν της συμμορίας Αζίζ Λιούλιε και Μπέκιου Κιαμήλ Χόντζα (αδελφού του γνωστού ληστού Νταούτ Χόντζα, διαμένοντος ήδη εν Αλβανία). Ερωτώμεν ήδη, διατί οι κ.κ. Βουλευταί Ηπείρου εζήτησαν την αμνηστείαν μόνον του Τσίλη Μάστορα και ουχί και των λοιπών Γ. Κιάμου, Κοντού και Μπόλοση; Μήπως νομίζουν ότι μόνον ούτος συνετέλεσεν εις την εξόντωση της συμμορίας Αζίζ Λιούλιε, κτλ. Ας γνωρίσουν, ως άλλως είναι παγκοίνως γνωστόν, ότι εις τον φόνον και την εξόντωσιν της συμμορίας Αζίζ Λιούλιε συνετέλεσεν ου μόνον ο Τσίλης Μάστορας, αλλά και οι ανωτέρω Γ. Κιάμος, Κοντός και Μπόλοσης, προσενεγκόντες επίσης κατά τας τελευταίας εκλογάς και το Δημοψήφισμα, ουχί μικροτέρας του Τσίλη Μάστορα δια την ανάδειξιν τούτων ως Βουλευτών. (1) Καθήκον όθεν είχον και έχουσιν οι κ.κ. Βουλευταί της Ηπείρου να ενεργήσουν όπως δοθεί αμνηστεία ουχί μονομερώς εις τον Τσίλη Μάστοραν, αλλά και εις πάντας τους ανωτέρω, τοσούτω δε μάλλον επιβάλλετο η ενέργεια αύτη, δια τον Γ. Κιάμον, καθόσον πλην της συμμετοχής του εις την εξόντωσιν της συμμορίας του Αζίζ Λιούλιε, κατε-δίωξεν ούτος συστηματικώς και τελεσφόρως και την συμμορία του επικεκηρυγμένου και διαβοήτου ληστού Κώστα Νάση, ήτις αδυνατούσα πλέον να διατηρηθεί εις την περιφέρειαν Ποπόβου και εν γένει ολοκλήρου της Παραμυθίας, ηναγκάσθνη να εύρη κρησφύγετο εις την περιφέρειαν Πάργας (ένθα υπήρχεν με το ποίμνιόν του ο αρχιποιμήν Γιάννης Σακαρέλης εκ Ποπόβου), όπως επίσης δεν αφήκε ταύτην ήσυχον ο ρηθείς Γ. Κιάμος εκ Πράδαλας, αλλά δις μετέβη και εκεί προς καταδίωξιν ταύτης, εξ ου πανταχόθεν πιεζόμενοι οι οπαδοί του ρηθέντος Κώστα Νάση, ηναγάκσθησαν καθ’ ύπνους να δολοφονήσωσι τον αρχηγόν των Κ. Νάσην και ούτω και την βεβαίαν σύλληψιν ή εξοντωσην των υπό Γ. Κιάμου διέφυγον και μετ’ ελπίδων πολλών προσβλέ-πουσιν εις την χορήγησιν αμνηστείας δι’ αυτούς, εκτός και της αμοιβής. Τα δε της υπό του Γεωργίου Κιάμου καταδιώξεως της συμμορίας Κ. Νάση, είναι τόσον βεβαια και αληθή, ώστε ου μόνον εις την περιφέρειαν ολόκληρον της επαρχίας Παραμυθίας και Πάργας, αλλά και εις απάσας τας αρμοδίας Αρχάς τυγχάνουσι γνωστά και προ και μετά τόν φόνον του Κ. Νάση. Ορθόν όθεν, επαναλαμβάνουμεν και επιβεβλημένον είναι κατόπιν των ανωτέρω, όπως οι κ.κ. Βουλευταί της Ηπείρου ενεργήσωσιν ίνα και εις τους ρηθέντας Γ. Κιάμον, Κοντόν και Μπόλοσην δοθεί αμνηστεία, αφού πρώτον ανασταλεί η επικήρυξις των, ως του Τσίλη Μάστορα ή άλλως διαταχθεί η σύντονος και αποτελεσματική καταδίωξις και εξόντωσις απάντων των ληστών, τούτων άνευ εξαιρέσως τινός προς ησυχίαν του τόπου …. »
Β΄. Ημερομηνία : 30 Μαρτίου1925, σελ. 1η.
« ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
Κούρεντα 20 Μαρτίου 1925
Εδιάβασα σε κάποια εφημερίδα της πόλεως σας την κακοποί-ησιν του δασοφύλακος Κουρέντων υπό του ληστού Γ. Κιάμου και Σίας, αλλά θα ήτο ευτύχημα εάν η δράσις και ενέργεια του εν λόγω ληστού περιορίζετο ως εκεί και δεν είχε και το θράσος να ενεργήσει έλεγχον του Αστυνομικού Σταθμού Κουρέντων εν πλήρει μεσημβρία και ανευ ουδενός φόβου, υπό τας ακολούθους περιστάσεις :
Ο δασονόμος Κουρέντων είχε μεταβεί την 17ην τρέχοντος εις Ζαγόρτσαν δι’ υπηρεσίαν. Συνέπεσεν δε να συναντήσει εκεί τον λήσταρχον Γ. Κιάμον με την συμμορίαν του και υπεβλήθη εις πρόχειρον ανάκρισιν υπ’ αυτού, ζητούντος πληροφορίας αν εις τον Σταθμό Κουρέντων ήσαν πολλοί χωροφύλακες. Ο δε δασονόμος του είπε ότι είναι μόνον έξι, οπότε ο καλός πληροφο-ρημένος λήσταρχος του είπε : « Ημείς ξέρομε πώς είναι μόνον ένας χωροφύλακας, γιατί εσύ λες ψέματα ;» Εκτούτου δε έλαβον αφορμήν και τον εκακοποίησαν, αν και ο δασονόμος εκ του φόβου ουδέν ανέφερεν εις το χωρίον. Κατόπιν τούτου ο Γ. Κιάμος και Σία έφυγαν προς την Χίνκαν και είπον εις τον δασονόμο : « Θα σε συναντήσομε στον δρόμο κατά την επιστρο-φήν και θα πάμε μαζί στα Κούρεντα, όπως και έγινε.
Διερχόμενοι οι λησταί κάτωθεν του Σχολείου Κουρέντων κατά τας 10 π.μ. της ιδίας ημέρας και διευθυνόμενοι προς το μεσοχώρι του χωριού ανεγνωρίσθησαν από κάποιον μαθητήν, όστις κατάγεται από του Ντουβλά του Τσάμικου και τους ήξερε και είπεν εις τον Διευθυντήν του Σχολείου, καθηγητήν κ. Θεοχ. Παππaγεωργίου ότι αυτός που περνάει κάτωθεν του Σχολείου είναι ο Κιάμος. Στο άκουσμα του ονόματος του ληστού, οι μαθηταί και αι μαθήτριαι του Σχολείου κατελήφθησαν υπό τρόμου και ο Διευθυντής ηναγκάσθη να στείλει τα παιδιά σπίτι των και να παραμερίσει και αυτός δια κάθε κακό ενδεχόμενον.
Αυτή ήτο η πρώτη εντύπωσις της εισόδου του ληστάρχου στα Κούρεντα, όστις κατέλυσε στο μπακάλικο του Ηλία Καρβούνη, όπου βρήκε το μόνο χωροφύλακα, Σταθμάρχην του χωριού μας και αρκετούς συγχωριανούς, προς τους οποίους εδήλωσεν ότι είναι εμπιστευτικόν απόσπασμα και προσέφερε σ’ όλους τσίπουρο. Εδώ εγνώρισε τον Κιάμον αμέσως ο συγχωριανός μας Κώτσιος Πάντος, διότι συνέπεσε να συνυπηρετούν εις τας φυλακάς ΄Αρτας.
Αφού ήπιαν τα τσίπουρά των όλοι, τότε ο λήσταρχος, ως αρχηγός δήθεν του εμπιστευτικού αποσπάσματος, εζήτησε τον Πρόεδρον της Κοινό-τητας, αλλά τι ατυχής σύμπτωσις να λείπει ο πρόεδρος, διότι δεν είχεν ειδοποιηθεί προηγουμένως ότι θα εδέχετο τέτοιο απόσπασμα για να του ετοιμάσει γιατάκι για το βράδυ, όπως δικαιολογούσαν την τετράκις ζήτησιν του προέδρου της Κοινότητος.
Αφού παρέμειναν κάμποση ώρα στο μπακάλικο και ήρχισαν οι συγχω-ριανοί ο ένας μετά τον άλλον να φεύγουν, γιατί ένοιωσαν πλέον ποιο ήτο το απόσπασμα, κίνησε να πάει στο Σταθμό του και ο Σταθμάρχης χωροφύλαξ και επειδή το διάστημα από το μπακάλικο ως τον Σταθμόν είναι δύο λεπτά της ώρας, εθεώρησεν καλόν ο αρχηγός του εμπιστευ-τικού αποσπάσματος να διατάξει ένα εκ των υπ’ αυτόν και συνοδεύσει τον χωροφύλακα ως τον Σταθμόν, όπερ και εγένετο και μόλις έφθασεν στο Σταθμό, εγένετο υπό του συνοδού ληστού σχετική επιθεώρησις του Σταθμού και ευρέθησαν τα πάντα εντάξει.
Μετά ταύτα επέστρεψεν πάλιν στο μπακάλικο, όπου ήπιαν και άλλο λίγο τσίπουρο, δηλαδή τόσο όσο χρειάστηκε να ’ρθουν στο κέφι οι άντρες του εμπιστευτικού αποσπάσματος και ν ’αρχίσουν το τραγούδι. Ο καπετάνιος τραγούδησε πολύ όμορφα το τραγούδι των Τσεκουραίων[2] και την Βασίλω Αρχόντισσα. Εν τω μεταξύ άρχισε να βραδιάζει και επειδή ο «αφιλότιμος» ο Πρόεδρος της Κοινότητος δεν παρουσιάστηκε να φροντίσει και τους εξεύρη γιατάκι τους πήρε ο Κώτσιο Πάντος σπίτι του και κατά τας 10-11 την νύκτα απήλθον, αφού προηγουμένως πήγαν να ξυλοκοπήσουν τον συγχωριανό μας Γιώργο Ζήκο, επειδή κατά το διάστημα της διαμονής των στο σπίτι του Κώτσιο Πάντου, έστειλε το κορίτσι του ο Γιώργο Ζήκος να πάρει κάποιο αρνί, το οποίον είχε πάει στα πρόβατα του Κώτσιο Πάντου και επειδή το κορίτσι του πήγε δύο – τρεις φορές για την υπόθεσιν αυτήν, νόμισε ο αρχηγός του εμπιστευτικού αποσπάσματος ότι τον επρόδωσαν και έτσι ο δυστυχής Γιώργο – Ζήκος γλύτωσε το ξύλο χάρις εις τα κλάματα της γυναίκας του και των παιδιών των.
Μετά την αναχώρησιν από το χωριό μας πήγαν στο σπίτι του Τσιόλου Γιώτη από το Πετσάλη, που είναι ένας μαχαλάς των Κουρέντων, απέχων είκοσι λεπτά της ώρας από το χωριό μας, και αφού έφαγαν κι εκεί, τράβηξαν προς άγνωστον διεύθυνσιν, ίσως να επιθεωρήσουν άλλους Σταθμούς αστυνομικούς, διότι φαίνεται ότι η αποστολή των δεν έληξε. Αυτό άλλως τε το πιστοποιεί κι ο επιστολογράφος σας εκ Ποπόβου.
Κουρεντινός
Κάτω Ζάλογγον 20 Μαρτίου 1925
(συνέχεια της ίδιας εφημερίδας, σελίδα 2)
Από τα Κούρεντα ο Γ. Κιάμος πέρασε στου Μάζη και ζήτησε τον Πέτρον Ξουράφα.
Αλλά εκρύφτηκε και δεν παρουσιάστηκε. Μετά διευθύνθηκε με την συμμορίαν του προς εδώ το Κάτω Ζάλογγον, όπου έστησε δικαστήριο δια το κλαπέν δόκανο του Νικόλα Δρόσου από τον Φίλιππα Βάσιον και, αφού εδικαίωσαν τον Δρόσον, του επέστρεψαν το δόκανο και εξυλοκόπησαν τον Φ. Βάσιον, λέγοντες παντού εις Κούραντα και Ζάλογγον :
- Εμείς θα βάλομε Νόμους και ουχί η Κυβέρνησις, διότι δεν είναι ικανή, αλλά σας λέγομε να συμμορφωθείτε προς το δίκαιο.
Φυγοδικεί με αυτούς και ένας χωροφύλακας του αστυνομικού Σταθμού Κερασόβου Παραμυθίας εκ Χειμάρας, όστις είχε ένταλμα φυλακίσεως και ένεκα τούτου ελιποτάκτησε. Η δε, περιβόητη Κωστάντω Κούρεντα, αφού είδε τον χωροφύλακα, ενόμισε ότι είναι απόσπασμα, ενέφερε εις αυτούς ότι δύο παιδιά της έκλεψαν μερικά πράγματα και αφού επήραν τα παιδιά συνοδεία, δέρνοντάς τα μέχρι Βορμπόμπας, τα απέλυσαν. Η δε Κωστάντω ανέφερε εις αυτούς ότι ο αγαπητικός της Παν. Μάρκου Λώλης, ο έγκλιστος ήδη εν ταις φυλακές Ακραίου, διότι είχον βγει στα βουνά τον χειμώνα και συνελήφθησαν στο Μάζη, της χρεωστεί 3.000 δραχμάς. Ούτοι δε τα ζητούνε από την γυναίκα του »
…………………………………………………………………
« Παραμυθία 20 Απρ. : Απόσπασμα υπό την αρχηγίαν του ιδιώτου ληστοδιώκτου Λυράβδου, του ενωμοτάρχου Χελώνη και του Σταθμάρχου Ποπόβου (σ.σ. σήμερα Αγία Κυριακή Παραμυθίας) συνεπλάκη σήμερον λίαν πρωί παρά την θέσιν « Νερό της Προβατίνας » του χωρίου Πραδάλων (σ.σ.σήμερα Πραδαλίτσα Ν. Ιωαννίνων), μετά της ληστρικής συμμορίας του επικηρυγμένου ληστού Γεωρ. Κιάμου, αποτέλεσμα δε της συμπλοκής υπήρξε ο φόνος του ληστάρχου Γεώρ. Κιάμου, ούτινος η κεφαλή αποκοπείσα, κομίζεται αύριον ενταύθα »
Δ΄. Ημερομηνία Πέμπτη 30 Απριλίου 1925 :
……………………………………………………………………
« Παραμυθία 25 Απρ. – Συγχαίρομεν εγκαρδίως τους αρμοδίους δια την εκλογήν και αποστολήν ως αποσπασμάρχου ανά την επαρχίαν Παραμυθίας τον ενωμοτάρχη Γεωργ. Χελώνη, όστις εν διαστήματι 14 μόνον ημερών κατώρθωσε τον φόνον του διαβοήτου ληστάρχου Γεωργ. Κιάμου, δυο και η επαρχία τον ευγνωμονεί. (Έπονται πολλαί υπογραφαί)»
Το τραγούδι του Γιώργου Κιάμου
Ο χαμός του λήσταρχου Γιώργου Κιάμου (20 Απρίλη 1925, Δευτέρα του Πάσχα ) συγκίνησε τόσο πολύ τους κατοίκους της Πραδαλίτσας και της γύρω από αυτήν περιοχής, ώστε η ηπειρώτικη λαϊκή μούσα τον έκανε μοιρολόγι. Στους στίχους του αναφέρονται παραστατικά, το λιθάρι του Ντόκα, δηλαδή το μέρος που τον σκότωσαν και του πήραν το κεφάλι, οι συμβουλές που του έδιναν να μην πηγαίνει σε σπίτια φίλων και κουμπάρων, ως και τα τελευταία λόγια που αναφώνησε ξεψυ-χώντας για τον προδότη του το Γιάννη Λάμπρο.
Το μοιρολόγι αυτό σώθηκε, επειδή το τραγουδούσε με δάκρυα στα μάτια η κόρη του Πανάγιω στο γνέσιμο, στον αργαλειό, στο πλέξιμο, στο λόγγο και στις διάφορες αγροτικές εργασίες. Το 1993 ο δισέγγονός του, Παπαναστάσης (Παπαθανασίου) και εγγονός της Πανάγιως, το κυκλοφόρησε σε δίσκο.
Ο Παπαναστάσης : « Το τραγούδι του προπάππου μου Γιώργου Κιάμου το άκουσα για πρώτη φορά από τη γυναίκα του τη Γιούλα, όταν ακόμα ήμουν έφηβος. Θυμάμαι ότι τότε μου είχε πει :
– Ναστάση, έχεις καλή φωνή. Όταν μεγαλώσεις, να κάνεις πλάκα (δίσκο γραμμοφώνου) το τραγούδι του μακαρίτη μου.
– Με τη βοήθεια του Θεού, της απάντησα, θα το κάνω.
Kαι πράγματι το 1993 ξεπλήρωσα το τάμα μου προς την προ-γιαγιά μου. Tραγουδώντας το στην Εταιρεία Λύρα, έδωσα για τίτλο « Του Γιώργου Κιάμου ». Η εταιρεία όμως, όταν το κυκλοφόρησε, δεν έβαλε στο δίσκο το δικό μου τίτλο, αλλά τον πρώτο στίχο του « Τρεις περδικούλες κάθονταν[3] ». ΄Ετσι, σήμερα με τον τίτλο αυτόν κυκλοφορεί σε CD της αγοράς ».
Του Γιώργο Κιάμου ( μοιρολόγι)
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στου Ντόκα το λιθάρι.
Η μια κοιτάει τα Γιάννενα
και η άλλη κοιτάει την ΄Αρτα
κι η τρίτη ν’ η μικρότερη
μοιριολογάει και λέει :
Τ’ είν’ το κακό που έγινε
Γιωργάκη Κιάμο μου,
αχ, στους καπεταναραίους.
Το Γιώργο Κιάμο βάρεσαν
του πήραν το κεφάλι.
Δε στο ’πα Γιώργη μου μια φορά,
Αχ, δε στο ’πα τρεις και πέντε.
Σε φίλους σπίτια να μην πας
ούτε και σε κουμπάρους.
Οι φίλοι φίδια σου ’γιναν
και οι κουμπάροι σκύλοι.
Αχ, τι του ’κανα μωρέ παιδιά
φτουνού του Γιάννη Λάμπρου,
όπου με πότισε ρακί
και μου ’δειξε λημέρι.
Αχ, ο μαύρος ξεψυχάω,
δε θα ζήσω να τον φάω.
(τέλος)
Ακολουθούν οι υποσημειώσεις
[1] . Η ημερομηνία αυτή έχει σχέση με την ημερομηνία έκδοσης της εφημερίδας. Ενώ η δεύτερη, στην αρχή του άρθρου, με την ημερομηνία που συνέβη το γεγονός.
[2] . (σ.σ.) Οι Τσεκουραίοι αδελφοί, Θύμιος και Αθανάσιος, υπήρξαν ληστές. Κατάγονταν από την Αμφιλοχία. Από τα χρήματα που απεκόμιζαν από τις ληστείες, άλλα ξόδευαν για την εξαγορά αιχμαλώτων, άλλα για την παντρειά πτωχών κοριτσιών και άλλα δώριζαν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Συνελήφθησαν κατόπιν προδοσίας και το 1895 οδηγήθηκαν στη λαιμητόμο.
Το τραγούδι των Τσεκουραίων
Καλά ήσουν Θύμιο μ’ στ’ Άγραφα, καλά και στα Τζουμέρκα
Τι χάλευες, τι γύρευες Καρβασαρά και Βάλτο;
– Ήρθα να δω τους φίλους μου και τους παλιούς κουμπάρους,
Κι ένας κουμπάρος μου καλός, φίλος μου μπιστεμένος
που’χε στα χείλη ζάχαρη και στη καρδιά φαρμάκι
επήγε και με πρόδωσε στων σταυρωτών τα χέρια
Τέτοιους φίλους άμα έχεις τους εχθρούς σου τι τους θέλεις ;…
[3]. Οι Θεσπρωτοί, αλλά και όλοι οι Ηπειρώτες ακούν με κατάνυξη το μοιρολόγι του Γιωργο – Κιάμου από το σεμνό, καλλίφωνο Παπαναστάση. Εκτός τούτου, ακούγονται στις ταβέρνες και τις καφετέριες και πολλά άλλα τραγούδια του, όπως : Πολεμούσαν οι Σουλιώτες, ΄Ηλιε ηλιάκη μου, Πού πας χελιδονάκι μου και Ρίξου, ρίξου Πούλα μου … . Το 2015 κυκλοφόρησε τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο « Ποιανού του ήρθαν δυο φορές ». Στο δίσκο αυτόν τραγουδά δημοτικά τραγούδια μαζί με το σαρακατσιάνο δικηγόρο Δημήτρη Χατζηπλή.